Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

Οι Βούλγαροι πάλι στην Τζουμαγιά

Κων/νος Βελιγρατλής από την Τζουμαγιά Σερρών.

Το καλοκαίρι του 1916 οι Βούλγαροι εισέβαλαν στην περιοχή των Σερρών. Στις 6 Αυγούστου, ημέρα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, εισήλθαν στη Τζουμαγιά και την κατέλαβαν. 
Κατέλαβαν τα εκπαιδευτήρια, τα οποία χρησιμοποιούσαν σαν στρατώνες και τις δύο εκκλησίες, αφού διέκοψαν πρώτα τη λειτουργία. Συλλαμβάνονταν δε και κακοποιούνταν όσοι είχαν συνεργαστεί κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα με Έλληνες αντάρτες, εναντίον του βουλγαρικού κομιτάτου. Η κήτη του Στρυμόνα αποτέλεσε το ανατολικό τμήμα του Μακεδονικού Μετώπου ανάμεσα στους συμμάχους της Αντάντ και τις Κεντρικές Δυνάμεις

 Μαύρη σελίδα στην Ιστορία της Τζουμαγιάς


14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1916 – ημερομηνία σταθμός. "Ο Βούλγαρος κήρυκας με το μπαραμπάνι ανακοινώνει στους κατοίκους ότι εντός 2 ωρών πρέπει να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για να τους προωθήσουν προς βορρά με το πρόσχημα ότι η περιοχή ήταν μέτωπο πολέμου (επιχείρημα που δεν ευσταθούσε, γιατί λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους ούτε στους προηγούμενους πολέμους έγιναν εκεί στρατιωτικές επιχειρήσεις). Οι Τζουμαγιώτες συσκέπτονται πανικόβλητοι και στέλνουν επιτροπή στο Βούλγαρο διοικητή για να ζητήσουν να μην εκτελεστεί η απόφαση. Ο διοικητής τους διώχνει με άγριο τρόπο. Τότε όλοι αποκαμωμένοι και τρομοκρατημένοι παίρνουν μαζί τους λίγες προμήθειες σε τρόφιμα, ρουχισμό και σκεύη. Φορτώνουν σε κάρα τα ελάχιστα υπάρχοντα που μπορούσαν να μεταφέρουν, τους γέρους, τις έγκυες, τα μωρά και οι υπόλοιποι πεζοί, ξυπόλυτοι ακολουθούν χωρίς να μπορούν να συνειδητοποιήσουν ακριβώς τι τους συμβαίνει. Ένα θλιβερό καραβάνι που οδεύει προς το άγνωστο."
Από την εκδήλωση με θέμα: "ΟΜΗΡΙΑ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΑΓΙΩΤΩΝ ΣΤΟ ΠΟΖΑΡΕΒAΤΣ" απόσπασμα από την ομιλία στο αμφιθέατρο του ΕΠΑΛ Ηράκλειας της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΣΧΑΛΙΑ - ΓΚΕΝΙΟΥ που έγινε στην Ηράκλεια στις 22 Οκτωβρίου 2011.

Η πορεία προς την Ομηρία
Οι μαρτυρίες σχετικά με τον Μακεδονικό Αγώνα και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι συγκλονιστικές. Ωστόσο, θα αναφερθώ σε γενικές γραμμές στην εξιστόρηση των γεγονότων από υπερήλικες Βλάχους21, σχετικά με την αναγκαστική μετακίνηση των Βλάχων, αλλά και άλλων, εξ αιτίας της δημιουργίας πολεμικού μετώπου στην περιοχή του Στρυμόνα το 1916.
Το καλοκαίρι του 1916 οι Βούλγαροι εισέβαλαν στην περιοχή των Σερρών. Στις 6 Αυγούστου, ημέρα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, εισήλθαν στη Τζουμαγιά και την κατέλαβαν. 
Κατέλαβαν τα εκπαιδευτήρια, τα οποία χρησιμοποιούσαν σαν στρατώνες και τις δύο εκκλησίες, αφού διέκοψαν πρώτα τη λειτουργία. Συλλαμβάνονταν δε και κακοποιούνταν όσοι είχαν συνεργαστεί κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα με Έλληνες αντάρτες, εναντίον του βουλγαρικού κομιτάτου.
Στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, οι Βούλγαροι ανάγκασαν όλους τους κατοίκους να εκκενώσουν την Τζουμαγιά. Έτσι, όλοι οι κάτοικοι, γύρω στις 7-8 χιλιάδες ψυχές, περπατούσαν για πολλές ώρες στο δρόμο, που οδηγούσε προς τη Βουλγαρία δια μέσου των στενών του Ρούπελ και της Κρέσνας. Το ίδιο συνέβη και με τους κατοίκους της Ράμνας, του Πετριτσίου, του Σιδηροκάστρου, και των άλλων περιοχών. Οι υπερήλικες βλαχόφωνοι διηγούνται:
«Κτυπούσαν οι καμπάνες κι ένας βούργαρος με μια ντουντούκα, μας είπε να πάρουμε ψωμί και λίγα ρούχα για λίγες μέρες και να ξεκινήσουμε. Όλοι μπροστά. Και γέροι και νέοι και παιδιά. Τους ηλικιωμένους τους βάλαμε πάνω στους αραμπάδες. Και τα κοπάδια μας μαζί. Με τα πόδια. Σχηματίστηκε μια ουρά απ’ εδώ μέχρι το Σιδηρόκαστρο. Δεν ξέραμε που πηγαίναμε. Δεν πήρανε όμως μόνο απ’ το δικό μας το χωριό. Άδειασαν όλα τα γύρω χωριά. 8-9 χιλιάδες ήταν μόνο από τη Τζουμαγιά. Εκεί κοντά στο Στρυμονοχώρι μας πήρε η νύκτα και καθίσαμε να ξεκουραστούμε. Η κατάσταση ήταν δύσκολη. Τα μωρά κλαίγανε, έγκυες γυναίκες, άρρωστοι και ηλικιωμένοι. Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε πάλι προς τη Βουργαρία μεριά. Ανεβαίναμε τα στενά της Ρούπελης και της Κρέσνας και νωρίς το απόγευμα φτάσαμε στο Λιβούνοβο».
Η Ελένη Ζιαντάρη αναφέρει: «Ο πατέρας μου δούλευε στο καπνομάγαζο στην Καβάλα, κι οι Βούργαροι, μαζί με το θείο μου, τους πήραν από κει όμηρους στην παλιά Βουργαρία. Η μάναμ’ όταν την πήραν οι Βούργαροι, είχε εμένα μωρό και με κρέμασε μπροστά της, στην πλάτη είχε μια βελέντζα να μας σκεπάζει και στο άλλο χέρι κρατούσε τον αδερφό μου το Μήτο, που ήταν έξι χρονών. Απ’ όλα τα χωριά, μόνο τους Έλληνοι πήραν. Τους άλλους δεν τους πείραζαν καθόλου. Εμάς τους Βλάχους, επειδή είμασταν Έλληνοι, μας μάζεψαν όλους. Μια βδομάδα περπατούσαν για να φθάσουν στην Κρέσνα. Εκεί δεν είχαν ούτε φαΐ ούτε ψωμί. Τα παιδιά της θείας μου πέθαναν και τα τρία από την πείνα. Μόνη της άνοιγε λάκκο και τα έθαβε…». 
Αρκετοί εγκαταλείφθηκαν στην Άνω Τζουμαγιά, Πέτροβο, Πετρίτσι, Ντούπνιτσα κ.α. Αλλά οι περισσότερες οικογένειες οδηγήθηκαν στο Μελένικο22 σωματικά και ψυχικά εξαντλημένοι ως όμηροι και αιχμάλωτοι των Βουλγάρων. Στο Μελένικο παρέμειναν για 4 μήνες. Η παραμονή τους εκεί ήταν μαρτυρική. «Εκεί νόμισα ότι θα πεθάνω. Δεν είχαμε ούτε ψωμί ούτε φαγητό». Ο Γ. Τζεμαΐλας γράφει σχετικά για την ίδια περίπτωση: «Λόγω της παντελούς ελλείψεως τροφίμων εκινδυνεύσαμεν να αποθάνωμεν εξ ασιτίας. Απηγορεύετο εξ άλλου αυστηρώς η αγοροπωλησία σιτηρών, αλεύρου και εν γένει τροφίμων. Μας εχορηγούσαν οι Βούλγαροι κατά μήνα άλευρον εξ αραβοσίτου ανά 100 δράμια το άτομον, και αυτό δε πικρόν και ακατάλληλον προς βρώσιν. Ετρώγαμεν κούσπον (πίτυρα, υποπροϊόν σησαμελαίου το πλείστον)»23 
Το Δεκέμβριο του 1916 ο χειμώνας ήταν δριμύτατος. Όσοι από τους ομήρους άντεξαν στις κακουχίες, οι Βούλγαροι τους μετέφεραν στην βουλγαροκρατούμενη παλαιά Σερβία, στο Ποζάρεβατς. Εκεί παρέμεινε ο κύριος όγκος των Βλάχων. «Απ’ το Μελένικο ποδαρόδρομο περίπου 6-7 ώρες και μέσα στις βροχές πήγαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί μας πέταξαν μέσα σε βαγόνια. Όλους μαζί τον έναν πάνω στον άλλο. Ξεκίνησε το τραίνο σιγά-σιγά και μετά έφτασε στη Σόφια κι απ’ εκεί στη Νύσσα της Σερβίας. Είχα σταματήσει να σκέφτομαι. Όλοι λέγαμε όσο αντέξουμε. Εκεί δε, θυμάμαι, πως μέσα στο τραίνο μερικοί γερμανοί στρατιώτες μας έδιναν κανένα κομμάτι ψωμί……»
«….Υπήρχαν αρκετοί που πήγαιναν με τα πόδια γιατί είχαν πάρει μαζί τους και τα κοπάδια. Άλλοι, πάλι, πήγαιναν με αραμπάδες…..
Στη βουλγαροκρατούμενη Νύσσα τους κράτησαν μέσα στα βαγόνια τρεις μέρες. Εκεί τους έδωσαν τροφή και ψωμί. Από τη Νύσσα τους μετέφεραν στην παραδουνάβια κωμόπολη Σιμέντρια. Τους έβαλαν μέσα στα αμπάρια ποταμόπλιων του Δούναβη και τους μετέφεραν στο Ποζάρεβατς. Το Ποζάρεβατς ήταν και αυτό την εποχή εκείνη βουλγαροκρατούμενο. Ήταν όμως μια περιοχή όμορφη, εύφορη και πλούσια, τόσο ως προς την γεωργική παραγωγή όσο και ως προς την κτηνοτροφική αλλά και το εμπόριο. «Όταν φτάσαμε στο Ποζάρεβατς είδαμε το Θεό να περπατάει στη γη. Εκεί ήταν η γη της επαγγελίας. Παρόλο που οι Βούλγαροι πάλι δεν μας άφηναν σε ησυχία, εν τούτοις, εμάς μας άρεσε πάρα πολύ γιατί είχε απ’ όλα τα καλά. Εκεί σ’ αυτή την πόλη μείναμε οι περισσότεροι. Μερικοί πήγαν και στο Πέτροβιτς και σε άλλα χωριά εκεί τριγύρω. Εμείς και κει είμασταν κτηνοτρόφοι. Οι Σέρβοι ήταν καλός λαός. Μόλις σουρούπωνε όμως αυτοί εξαφανίζονταν. Κλείνονταν μέσα στα σπίτια τους».
Ο Γ. Βελιγρατλής αναφέρει σχετικά: «συχνά ο πατέρας μου μας μιλούσε για τα χρόνια της ομηρίας. Αυτό το οποίο μας τόνιζε, ήταν, πως είχαν πάει στον πολιτισμό. Ο πατέρας μου ήταν από τους λίγους που ήξερε γράμματα. Πήγε με κάποιους άλλους, όταν έφτασαν στο Ποζάρεβατς, να ζητήσουν δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Είπαν στον ξενοδόχο ότι ήταν εκπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης. Αυτός τους αρνήθηκε. Φεύγοντας είπαν στα βλάχικα: «κι εδώ δε μας θέλουν». Ο ξενοδόχος ο οποίος ήταν κι αυτός Βλάχος αμέσως τους τακτοποίησε σε δωμάτιο»24.
Χάρτης ο οποίος δείχνει τις διαδρομές που ακολούθησαν οι Βλαχόφωνοι κατά την επιστροφή τους απο το Ποζάροβάτς
Χάρτης ο οποίος δείχνει τις διαδρομές που ακολούθησαν οι Βλαχόφωνοι κατά την επιστροφή τους απο το Ποζάροβάτς.
( Απο το προσωπικό αρχείο του Ι. Πασχαλιά).


Οι Βούλγαροι, κατά τακτά χρονικά διαστήματα συνελάμβαναν ένα άτομο από κάθε οικογένεια και τα έστελναν σε αναγκαστικά έργα, άγνωστο πού. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν επέστρεψαν. Ο Γ. Τζεμαΐλας γράφει: «Εις Ποζάρεβατς παρέμεινε ο κύριος όγκος των Βλάχων. Τα καταστήματα της πόλης ήσαν κλειστά, και τα είχον καταλάβει και τα εξεμεταλλεύοντο, ως λείαν, Βούλγαροι ιδιώται. Άρρενες Σέρβοι δεν είχον μείνη, εκτός των κάτω των 18 ετών και άνω των 60, διότι η Σερβία είχε κηρύξει πανστρατιάν και μετά την κατάρευσίν της, ο Σερβικός στρατός απεσύρθη και εφιλοξενήθη εις την Ελλάδα, το πλείστον εις την Κέρκυραν, ενωθείς με τα συμμαχικά στρατεύματα (Αγγλο-Γαλλικά)»25
Η Ελένη Ζιαντάρη διηγείται: «Η Ποζιάροβα ήταν πολύ ωραία πόλη. Οι Σέρβοι μας πήραν να δουλέψουμε στ’ αμπέλια τους. Πολλοί πάλι, δούλευαν στα σπίτια των Εβραίων σαν υπηρέτες. Είχε πολλούς Εβραίους. Αυτοί ήταν πανπλούσιοι. Είχαν πολύ ωραία σπίτια και ασχολούνταν με το εμπόριο. Ήταν έμποροι αυτοί. Εμείς ζούσαμε πολλές οικογένειες μαζί, μέσα σε μεγάλα καφενεία.
Ερώτηση: Γάμοι, γλέντια γίνονταν εκεί που πήγατε;
Απάντηση: Τι γάμοι. Τόσο μεγάλη πόλη μόνο δυό εκκλησίες είχε. Αφού σπίτια δεν είχαμε, τι γάμους να κάναμε. Βέβαια, μερικοί παντρεύτηκαν εκεί. Έχουμε κι εκεί νταμάρι. Εμείς δεν είχαμε που να μείνουμε. Μ’ ένα ρούχο στην πλάτη είμασταν κορίτσι μ’, γάμους και πανηγύρια θα κάναμε. Αυτοί που ήταν υπηρέτες, τους έδιναν και μια γωνιά στην αποθήκη για να κοιμηθούν. Οι άλλοι τίποτα. Αυτοί είχαν πολύ ωραία σπίτια. Μα μόνο ένα ή δύο πατώματα. Είχαν όμως μεγάλα υπόγεια... Οι Εβραίοι δεν πείραζαν τους Έλληνοι... Οι δικοί μας οι Βλάχοι είχαν φέρει και τα κοπάδια τους μαζί.
Ερώτηση: Τα προϊόντα τι τα κάνανε; Τα πουλούσαν;
Απάντηση: Μπα, τί να πουλήσουν. Τα μοίραζαν στους δικούς μας. Οι Σέρβοι μας έλεγαν πως για δέκα χρόνια θα μπορούσαν να μας ταΐζουν».
Οι Έλληνες παρέμειναν στην περιοχή αυτή μέχρι το 1918 οπότε άρχισε και η επιστροφή τους.
Επιστροφή στην πατρίδα
Από το προσωπικό αρχείο του Γιάννη Πασχαλιά διαβάζουμε: «Ως όμηροι παραμείναμε εκεί για δύο χρόνια. Μετά, το βουλγαρικό μέτωπο έσπασε. Οι Βούλγαροι, πρώτοι απ’ όλους τους συμμάχους, τους ζήτησαν στις 19 Σεπτεμβρίου 1918 ανακωχή, με ένα μόνο όρο, την μη εισβολή του Ελληνικού στρατού στην Βουλγαρία. Ακολούθησε η Τουρκική ανακωχή και στις 11 Νοεμβρίου του 1918 η Γερμανία κατέθεσε τα όπλα.
Αμέσως μόλις αναγγέλθηκε η είδηση της ανακωχής του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Βλάχοι, με τη νοσταλγία της επιστροφής, άρχισαν να οργανώνουν αποστολές επιστροφής, κατά το Δεκέμβριο του 1918. Ο δρόμος της επιστροφής ήταν πολύ δύσκολος.
Η πρώτη αποστολή επιστροφής οργανώθηκε με πρόεδρο τον Γιώργο Λαγκαζάλη, έναν έξυπνο και δραστήριο επιχειρηματία από την Τζουμαγιά, ο οποίος ήταν και πρόεδρος των Τζουμαγιωτών στο Ποζάρεβατς. Ξεκίνησε με αραμπάδες, παρά τις αντίξοες συγκοινωνιακές συνθήκες, που επικρατούσαν, και παρά τον εξανθηματικό τύφο, ο οποίος προσέβαλε πολλούς από αυτούς, άλλους ελαφρότερα και άλλους βαρύτερα.
Κων/νος Βελιγρατλής από την Τζουμαγιά Σερρών.Η δεύτερη αποστολή με πρόεδρο τον Κων/νο Βελιγρατλή, ξεκίνησε με 100 αραμπάδες και πολύ κόσμο πεζοπόρο. «Εγώ με την οικογένειά μ’ κι άλλους απ’ το χωριό είμασταν με την ομάδα του Κώστα του Βελιγρατλή. Ο Βελιγρατλής ήταν ένας μεγάλος έμπορας από την Τζουμαγιά. Ξεκινήσαμε όλο χαρά. Μέρες περπατούσαμε, μα ο δρόμος δεν μας φαίνονταν μακρύς. Πίσω στο Ποζάρεβατς έμειναν αρκετές οικογένειες. Αυτοί μέχρι τώρα είναι εκεί και πολύ από δω από μας, είχαν συγγενείς και πήγαιναν και τους έβλεπαν».
Η αποστολή αυτή από το Ποζάρεβατς ακολούθησε το δημόσιο δρόμο κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής Βελιγραδίου Θεσσαλονίκης. Έφθασε στη Νύσσα όπου υπήρχε γαλλικό στρατηγείο, όπου ο στρατιωτικός σύνδεσμος Έλληνας λοχαγός Κουτσούμπας ανέλαβε υπό την προστασία του τους βλάχους ομήρους. Τους κράτησε εκεί τρεις μέρες μέχρι να αποκατασταθεί η σιδηροδρομική γραμμή Σερβίας - Βουλγαρίας και Ελλάδας. Από τη Νύσσα πήγαν στην πόλη Πυρότ, στη σερβοβουλγαρική μεθόριο. «Εκεί στην πόλη αυτή στο Πυρότ μείναμε περίπου 20 μέρες. Ο διοικητής ο Τρικούπης μας έβαλε σε ωραία σπίτια και μέναμε και είχαμε πολύ καλό φαγητό. Να δεις τί λεβέντης ήταν αυτός ο διοικητής». Από το Πυρότ διά της οδού Πυρότ - Τσάριμπροτ, έφθασαν στη Σόφια. «Εκεί στη Σόφια, ήταν σε στρατιωτική αποστολή με αρχηγό κάποιον Μαζαράκη ο οποίος μαζί με το νομάρχη Ανδρεάδη, μας έστειλαν μέσα από την Ανδριανούπολη στις Σέρρες. Άλλοι πάλι ήρθαν με τους αραμπάδες»26.
Ακολούθησε η τρίτη αποστολή των υπόλοιπων Βλάχων από το Ποζάρεβατς, οι οποίοι είχαν προσβληθεί από εξανθηματικό τύφο. Η επιστροφή αυτών, έγινε με τη φροντίδα των ελληνικών και συμμαχικών στρατιωτικών συνδέσμων αποστολών. Ο Γ. Τζεμαΐλας γράφει σχετικά: «Μέσω του Δουνάβεως διά ποταμοπλοίων εφθάσαμεν εις Λον Παλάγκα, εκείθεν εις Νύσσαν και σιδηροδρομικώς μέσω Σόφιας εφθάσαμεν εις Βάρναν, όπου μας απεμόνωσαν, καραντίνα, εις εμπορικά βαγόνια σιδηροδρόμου παρά την παραλίαν. Εκεί μας εκράτησαν περί τον ένα μήνα εν αναμονή της αποκαταστάσεως ατμοπλοϊκής συγκοινωνίας δια της Μαύρης Θαλάσσης, η οποία δεν είχε εκκαθαρισθή από τας νάρκας, και οι πρώτοι ταξιδιώτες θα είμεθα εμείς οι όμηροι.
Κατέφθασαν εις τον λιμένα Βάρνης τρία ατμόπλοια. Τα “Ξενούλα”, “Ουράνα” και “Αδριατικός“ τα οποία μας παρέλαβαν δια να επιστρέψωμεν εις την Ελλάδα. Καθ’ οδόν απέθνησκον αρκετοί, λόγω των ταλαιπωριών, των κακουχιών και του εξανθηματικού τύφου, και τα πτώματα ερρίπτοντο εις θάλασσαν. Όταν φθάσαμε στην Προποντίδα είδαμε αγκυροβολημένο το θρυλικόν εύδρομον θωρηκτόν “Αβέρωφ” το πλήρωμα του οποίου μας υπεδέχθη και μας εχαιρέτησε με την ανάκρουσιν του εθνικού Ύμνου. Μετά φθάσαμε στην Καβάλα. Εκεί μας παρέλαβαν αι ελληνικαί αρχαί, μέλη του διεθνούς και του ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ελληνικών και συμμαχικών αποστολών περιθάλψεως των ομήρων, τα οποία μας παρηκολούθουν και μας συνόδευον από το Ποζάρεβατς και εις όλον το ταξίδι της επιστροφής μας εκ της ομηρίας και μας οδήγησαν και μας απεμόνωσαν, καραντίνα εις τας καπναποθήκας Καβάλας, εξαντλημένους από τας ακαθαρσίας του πολυήμερου ταξιδιού μας, φθειριών και εξαντλημένους από τον εξανθηματικόν τύφον. Καθημερινά απέθνησκον είς ή δύο από εκάστην οικογένειαν, αλλά και ολόκληραι οικογένειαι υπέκυψαν. Εις Καβάλαν παραμείναμε περίπου δύο μήνες. Κατόπιν από Δράμαν, σιδηροδρομικώς εφθάσαμεν εις Σέρρας. Εκεί εστεγάσθημεν εις την αίθουσαν του μουσικογυμναστικού συλλόγου “Ορφεύς”…»27.
Η τελευταία αποστολή η οποία περιελάμβανε περίπου 1000 άτομα, τα οποία προέρχονταν από τη γύρω περιοχή του Ποζάρεβατς, με αρχηγό το δημοδιδάσκαλο Σάνδρο, σιδηροδρομικώς έφθασε στο Βελιγράδι και στη συνέχεια στο Ζάγκρεμπ, για να καταλήξουν στο λιμάνι της Αδριατικής, Φιούμε. Με Ιταλικό υπερωκεάνιο έφθασαν στην Κέρκυρα και μέσω της Πάτρας στο Αίγιο. Εκεί έμειναν περίπου 6 μήνες.
Αρκετοί από αυτούς, με καράβι έφθασαν στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην περιοχή των Σερρών. Άλλοι πάλι από την Πάτρα, ξεκίνησαν με αραμπάδες και πεζοπόροι. Πολλοί από αυτούς λόγω διαφόρων ασθενειών, πέθαιναν στο δρόμο.
Η εικόνα την οποία αντίκρισαν στα χωριά τους ήταν οδυνηρή. «Είχε τόσα χόρτα που δεν ήξερα που ήταν το σπίτι μας. Από πού να ξεκινήσεις. Τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο. Πολλοί έφυγαν κι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στα Σέρρας, στην Αθήνα… Εμείς που μείναμε εκεί, στην αρχή μέναμε σε παράγκες, σε αντίσκηνα ώσπου σιγά-σιγά αρχίσαμε να φτιάχνουμε τα σπίτια μας...».
Εκείνη τη χρονιά του 1918 πέρασαν δύσκολο χειμώνα. «Εμείς στη Ράμνα όταν γυρίσαμε δε βρήκαμε τίποτις όρθιο. Όλα είχαν γίνει στάχτη…. Αφού τόκαψαν το χωριό… Πάει κι η κκλησιά… ικείν η παλιά. Μετά χτίσαμε άλλη. Μα οι περισσότεροι έφυγαν. Σκόρπισε το χωριό. Μείναμε μόνο 7-8 οικογένειες… Άλλοι πήγαν στην Θεσσαλονίκη, λίγοι στη Βυρώνεια, οι περισσότεροι στο Πετρίτσι… και μερικοί πήγαν στη Τζουμαγιά…»28
Παρακολουθώντας τις αφηγήσεις των ανθρώπων αυτών που βίωσαν τα γεγονότα, είναι να θαυμάζει κανείς τον πλούτο των πληροφοριών που μας αφήνουν. Οι αφηγήσεις τους ήταν περιγραφικές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ερμηνεύουν κιόλας. Από τον πλούτο των πληροφοριών, επέλεξα να παρουσιάσω την επίδραση που είχε ο πόλεμος ως βιωμένη εμπειρία στη συνείδηση των αφηγητών, οι οποίοι κατά την περίοδο του πολέμου ήταν σε νεαρή ηλικία. Ήταν το πρώτο θέμα που ερχόταν σχεδόν αμέσως στο προσκήνιο, μόλις ξεκινούσαν την αφήγησή τους οι πληροφορητές. Ο λόγος των αφηγητών-αφηγητριών, συγκροτείτο με αλλεπάλληλες ανασημασιοδοτήσεις μέχρι τη στιγμή της αφήγησης, με τη συμβολή όχι μόνο της μνήμης αλλά και της λήθης, της αποσιώπησης ή της απώθησης. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το ατομικό όραμα, να διαπερνά τη νοηματοδότηση των γεγονότων, αποτυπώνοντας έτσι στην αφήγηση του προσωπικού τους ύφους και την ερμηνεία.
Οι άνδρες αναφέρονταν σε συμβάντα, που σημάδεψαν τόσο την ατομική όσο και τη συλλογική μνήμη του χωριού.
Όπως αναφέρει ο Miroljub Manojlovic, στο Ποζάρεβατς, παρέμειναν αρκετοί Έλληνες οι οποίοι ασχολήθηκαν κυρίως με το εμπόριο και με τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και σ’ αυτά είχαν μεγάλες επιτυχίες. Μερικοί από αυτούς έγιναν φημισμένοι, πλούσιοι και επιφανείς πολίτες της πόλης. Ιδιαίτερα σαν ιδιοκτήτες καφενείων, ξενοδοχείων. Στα καφενεία τους έδιναν και ελληνικές ονομασίες όπως ήταν “Ιτιά η κλέουσα”, “Τα δυό λευκά περιστέρια”, “Κασίνε”. Οι Έλληνες και οι Σέρβοι ήταν χριστιανοί Ορθόδοξοι, οπότε οι συμβίωση ήταν πολύ καλή. Πολύ συχνά και πολύ νωρίς συναντούμε γάμους μεταξύ Σέρβων και Ελλήνων. Με το πέρασμα του χρόνου, η δεύτερη και τρίτη γενιά των Ελλήνων εποίκων, έχασε την ελληνική γλώσσα, κι αυτό διότι οι έλληνες δεν ζούσαν αποκομμένοι ή σε ομάδες, αλλά πολύ γρήγορα ενσωματώθηκαν στην ευρύτερη Σέρβικη κοινωνία29.
Αν και οι πληροφορητές μιλούσαν για τη ζωή τους, τελικά, μέσα στην αφήγησή τους η παρουσία της κοινότητας υπερίσχυε έναντι του ατόμου. Στην προσπάθειά τους να αποδώσουν τη συλλογική βίωση των γεγονότων της ομηρίας, υποβάθμιζαν την προσωπική τους εμπειρία. Μιλούσαν σχεδόν πάντα με το «εμείς οι Βλάχοι». Έδιναν την εντύπωση ότι εκείνη τη στιγμή, είχαν την βαθιά πεποίθηση ότι μιλούσαν εξ ονόματος όλων των Βλάχων της κοινότητάς τους. Μιλούσαν περισσότερο ως κάτοχοι μιας ιστορικής παράδοσης που έπρεπε οπωσδήποτε να μεταδοθεί στους μεταγενέστερους για να γνωρίσουν οι νεώτεροι τι πέρασε η δική τους γενιά. Αναφέρομαι σε αόριστο χρόνο, γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Μέσα από τα λόγια και την πυκνή περιγραφή τους, μας άφησαν ολοζώντανες εικόνες. Θα ’θελα να κλείσω την ανακοίνωση αυτή, με τα λόγια του George Evans, ο οποίος γράφει: «αν και αυτοί οι παλαίμαχοι του παλιού καιρού ήταν ζωντανές εγκυκλοπαίδειες, ωστόσο δεν μπορούσα απλά να τους ξεφυλλίσω. Κι αυτό γιατί ήταν άνθρωποι»30.
Καλλιοπη Πανοπουλου

«Ηταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια...» Προφορικές Μαρτυρίες Βλαχόφωνων απο την ομηρία τους στο Ποζάρεβατς της Σερβίας
Πρακτικά Β' Διεθούς Επιστημονικού Συνεδρίου
«Οι Σέρρες και η περιοχή τους. Απο την Οθομανική κατάκτηση μέχρι την σύγχρονη εποχή»
Τόμος Α, Σέρρες 2013


1. Σ. Ασδραχά, Ιστορικά απεικάσματα, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σ. 192
2. W. Ong, «Προφορικότητα και Εγγραμματοσύνη: Η εκτεχνολόγηση του Λόγου», μτφ. Κ. Χατζηκυριάκου, Ηράκλειο. β΄ εκδ. 2001.
3. Ζακ λε Γκοφ, Ιστορία και μνήμη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1998, σσ. 19-20.
4. M. Halbwachs, ό.π. 1992α, σ. 173.
5. Α. Βιδάλη, «Προφορικές μαρτυρίες από την τραυματική εμπειρία στη συλλογική μνήμη». Στο «Μαρτυρίες σε ηχητικές και κινούμενες αποτυπώσεις ως πηγή της ιστορίας», εκδ. Κατάρτι 1998, Αθήνα, σ. 112
6. M. Halbwachs, «The Social Frameworks of Memory», στο L. Coser (επιμ.) 1992α σ. 38.
7. M. Halbwachs, ό.π. 1992α, σ. 40.
8. M. Halbwachs, La Mémoire Collective, PUF, Παρίσι. 1950, σ. 33.
9. Ε. Hobsbawn, «Για την Ιστορία», μτφ. Παρασκευάς Ματαλάς, Αθήνα Θεμέλιο 1998, σσ. 249-250.
10. Γ. Βοζίκα, «Αφηγήσεις, αναπαραστάσεις, ταυτότητες» Σερραϊκά Χρονικά 14, Αθήνα 2002, 120.
11. Ν. Κυριακίδου, Λαογραφικά Μελετήματα ΙΙ, εκδ. Πορεία, Αθήνα 1993, σ. 255.
12. P. Thompson, The Voice of the Past; Oral History. Oxford Univ. Press, 1978, p. 90.
13. Ν. Κυριακίδου, ό.π., σ. 255.
14. Β. Ρ. Μποσχότεν, «Απαξίωση και αξιοποίηση των προφορικών πηγών». Στο Λαογραφία και Ιστορία, Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη της Α. Κυριακίδου - Νέστορος. Επιμ. Χρ. Χατζητάκη-Καψωμένου, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2001. Βλέπε, επίσης, Β. Νιτσιάκου, Μαρτυρίες Αλβανών μεταναστών, εκδ. Οδυσσέας, 2003 σσ. 25-26.
15. Β. Νιτσιάκου, ό.π. σ. 26.
16. Β. Τζανακάρη, Εικονογραφημένη Ιστορία των Σερρών, τ. Α΄, Σέρρες 1991, σ. 101.
17. Σ. Πετμεζά-P. Odorico, Αναμνήσεις και συμβουλές του Συνοδινού, Ιερέα Σερρών της Μακεδονίας, εκδ. Association “Pierre Belon” 1996, σ. 170.
18. Βιβλιογραφικές πηγές αναφέρουν ότι στο Φλαμούρι, (χωριό εγκατελειμμένο σήμερα. Αναγράφεται στο χάρτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού), το οποίο επί Τουρκοκρατίας ήταν πολυπληθέστερο, μέχρι το 1922 υπήρχαν γέροι και γριές που γνώριζαν το βλάχικο γλωσσικό ιδίωμα, και διατηρούσαν την ανάμνηση ότι η Πολίχνη αυτή ήταν παλιό Βλαχοχώρι, το οποίο εξισλαμίσθηκε βίαια μεταξύ 1600 και 1650 και έκτοτε κατέληξε να γίνει σιγά - σιγά τουρκόγλωσσο. Επίσης, ο Ελβιά Τσελεμπή μας πιστοποιεί ότι οι Βλάχοι υπήρχαν στην περιοχή του Λαγκαδά και του Σοχού γύρω στα 1600, κατά δε τον Σέρβο εθνολόγο Cvijic η αστική τάξη της Νιγρίτας προήλθε από Μοσχοπολίτες, Συπισκιώτες, Γαβροβίτες Βλάχους και άλλους. Πολλοί απ’ αυτούς κατέληξαν στην πόλη των Σερρών. (βλ. Σ. Λιάκου, Η καταγωγή των Αρμονίων, Θεσσαλονίκη 1965, σ. λα)
19. «Υπάρχουν και επί του Ορβήλου και της Ροδόπης, πλην ολίγοι, ενώ άλλοτε ήσαν ασυγκρίτως περισσότεροι, ως και εις την πεδιάδα των Σερρών, αλλ’ ούτοι κατάγονται εκ της Δυτικής Μακεδονίας». Βλ. Μαρτινιανού Ιωακείμ Μητροπολίτου Ξάνθης, ό.π., σ. 54.
20. Α. Μποτζουβή, «Προφορική Ιστορία: όρια και δεσμεύσεις», στο «Μαρτυρίες σε ηχητικές και κινούμενες αποτυπώσεις ως πηγή της ιστορίας», εκδ. Κατάρτι 1998, Αθήνα, σ. 25.
21. Εξιστόρηση γεγονότων από τον Ναούμ Μαρόκο, ετών 98, κάτοικο Βυρώνειας, ο οποίος έζησε στη Ράμνα, και τη σύζυγό του στις 16 Σεπτεμβρίου 2000, τον Χρήστο Πάζη, κάτοικο Ηράκλειας, ετών 86, τον Δημ. Ζιαντάρη από το Ν. Πετρίτσι, ετών 89, τον Ιωάννη Γκέκα, κάτοικο Ν. Πετριτσίου, ετών 88, Ελένη Ζιαντάρη ετών 90, από το Ν. Πετρίτσι Σερρών, από το προσωπικό αρχείο του Ιωαν. Πασχαλιά, το οποίο μου παραχώρησε η κόρη του Ελένη Πασχαλιά, καθώς και από το ανάτυπο εκ των Σερραϊκών Χρονικών, τ. 6ος, του Γ. Τζεμαΐλα, Συμβολή εις την ιστορίαν της Ηράκλειας (Κάτω Τζουμαγιάς) Ν. Σερρών.
22. Το Μελένικο είναι μια ιστορική παλιά πόλη. Είχε εβδομήντα περίπου εκκλησίες και τέσσερα περιώνυμα Ελληνικά σχολεία. Ήταν ανέκαθεν ο προμαχών του Ελληνισμού και διακρίνονταν για την πνευματική του παράδοση. Στο Μελένικο καλλιεργήθηκαν πολύ τα γράμματα. Ήδη από το 1880 λειτούργησε ανώτερο Ελληνικό σχολείο. Το 1913 λειτουργούσαν εξατάξιο Ελληνικό δημοτικό σχολείο με 180 μαθητές, παρθεναγωγείο με 180 μαθήτριες, τετρατάξιο ημιγυμνάσιο με 60 μαθητές και νηπιαγωγείο με 40 νήπια. Μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου τον Ιούλιο του 1913, λόγω του ότι η ελληνικότατη αυτή πόλη παραχωρήθηκε στην Βουλγαρία, οι Έλληνες εγκατέλειψαν τα σπίτια και οι ίδιοι κατέφυγαν στο Σιδηρόκαστρο, στη Θεσσαλονίκη αλλά και στην Αθήνα, Στις άδειες αυτές οικίες στεγάστηκαν οι όμηροι του 1916, 10-20 οικογένειες σε κάθε οικία.
23. Γ. Τζεμαΐλα, «Συμβολή εις την Ιστορίαν της Ηράκλειας», Σερραϊκά Χρονικά 6 (1973) 123.
24. Γ. Βελιγρατλή, Συνέντευξη στις Σέρρες 17 Νοεμβρίου 2005.
25. Γ. Τζεμαΐλα, ό.π. σ. 124.
26. Από το προσωπικό αρχείο του Ι. Πασχαλιά.
27. Γ. Τζεμαΐλα, ό.π.
28. Ναούμ Μαρόκου ό.π.
29. Miroljub Manojlovic.
30. E. G. Evans, Oral History, τεύχος 1/4 (1973) 57. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου