Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Γρηγόρης Καρταπάνης: ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940



Ο πόλεμος του 1940 είναι μελωδικά συνυφασμένος , όπως όλοι γνωρίζουμε, με την φωνή και τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο . Η «τραγουδίστρια της νίκης» με τις ερμηνείες της κρατούσε υψηλό το εθνικό φρόνημα και διατράνωνε την πίστη για την τελική δικαίωση .
Επίκαιροι στίχοι , συχνά με σκωπτική διάθεση για τον εχθρό , πάνω σε παλιότερες ή νέες  μελωδίες δημιούργησαν τα χιλιοτραγουδισμένα λαϊκά εμβατήρια του έπους, που ακούγονται με την ίδια διάθεση ως σήμερα.
Πέρα όμως από τα τραγούδια αυτά ,που κινούνται στο χώρο του ελαφρού , επιθεωρησιακού άσματος , υπήρξαν και τα αντίστοιχα ρεμπέτικα με παρόμοια θεματολογία , τα οποία παρέμειναν λιγότερο γνωστά. Από την πλευρά τους οι οιωνεί περιθωριακοί και αμφιλεγόμενοι από το μουσικό κατεστημένο , ρεμπέτες , έθεσαν το δικό τους μελωδικό στίγμα ,με αφορμή τις κοσμοϊστορικές για το έθνος , εκείνες στιγμές και μάλιστα με τρόπο εντυπωσιακό.
Η άμεση σύνθεση και ηχογράφηση κάποιων δεκάδων επίκαιρων τραγουδιών, μετά την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων  - ως τα τέλη του 1940 και τους πρώτους μήνες του 1941 –απέδειξε πόσο άδικες υπήρξαν οι διώξεις των εκφραστών του είδους από το καθεστώς Μεταξά και η απαξίωσή του από την καθωσπρέπει κοινωνία . Το ρεμπέτικο τραγούδι ούτε αντεθνικό θεωρείται , ούτε συντηρούσε αποκλειστικά την προτροπή σε περιθωριακές και κατακριτέες συμπεριφορές .
Οι δημιουργοί του απέδειξαν το 1940 ότι διέθεταν δυνατή φιλοπατρία , όπως και ικανή κρίση, ώστε να αντιλαμβάνονται την σοβαρότητα των ημερών και να συμβάλλουν με το δικό τους μέτρο στην τόνωση του εθνικού φρονήματος .
Αρκετά από τα τραγούδια αυτά είναι προσαρμογές επίκαιρων στίχων σε παλιότερες καταξιωμένες και αποδεκτές μελωδίες (όπως άλλωστε και πολλά τραγούδια της Σ. Βέμπο) κι αυτό έχει προφανή σκοπιμότητα : αφ’ ενός η έτοιμη μουσική βοηθούσε στην αμεσότερη κυκλοφορία του τραγουδιού κι αφετέρου ,εφ’ όσον αυτή προέρχονταν από επιτυχίες της εποχής ,η αποδοχή της νέας εκδοχής θεωρούνταν εξασφαλισμένη.
Η θεματολογία τους κινείται , όπως είναι αναμενόμενο ,στις εξής πάνω –κάτω  κατευθύνσεις :
α) Επισημαίνεται η άδικη επίθεση των Ιταλών και η πέρα για πέρα δίκαιη ελληνική αντίσταση « υπέρ βωμών και εστιών» . Κι αυτό θα οδηγήσει στην δικαίωση και στην τελική νίκη .
β) Εξυμνείται το θάρρος και το αξιόμαχο του ελληνικού στρατού που θα συντρίψει τον εχθρό , με μεγαλόστομες , ενίοτε , εκφράσεις ενθουσιασμού και πατριωτισμού.
γ ) Εκφράζονται ειρωνικοί και απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί  για τον υπερφίαλο επιδρομέα – κυρίως στο πρόσωπο του Ιταλού ηγέτη – εξευτελίζοντάς τον.
δ ) Καταγράφονται τα πανελλήνια συναισθήματα με λιτό , άμεσο τρόπο , γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι δημιουργοί των τραγουδιών αφουγκράζονταν στο έπακρο τη σοβαρότητα  και τα αιτήματα εκείνης της , σημαδιακής για τον τόπο , περιόδου.
Γράφτηκαν και γραμμοφωνήθηκαν ( κάποια παραμένουν ακυκλοφόρητα) από την έναρξη του πολέμου ως και τους πρώτους μήνες του 1941 κατά κύριο λόγο , δίχως να λείπουν και οι μεταγενέστερες , στα χρόνια της Κατοχής , συνθέσεις .
Στην εμπεριστατωμένη , πολυσέλιδη μελέτη του ,«Το αστικό τραγούδι στα πέτρινα χρόνια 1940 -1949)» ο κ. Σάκης Κ. Πάπιστας (εκδ. Κυριακίδη , Θεσσαλονίκη , 2007 , σ.σ 1023) καταγράφει και σχολιάζει επαρκέστατα έναν ευρύ αριθμό ρεμπέτικων  τραγουδιών που αναφέρονται και στον πόλεμο του 1940-1941) . Με βασική πηγή το παραπάνω έργο είχαμε παρουσιάσει πριν από μερικά χρόνια (26/και 28/ 10/2008) κάμποσα από αυτά τα τραγούδια .
Σε τούτο το μικρό ,επετειακό σημείωμα θ ‘ αναφερθούμε γενικότερα στους δημιουργούς και το σύνολο των «πολεμικών» τραγουδιών που συνέθεσε ο καθένας . (Ολα τα στοιχεία προέρχονται από το προανεφερθέν έργο) .
Από τους συνθέτες  του ρεμπέτικου που έγραψαν τραγούδια για τον πόλεμο του 1940 την πρώτη θέση κατέχει ο Παν. Τούντας , ένας πολυγραφότατος σπουδαγμένος μουσικός της σμυρνέικης σχολής , με έξι συνολικά τραγούδια . Σε ορισμένα υπογράφει ο ίδιος και τους στίχους , ενώ άλλα ανήκουν σε καταξιωμένους στιχουργούς της εποχής .
Αυτά είναι :
1) « Δεν με φοβίζει ο πόλεμος» ζεϊμπέκικο , σε στίχους Χαρ. Βασιλειάδη (Τσάντα) και τραγουδά ο εκ των κορυφαίων ερμηνευτών του ρεμπέτικου . Στελλάκης Περπιανίδης . (1940)

2) «Άκου Ντούτσε μου τα νέα» ( «Ο Μπενίτο κάθε βράδυ»), πάλι με ερμηνευτή τον Στ. Περπιανίδη , πάνω στη μουσική της πασίγνωστης και λογοκριμένης «Βαρβάρας».(1941)

3) «Σαν θα γυρίσω νικητής», επίσης με τον Περπιανίδη(1940)

4) «Η λόγχη μας το θέλει» ,σε συνεργασία με το νεαρό τότε Γιώργο Μητσάκη -πρώτη του  δισκογραφική παρουσία – και ερμηνευμένο από τους : Νταίζη Σταυροπούλου , Στέλιο Κερομύτη , Μαν . Χιώτη. (1941).














5) « Η νοσοκόμα» σε στίχους Β. Μαυροφρύδη , τραγουδούν οι Κ. και Χρ. Συνογιάννης και μπουζούκι παίζει ο Βασίλης  Τσιτσάνης (1940)

6) «Τον πόλεμο κηρύξανε» , ανεύρετο με ερμηνευτή τον Κώστα Καρίπη (1940)

Ο Μάρκος Βαμβακάρης από τα προπολεμικά του τραγούδια φαίνεται πως διέθετε – αν και εξαιρετικά ολιγογράμματος – ιστορική γνώση , πολιτική σκέψη και κοινωνικό προβληματισμό . Ευφυής αυτοδίδακτος δημιουργός με ευαίσθητες κεραίες αξιοποιούσε κάθε ερέθισμα έμπνευσης στο λιτό και τραχύ ύφος του ¨πειραιώτικου» ρεμπέτικου που εκπροσωπούσε .
Τα  γεγονότα δεν τον άφησαν ανεπηρέαστο συνθέτοντας  επίκαιρα τραγούδια :
«Γεια σας φανταράκια μας», με ερμηνευτές τον ίδιο τον συνθέτη και τον Απ. Χατζηχρήστο , δίδυμο που συναντάμε και σε άλλα  τραγούδια της περιόδου . Γραμμένο πάνω στη μελωδία του ζεϊμπέκικου «Καραντουζένι».(1940) 

«Μουσολίνι άλλαξε γνώμη» , σε στίχους Γιώργου Φωτίδα και το ίδιο ερμηνευτικό δίδυμο όπως στο προηγούμενο , πάνω στο προπολεμικό χασάπικο «ο Γρουσούζης». (1940)

«Αν φύγουμε στο πόλεμο» σε στίχους Κ. Κοφινιώτη , χασάπικο με τους ίδιους ερμηνευτές . Πρέπει να ηχογραφήθηκε κατά την ημέρα έναρξης του πολέμου και κυκλοφόρησε στο όνομα του συνθέτη Σπ. Ολλανδέζου , αν και είναι προφανές ότι ανήκει στο Μάρκο .

«Ο αγύμναστος» ή «Ο Μάρκος φαντάρος» , σε στίχους Γ. Φωτίδα και τραγουδισμένο από τον ίδιο το συνθέτη , με τις εμπειρίες από την επιστράτευσή του (1940)

Ομοίως με 4 τραγούδια για τον πόλεμο στο ενεργητικό του παρουσιάζεται και ο Απόστολος  Χατζηχρήστος , που όπως είδαμε συμμετείχε ως ερμηνευτής στις αντίστοιχες συνθέσεις του Μάρκου:
«Στης Αλβανίας τα βουνά» , αργό «κανταδόρικο» χασάπικο σε στίχους Γ. Φωτίδα , τραγουδισμένο επίσης από το το συνθέτη , το Μάρκο (ανταποδοτικά) και τον Γιάννη Σταμούλη (1940).

«Αέρα οι φαντάροι μας», ανεύρετο με ερμηνευτή τον ίδιο το Χατζηχρήστο(1940)

«Ο αποχαιρετισμός της Αλβανίας» . Επίσης ανεύρετος ο δίσκος (1940)

Τώρα πήρες πια χαμπάρι» επίσης ανεύρετο πάνω στο σκοπό της γνωστής επιτυχίας «Βαγγελιώ δεν είσαι εντάξει»(1940)
Ένας από του λιγότερο γνωστούς εκπροσώπους του πειραιώτικου ρεμπέτικου ,αλλά σημαντικός , ο Μαρίνος Γαβριήλ  ή Μαρινάκης έχει στο ενεργητικό του δύο τραγούδια σχετικά με το 1940 :   
« Έλλη». Σίγουρα είναι το πρώτο χρονικά αφού αναφέρεται στο γεγονός του άνανδρου τορπιλισμού του εύδρομου  « ‘Ελλη» στην Τήνο , το Δεκαπενταύγουστο στου 1940. Είναι ανέκδοτο (21/8/40)
«Το παράπονο του Τσιάνο», γραμμένο στις 9/11/1940 , αλλά μάλλον παραμένει αγραμμοφώνητο.
Ο καλός τραγουδιστής και κιθαρίστας Δημ. Περδικόπουλος συνεργάτης του Β. Τσιτσάνη την προπολεμική περίοδο συνέθεσε επίσης δύο τραγούδια για το 1940 .
«Ψηλά στ’ Αλβανικά βουνά» ,πάνω στη μουσική του γνωστού τραγουδιού «Σιγά καλέ μου την άμαξα» με ερμηνευτή τον ίδιο και στο μπουζούκι τον Β. Τσιτσάνη(1940)
«Σαν πολέμαγες με τους Αβυσσινέζους» ,πάλι σε μουσική παλιότερης επιτυχίες και με τους  ίδιους  συντελεστές , όπως και το προηγούμενο .(1940)
Ο Μήτσος Γκόγκος (Μπαγιαντέρας) συνέθεσε αρκετά τραγούδια για όλες τις πτυχές της εμπόλεμης δεκαετίας 1940-49. Ανάμεσα τους και δύο για το έπος του ΄40.
« Τους Κενταύρους δε φοβάμαι» ή «Συντροφιά έχω τη λόγχη». Χασάπικο , ερμηνευμένο από τον ίδιο , που κυκλοφόρησε κατά τα Χριστούγεννα του 1940.

«Ψηλά στις Πίνδου τα βουνά» ή «Ψηλά βουνά κι απάτητα», ζεϊμπέκικο στον ίδιο δίσκο με το προηγούμενο τραγούδι.

Ο μαέστρος και συνθέτης Σπύρος Περιστέρης με τη συνδρομή των στίχων του Μίνωα Μάτσα , ιδιοκτήτη της δισκογραφικής εταιρίας Οντεόν ,καταθέτει δύο δημιουργίες πάνω σε μελωδίες παλιότερων επιτυχιών του.
«Το όνειρο του Μπενίτο» με ερμηνευτές το κλασσικό δίδυμο Μάρκου –Χατζηχρήστου,  πάνω στη μουσική (χασάπικο) του γνωστού «Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο Σερέτης»(1940)
«Την Αλβανία ξέγραψε» ,με το ίδιο δίδυμο στην εκτέλεση και πάνω στη μουσική της επιτυχίας του συνθέτη « Μαρία Μανταλένα» (1940)



Δύο τραγούδια γι αυτήν την περίοδο συνέθεσε και  ο γνωστός ρεμπέτης Στέλιος Κερομύτης :
«Θα πάρω το ντουφέκι μου» ηχογραφημένο στις 17/3/1941 κι ερμηνευμένο από το τρίο Νταίζη  Σταυροπούλου – Στ. Κερομύτης –Μαν. Χιώτης
«Οι φρατέλοι» , ανεύρετο .
Επίσης καταγράφονται τα τραγούδια (συνθέτες με 1 δημιουργία):
«Στον ύπνο σου την έβλεπες» Γιάννη ΠαπαΪωάννου , με ερμηνευτές τον Απ. Χατζηχρήστο και το συνθέτη(1940)

«Το όχι του ‘40» ,Σπύρου Καλφόπουλου , ακυκλοφόρητο σε δίσκο , υπάρχει μόνο  σε μεταγενέστερη ζωντανή ηχογράφηση .

« Όλα τα Ελληνόπουλα» . Στέλιου Χρυσίνη , τραγουδισμένο από τον Στ . Περπιανίδη σε ρυθμό συρτού.(1940)
«Το Μόραβα , το Πόγραδετς» . Ζαχαρία Κασιμάτη , με την  τραγουδίστρια Γεωργία Μηττάκη (1946)
« Τον πόλεμο μας κύρηξες» . Κόσμά Κοσμαδόπουλου –Κώστα Καρίπη . Καλαματιανό με το Στ. Περπιανίδη .




« Με θάρρος αγωνίζομαι» . Χαρ. Βασιλειάδη –Βασίλη Μαυροφρύδη.Ζεϊμπέκικο με το Στ . Κερομύτη και την Ιωάννα Γεωργακοπούλου  . Στο μπουζούκι ο Μαν. Χιώτης (14/3/1941) .

Επίσης το ίδιο δίδυμο δημιουργών έγραψε και το ανεύρετο «Καθόλου δεν το σκέφτηκες»  με τη Ντ. Σταυροπούλου , στον ίδιο δίσκο με το προηγούμενο.

«Η σπείρα» , αδέσποτο με πιθανό συνθέτη τον Στέφανο Μιλάνο , κατά τον Ηλία Πετρόπουλο . Αξιολογεί τα γεγονότα του ’40 από μία εντελώς διαφορετική , αντιπολεμική οπτική.

«Τεπελένι», καλαματιανό του Δημ. Μπενέτου , τραγουδισμένο από τον ίδιο (1947)
«Αλβανία» του Μήτσου Παπασίκα , ανεύρετο.
Τέλος την ίδια περίοδο ο Σ. Πάπιστας στο έργο του,εντάσσει και έξι τραγούδια , δημοτικά ως επι το πλείστον , του κορυφαίου ερμηνευτή (και συνθέτη) Γιώργου Παπασιδέρη (Κουλουριώτη ) ο οποίος εθήτευσε και στο ρεμπέτικο :
 « Μέρα και νύχτα με το ντουφέκι», « Με δόξα να γυρίσεις»(παραδοσιακό) , « Να ‘μουν πουλί να πέταγα» , «Μας φέρθηκες μπαμπέσικα», « Το κόλπο σου δεν έπιασε», και « Μες στης Κλεισούρας τα βουνά»(παραδοσιακό) .
Με τα παραπάνω τραγούδια καταγράφεται στο σύνολό της η μελωδική συμβολή των δημιουργών του ρεμπέτικου για τον πόλεμο του 1940.


O Μάρκος Βαμβακάρης και ο Παναγιώτης Τούντας έγραψαν τα περισσότερα τραγούδια για τον πόλεμο του 1940



Ηταν οι αγαπημένες ερμηνεύτριες των Ελλήνων στα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Η Σοφία Βέμπο έγινε εθνικό σύμβολο. Αλλά δραστήρια με μαχητικό πνεύμα ήταν και η Δανάη Στρατηγοπούλου. Η πρώτη από λαϊκή οικογένεια, αυτοδίδακτη, ξεχώρισε νωρίς για τη φωνή και την εκφραστικότητά της στη θεατρική σκηνή. Η δεύτερη, αντίθετα, από λόγιο περιβάλλον, με καλές μουσικές σπουδές, μεγαλωμένη σε ένα σπίτι όπου κυριαρχούσαν οι τέχνες, ξεχώρισε στην πίστα και το βαριετέ.
Το «βαρύ πυροβολικό της Μάντρας του Αττίκ», όπως χαρακτήριζαν τη Δανάη, τραγουδούσε σε νοσοκομεία και συμμετείχε στην Εθνική Αλληλεγγύη και την Αντίσταση. Ενώ η Βέμπο ζούσε τον δικό της μοναδικό θρίαμβο όπου τη χρειάζονταν.
Ενας άλλος κόσμος έβρισκε παρηγοριά στο αίσθημα του λαϊκού, που επίσης ήταν στις επάλξεις. «Καιρός πια το μπουζούκι μου στο πλάι να τ' αφήσω/ να πάρω το ντουφέκι μου να πάω να πολεμήσω./Δε το βαστάω σπλάχνο μου να κάθομαι εδώ πέρα/ και τα παιδιά να πολεμούν Eκεί πάνω νύχτα-μέρα», έγραψε ο ρεμπέτης Στέλιος Κερομύτης.
Είναι η εποχή που οι πολεμικές επιθεωρήσεις («Πολεμική Αθήνα», «Φινίτο Μπενίτο», «Κορόιδο Μουσολίνι», «Πολεμικές Καντρίλιες» κ.ά.) έχουν απήχηση παντού. Τα τραγούδια άλλοτε ντύνουν αγαπημένες μελωδίες με επίκαιρους στίχους («Παιδιά της Ελλάδος παιδιά») και άλλοτε είναι νέες συνθέσεις ή σατιρικές παρωδίες βασισμένες σε διεθνείς επιτυχίες, όπως το «Με το χαμόγελο στα χείλη» σε στίχους Γ. Οικονομίδη, που δεν είναι άλλο από την ιταλική μελωδία « Reginella Campagnola» του Eldo di Lazzaro.
Το τραγούδι της εποχής κολακεύει και τους συμμάχους με την «Αγγλοελληνική συμμαχία» ή «Ζήτω το ουίσκι κι η ρετσίνα» σε στίχους του Πωλ Μενεστρέλ: «Με τους Βρετανούς εμείς έχουμε κοινά σημεία/ το συναίσθημα τιμής και ψυχή στην τρικυμία./ Σκώτο αυτοί – εμείς τσολιά/ ένα σκοπό τη λευτεριά/», τραγουδά η Βέμπο, ενώ το 1946 τρα-
Δανάη και Βέμπο γούδησε για τους προδομένους από τους συμμάχους το κομμάτι των Σουγιούλ-Τραϊφόρου: «Ποιος το περίμενε στ' αλήθεια/ να βγουν ψευτιές και παραμύθια/ και να ξεχάσουν τώρα πια τα λόγια εκείνα τους/ που μας τα λέγαν κάθε βράδυ απ; τα Λονδίνα τους;».
Στη δίνη του Εμφυλίου, γράφει ο μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας στην πολύτιμη έκδοση «Το ελληνικό τραγούδι από το 1821 έως τη δεκαετία του 1950» (Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.), που είναι οδηγός σε αυτή τη μουσική διαδρομή, η Βέμπο «είπε ένα τραγούδι του Μιχάλη Σουγιούλ για το "παιδομάζωμα" και περιόδευσε το 1949 στον Γράμμο και στο Βίτσι στις τάξεις του εθνικού στρατού». Η Βέμπο τραγούδησε και για την εθνική συμφιλίωση (σε στίχους του Μίμη Τραϊφόρου και μουσική του Θεόφραστου Σακελλαρίδη): «Τώρα που αίμα αδερφικό το χώμα ιδρώνει/ κι η Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά».
Ρεμπέτικα και λογοκρισία
Τα ρεμπέτικα, τα λαϊκά και τα νεοδημοτικά της εποχής δεν είχαν βέβαια την προβολή του ελαφρού ρεπερτορίου και των επιθεωρήσεων. Πολλά δεν δισκογραφήθηκαν καν. Οι ρεμπέτες ωστόσο εξέφρασαν με τον δικό τους απλό και άμεσο λόγο τις αγωνίες τους: «Οσο κι αν το 'λεγαν πολλοί εγώ δεν φανταζόμουν/ πως τώρα στα γεράματα φαντάρος θα γινόμουν/», τραγουδά ο Μάρκος Βαμβακάρης, ενώ ο Δημήτρης Γκόγκος-Μπαγιαντέρας και ο Στέλιος Χρυσίνης καταγράφουν στο «Του Κυριάκου το γαϊδούρι» την ιστορία ενός μανάβη που του κλέψανε το 1942 στη μεγάλη πείνα το γαϊδούρι του για να το φάνε
Αλλοι το ρίξανε στο τσάμικο και τους ρυθμούς του (Γιώργος Παπασιδέρης, Γεωργία Μηττάκη, Χρήστος Κονιτόπουλος κ.ά.) και άλλοι σε παλιές επιτυχίες με νέους στίχους. Η γνωστή «Βαρβάρα» του Παναγιώτη Τούντα έγινε «Ακου Ντούτσε μου τα νέα», ο «Αντώνης ο βαρκάρης» μετατράπηκε σε «Μπενίτο» από τον Βαμβακάρη, το «Σιγά καλέ την άμαξα» του Τσιτσάνη σε «Ψηλά στ' αλβανικά βουνά». Ο Βαμβακάρης έγραψε το «Χαϊδάρι» για τους φυλακισμένους, ενώ ο Μιχάλης Γενίτσαρης κατέγραψε όσο λίγοι την περίοδο εκείνη: «Οι Γερμανοί μάς κυνηγούν μα εμείς δεν τους ακούμε/ εμείς θα τη σαλτάρουμε ώσπου να σκοτωθούμε./ Θα σαλτάρω θα σαλτάρω/ τη ρεζέρβα να του πάρω/». Τραγούδι έκανε και τη δράση των μαυραγοριτών: «Μικροί μεγάλοι γίνανε/ μαυραγορίτες όλοι/ κι αφήσαν όλο τον ντουνιά/ με δίχως πορτοφόλι/  Πουλήσαμε τα σπίτια μας/ και τα υπάρχοντά μας/ για δυο ελιές κι ένα ψωμί/ να φάνε τα παιδιά μας».
Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη κλείνει μέσα της όλη την τραγική εκείνη περίοδο. «Ο,τι είχα μέσα μου και ό,τι έκρυβα από τα θλιβερά γεγονότα που ζούσα», έλεγε ο ίδιος, «τα είπα με το τραγούδι μου αυτό», που είχε αρχικό τίτλο «Ματωμένη Κυριακή». «Διότι εκείνη τη βαριά χειμωνιάτικη νύχτα μιας Κυριακής, είδα με τα μάτια μου τον θάνατο ενός παλικαριού. Μάτωσε η καρδιά μου και εγώ με τη σειρά μου μάτωσα το τραγούδι».
Ομως και η Αντίσταση είχε το δικό της μεγάλο ρεπερτόριο, είτε αναφερόταν στον Αρη Βελουχιώτη και τους αντάρτες του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ είτε στον Ναπολέοντα Ζέρβα και τον ΕΔΕΣ.
Η απελευθέρωση έφερε σε πολλούς όνειρα για μια νέα αρχή και σε άλλους προβλήματα. «Η ζωή ξαναρχίζει για μας πιο χαρούμενη τώρα», τραγουδούσε η Κάκια Μένδρη, όμως οι Βαμβακάρης, Γενίτσαρης κ.ά. δίνουν μια διαφορετική εικόνα: «Ερχότανε μια παρέα, σου έλεγε παίξε «ΕΛΑΣ- ΕΛΑΣ για την πατρίδα", ερχόταν η άλλη και σου έλεγε παίξε «Ζέρβα σε θέλει ο βασιλιάς"».
Η λογοκρισία χειρότερη από πριν, και για δισκογράφηση ούτε λόγος. Εκτός αν πήγαινε διά της πλαγίας οδού. «Απ’ τη μάνα μου διωγμένος» τραγουδούσε ο Τσιτσάνης με τον Βαμβακάρη, όμως το «Κάποια μάνα αναστενάζει», που έγραψε ο πρώτος με τον Μπακάλη, απαγορεύτηκε ένα μήνα από την κυκλοφορία του, και το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Απόστολου Καλδάρα πέρασε από τη λογοκρισία μόνο όταν άλλαξαν κάποιοι στίχοι.
Στο μεταξύ, η χώρα αρχίζει να φλερτάρει με την επιθυμία για καλοπέραση, φυγή, τα αρχοντορεμπέτικα, τη νέα τάξη. «Είμαι η γυναίκα η μοντέρνα που ψηφίζω/ γλεντώ στα κέντρα, πίνω ουίσκι και καπνίζω» τραγουδά η Μαρίκα Νίκου το 1949.
Στην ατμόσφαιρα αυτής της δεκαετίας και η μουσική σκηνή «1002 Νύχτες» στου Ψυρρή, που ετοιμάζει για την Κυριακή (27/10) τα ρεμπέτικα της δεκαετίας του '40. Η Ελλάδα στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής αλλά και του εμφυλίου πολέμου, μέσα από τους: Σωτήρη Παπατραγιάννη, Δημήτρη Κρανίδα, Αντώνη Ξηντάρη, Θοδωρή Ξηντάρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου