Ο ΟΡΓΑΝΟΠΑΙΧΤΗΣ ΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ.

ΜΗΤΣΟΣ ΧΙΝΤΖΟΣ

 


Με αφορμή τα γραφόμενα στην ομάδα του κοινωνικού δικτύου "Φατσοβιβλίο" με τίτλο "
ΓΙΑ ΜΙΑ ΗΡΑΚΛΕΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΑΥΡΙΟ", αλλά και μια εκπομπή της ΕΡΤ στην Βόρειο Ελλάδα γύρισα πίσω αρκετές δεκαετίες τότε που τα σπίτια ήταν ανοικτά και τα κλειδιά στην πόρτα και μ' ένα σφύριγμα του Ζουρνά αρκούσε για να γίνει ένα πανηγύρι - αυτοσχέδιο - αλλά πανηγύρι. Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι. 

Η ΕΡΤ στη Βόρεια Ελλάδα (πατήστε εδώ να δείτε την εκπομπή) από το αρχείο της Δημόσιας Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης. (ΝΕΡΙΤ)
Τότε η τηλεόραση δεν ερχόταν για να δείξει τα στραβά κι ανάποδα!

Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ-οδοιπορικό της σειράς Η ΕΡΤ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΟ ΕΛΛΑΔΑ που προβάλλει την πόλη των ΣΕΡΡΩΝ και την τοπική μουσική παράδοση, όπως εκφράζεται στις γιορτές και στα πανηγύρια μέσα από το ζουρνά. Στη συνέντευξη του οργανοπαίχτη ΜΗΤΣΟΥ ΧΙΝΤΖΟΥ, μοιραζόμαστε τις αναμνήσεις του από τη μακροχρόνια ενασχόλησή του με το ζουρνά. Επίσης, εναλλάσσονται πλάνα από παραδοσιακά γλέντια σε γειτονιές των ΣΕΡΡΩΝ, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία κεφιού κατέχει ο ζουρνάς.
Πλάνα από δρόμους της ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ του νομού ΣΕΡΡΩΝ. Ο αφηγητής δίνει κάποια στοιχεία για την πόλη και κάνει μία μικρή εισαγωγή για το θέμα που θα παρακολουθήσουμε.
Πλάνα από ηλικιωμένο να παίζει ζουρνά στο κέντρο του χορευτικού κύκλου όπου χορεύουν ΓΚΑΪΝΤΑ ΒΑΣΙ.
Πλάνα από δρόμους της ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ. Στη συνέχεια, το πλάνο επανέρχεται στο ζουρνατζή και στους χορευτές.
Πλάνα από το αυτοσχέδιο παραδοσιακό πανηγύρι με τον ζουρνατζή να παίζει και τους χορευτές.
Πλάνα από λασπωμένο δρόμο, όπου ο ζουρνατζής ΜΗΤΣΟΣ ΧΙΝΤΖΟΣ κάνει ποδήλατο. Στη συνέχεια, ο ίδιος μιλάει για τη ζωή του και για το πώς ξεκίνησε να παίζει ζουρνά.
Εναλλάσσονται ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τη ζωή του ΜΗΤΣΟΥ ΧΙΝΤΖΟΥ καθώς ο ίδιος μιλάει για τα πρώτα του βήματα στη μουσική, τη χρήση του ζουρνά και τη μετέπειτα πορεία του.
Εναλλάσσονται ασπρόμαυρες φωτογραφίες από την καλλιτεχνική πορεία του ΜΗΤΣΟΥ ΧΙΝΤΖΟΥ καθώς ακούμε τον ίδιο να αναφέρεται στην αγάπη του για τις σπουδές που ποτέ δεν έκανε. 
Παρακολουθούμε πλάνα από τον ΜΗΤΣΟ ΧΙΝΤΖΟ να παίζει ζουρνά και χορευτές να χορεύουν γύρω του, ενώ ο αφηγητής δίνει πληροφορίες για τον μουσικό. Στη συνέχεια, ο μουσικός εκφράζει την επιθυμία του να δείξει την τέχνη του σε νεότερους. 
Ο ΜΗΤΣΟΣ ΧΙΝΤΖΟΣ μιλάει για το μουσικό όργανο που παίζει, το ζουρνά. Αναφέρεται στη κατασκευή του, στον τρόπο παιξίματος, καθώς και στη μέθοδο της τεχνικής αναπνοής, κατά την οποία παίρνει ανάσα χωρίς να ανοίξει το στόμα του και χωρίς να διακοπεί ο ήχος του οργάνου. 
Πλάνα από την πλατεία του χωριού ΗΡΑΚΛΕΙΑ, στην οποία ο ζουρνατζής ΜΗΤΣΟΣ ΧΙΝΤΖΟΣ παίζει τσιφτετέλι. Χορεύουν γυναίκες από την τσιγάνικη γειτονιά της πόλης.

 
Πλάνα από τον ΜΗΤΣΟ ΧΙΝΤΖΟ να περπατάει με τον νταουλιέρη σε δρόμο της ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ. Στη συνέχεια, ανεβαίνει σε ποδήλατο και απομακρύνεται. Πλάνο στον οργανοπαίχτη καθώς μπαίνει στο σπίτι του. 
Πλάνο από τον ΜΗΤΣΟ ΧΙΝΤΖΟ καθώς βγαίνει από το σπίτι του, φορώντας τη στολή του διευθυντή της φιλαρμονικής της ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ. Στη συνέχεια, ανεβαίνει στο ποδήλατό του. 
Παρακολουθούμε πλάνα από τη φιλαρμονική της ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ να παίζει στους δρόμους της πόλης με τη συνοδεία του ΜΗΤΣΟΥ ΧΙΝΤΖΟΥ. 
Η κάμερα απομακρύνεται από τη φιλαρμονική, αλλά συνεχίζει να βρίσκεται σε δρόμο της ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ. Ακούγεται παραδοσιακός σκοπός με ζουρνά.



Δημιουργός Παραγωγή: ΕΡΤ ΑΕ Συντελεστές Διεύθυνση Παραγωγής: ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Σκηνοθέτης: ΜΑΝΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ Μουσικός επιμελητής: ΑΙΜΙΛΙΑ ΡΟΔΗ Διευθυντής Φωτογραφίας: ΛΑΚΗΣ ΚΑΛΥΒΑΣ Μοντέρ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΡΙΑΡΑΚΗΣ Ηχολήπτης: ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΑΤΕΛΗΣ Μίξη Ήχου: ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΑΤΕΛΗΣ
Μοντάζ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΡΙΑΡΑΚΗΣ Βοηθός οπερατέρ: Φ. ΜΗΤΣΙΑΚΗΣ Μπούμαν: Γ. ΤΣΙΚΝΗΣ
Ηλεκτρολόγος: Γ. ΧΟΥΓΙΑΣ Τρικέζα: ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΕΤΑΣ Επιμέλεια παραγωγής: ΑΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ
Δικαιώματα ΕΡΤ ΑΕ Διάρκεια 00:25:32:00 Φορμά, Φυσικά & Τεχνικά Χαρακτηριστικά Πρωτότυπο Μέσο: ΦΙΛΜ Εικόνα: ΕΓΧΡΩΜΗ Χρηματοδότηση Ψηφιοποίησης/Τεκμηρίωσης ΚΟΙΝΩΝΙΑ της ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ, Πρόσκληση 65 Τελευταία ενημέρωση Τετάρτη, 4 Νοεμβρίου 2009


Η Αυτοβιογραφία του: Γεννήθηκα το ‘10 (1910) και είμαι το μόνο παιδί στην οικογένεια. Το 1916-17 είχαμε τον ευρωπαϊκό πόλεμο. Τότε φύγαμε και πήγαμε στη Σερβία, στο Ποζάροβιτς. Εκεί καθίσαμε δύο χρόνια και το ΄19 γυρίσαμε. Εκεί είχα μια φλογέρα από καλάμι και έπαιζα. Μ’ αυτήν συνέχισα εδώ μέχρι το ΄21-΄22.

Τότε πρωτόπιασα το ζουρνά και άρχισα να μαθαίνω. Στην αρχή έμαθα την τεχνική αναπνοή, (εννοεί την κυκλική αναπνοή δηλαδή: παίρνει αναπνοή από τη μύτη την ώρα που φυσάει τον αέρα πού ’χει μαζέψει στο στόμα με φουσκωμένα μάγουλα και έτσι βγαίνει ένας συνεχής ήχός, χωρίς διακοπές για ανάσα). Έτσι το ’22 ήμουν έτοιμος πια, και με πήρε ο πατέρας μου (Νικόλαος Χίτζος και αυτός ζουρνατζής) μαζί του, στους γάμους και στα πανηγύρια, όπου πήγαινε. Μετά από δύο-τρία χρόνια, όταν έγινα δεκαπέντε χρονώ, πήρα εγώ την αρχηγία. Τότε έφυγαν και οι Τούρκοι νταουλτζήδες (γύρω στο ’25). Πριν φύγουν είχαμε συνήθως Τούρκους στο νταούλι και μεις παίζαμε ζουρνάδες. Αφού έφυγαν όμως, μείναμε χωρίς νταούλι και επειδή δεν έπαιζε κανένας άλλος καλύτερα από μένα, το πήρα εγώ, μέχρι να βρούμε ή να μάθουμε κάποιον άλλο. Αυτό το έκανα ένα χρόνο. Αλλά εγώ είχα μεράκι για ζουρνά. Γι’ αυτό είπα στον πατέρα μου ή θα παίζω ζουρνά ή θα φύγω να κάνω δική μου κομπανία. Έτσι βρήκαμε κάποιον άλλο για το νταούλι και εγώ συνέχισα στο ζουρνά, μαζί με τον πατέρα μου.
 Το ’28 όμως, έφερε η κοινότητα μουσικά όργανα (ευρωπαϊκά). Τα περισσότερα ήτανε έγχορδα, (μαντολίνα, κιθάρες, βιολιά) αλλά είχε και  δύο φλάουτα. Εγώ πήρα φλάουτο. Θα με βοηθούσε στο ζουρνά για . Μάθαμε τότε θεωρία μουσικής στον πίνακα.
  Το ’33 κατατάχθηκα στο στρατό, υπερέτησα στις Σέρρες. Μετά από δέκα μέρες όμως με αποσπάσανε στη στρατιωτική μουσική. Όταν απολύθηκα, έπαιζα σε ορχήστρες με το φλάουτο και με το ζουρνά στους γάμους.
  Πιο πριν, το ’31 είχα ηχογραφήσει τους πρώτους μου δίσκους. Με πήραν στην Αθήνα, είχαν  φέρει και κάποιον Χαφούς Γιουσούφ από την Ξάνθη για να τραγουδάει, είχαν και τον Τομπούζη ούτ (ούτι) και άλλους σπουδαίους, όπως τον Σαλονικιό τον Ογδοντάκη, το Σκαρβέλη στην κιθάρα, τον Νταλκά κ.α. και έγραψα οχτώ-εννιά τραγούδια μαζί τους. Τσιφτετέλια, καρσιλαμάδες, αμανέδες... Ο Γιουσούφ τραγουδούσε τούρκικα. Τότε όλος ο κόσμος άκουγε τέτοια τραγούδια. Προ παντός το Παγγαίο (τα χωριά στους πρόποδες του Παγγαίου). Εκεί ακόμη και τώρα μας αγαπούν όταν πάμε με τους ζουρνάδες. Εκεί και στη Χαλκιδική νιώθουν τη μουσική, γιατί τραγουδούν κιόλας οι ίδιοι και είναι πολύ χουβαρντάδες.
  Το ’40 ήρθε ο πόλεμος και το ’42 με πήραν οι Βούλγαροι όμηρο στα τάγματα εργασίας. Χίλια τριακόσια άτομα. Εκεί χώριζαν τέχνες και ‘γω σαν μουσικός πήγα στη Βουλγαρική πάντα. Δύο χρόνια (‘42-’43) ήμουνα εκεί και είχα όλο τον καιρό να διαβάσω (φλάουτο). Ήξερα ότι από το όργανο θα ζήσω, και μιας και βρήκα ευκαιρία διάβαζα. «θα μου χρειαστεί αύριο’ έλεγα. Πράγματι εκεί έμαθα θεωρία καλή και έτσι μπορώ και γράφω σήμερα (μουσική), να νοτάρω (να γράφω σε νότες αυτό που ακούω). Αφού εγύρισα πίσω, συνέχισα σαν μουσικός και τόσα χρόνια δεν φανταζόταν η Τζουμαγιά ότι θα μπορούσα να γίνω αρχιμουσικός, όπως είμαι σήμερα.
Είχαν φέρει λοιπόν ένα καλό μουσικοδιδάσκαλο στη φιλαρμονική, διπλωματούχο. Αργούσε όμως πολύ να τους προχωρήσει, για να περνούν οι μήνες έτσι και να παίρνει λεφτά. Γι’ αυτό τον διώξαν και από το ’72 μέχρι σήμερα είμαι εγώ, που τους μαθαίνω όργανο και θεωρία μαζί. Βέβαια οι περισσότεροι είναι μαθητές του σχολείου και μόλις τελειώσουν, φεύγουν. Παρ’ όλα αυτά έχουμε καλή μπάντα με χάλκινα και ξύλινα (όργανα). Παράλληλα όμως, παρ’ όλα τα  73 μου χρόνια, ακόμη πηγαίνω και παίζω ζουρνά. Περισσότερο (σε πιο προχωρημένη ηλικία) από τον πατέρα μου. Αυτός πέθανε το ’61 (82 χρονών) και είχε σταματήσει να παίζει από το ’51 δηλαδή 72 χρονών, αφού έπαιζε για 55 χρόνια. Εγώ όμως συνεχίζω. Μόνο που διαλέγω δουλειές τώρα. Να μην ανεβαίνω π.χ. στα κατσάβραχα παίζοντας, γιατί κουράζομαι. Βλέπεις είμαι 60 χρόνια στη δουλειά. Τώρα προτιμάω να παγαίνω σε γάμους. Παίρνω και ένα νεαρό ζουρνατζή μαζί μου για να με βοηθάει. Σε άλλα σημεία παίζουμε τα ίδια και σε άλλα με ακομπανιάρει (κρατώντας κατά κάποιο τρόπο, ένα ίσο, με τους κύριους τόνους του δρόμου), ιδιαίτερα στα αργά, τους αμανέδες και τα ταξίμια. Όταν παίζουμε τα ίδια δεν ταιριάζουμε απόλυτα, γιατί άλλη η τέχνη του ενός και διαφορετική του άλλου. Όταν πρόκειται για δουλειά όμως τα ταιριάζουμε. Εκτός αυτού όλοι οι ζουρνατζήδες της Τζουμαγιάς που ζουν σήμερα, (30 με 35 ζουρνατζήδες), έχουν περάσει από μένα και έχουν μάθει κοντά μου. Και έτσι μπορούμε και ταιριάζουμε εύκολα.
  Εδώ στην περιοχή μας πάντα παίζαμε ένα νταούλι και δύο ζουρνάδες. Ένας πριμαδόρος στη μελωδία και ένας μπασαδόρος στο ισοκράτημα (συνήθως της τονικής), ή και με παράλληλη μελωδία σε μερικά περάσματα. Μερικές φορές χρησιμοποιούσαμε ‘νταρμπούκα’ (τουμπελίκι), όπως τη λέμε εδώ. Δύο χάλκινα από αυτά (τα κρουστά), ένα βαθύ και ένα ψιλό, που τα χτυπούσαν με ξυλάκια. Σχεδόν μέχρι πριν από δέκα χρόνια τα δουλεύαμε, ιδίως για επιτραπέζια γλέντια (σε κλειστούς σχετικά χώρους), επειδή το νταούλι είναι πολύ δυνατό και βουίζει. Παλιά θυμάμαι υπήρχε και τραγούδι μαζί με το ζουρνά. Τώρα σταμάτησε πια. Αλλά και άλλα πράγματα έχουν αλλάξει σήμερα. Να, ο κόσμος δεν κάνει (συνεχίζει) πια και τη Δευτέρα γάμο. Τώρα κάνει γάμο (έχει όργανα) ή Σάββατο βράδυ ή Κυριακή. Παλαιά ήτανε Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα και φεύγαμε Τρίτη πρωί. Βέβαια, εδώ το κρατάμε τέσσερις μέρες και την παραμονή (Πέμπτη βράδυ) πέντε. Και είχε διαφορετικό τραγούδι για κάθε περίπτωση. Άλλο όταν πηγαίναμε να πάρουμε τη νύφη να την πάμε στην εκκλησία (΄Σήκω και μη κοιμάσαι’), άλλα 9’Εκκλησιαστικά’) στο προαύλιο της εκκλησίας, άλλα στο δρόμο για το σπίτι και ούτω καθεξής. Πιο πολλά τραγούδια, για τις διάφορες στιγμές του γάμου, έχουνε οι πρόσφυγες, ιδίως οι Πόντιοι. Μας παίρνουν καμιά φορά στους γάμους τους, αλλά δεν τους ευχαριστούμε εμείς, όπως ο κεμεντζές (ποντιακή λύρα). Ενώ τους Θρακιώτες τους ευχαριστούμε περισσότερο. Οι πιο πολλοί πρόσφυγες όμως ήρθαν από την Μικρά Ασία το ‘24-‘225. Τα τραγούδια και οι χοροί τους ήταν σαν τα δικά μας και έτσι δεν δυσκολευτήκαμε να τα μάθουμε και να τα παίζουμε. Είχαν καρσιλαμάδες, τσιφτετέλια, συρτά, αργά ζεϊμπέκικα και τέτοια. Και μας προτιμούσαν εμάς. Γιατί ο ζουρνάς (ύφος παιξίματος) που βρίσκεται εδώ στην ηράκλεια μας (Τζουμαγιά) δεν υπάρχει ούτε στην υπόλοιπη Ελλάδα, ούτε στην Τουρκία, ούτε στα βάθη της Ασίας, πουθενά. Έχω συναντήσει πολλούς καλούς ζουρνατζήδες (οργανοπαίχτες) στα φεστιβάλ της Ευρώπης. Αλλά ποτέ δεν έχω δει αυτόν το χειρισμό, αυτό το παίξιμο. Εμείς κάνουμε περισσότερους δαχτυλισμούς και πιασίματα, που δεν τα κάνουν ποτέ αυτοί και βγάζουμε περισσότερες υποδιαιρέσεις του τόνου. Εμείς μπορούμε να παίξουμε τα δικά τους, αυτοί όμως δεν μπορούν να κάνουν το δικό μας παίξιμο. Εγώ βέβαια, επειδή ξέρω και φλάουτο και διαβάζω μουσική, έχω γράψει τι φωνή (τόνος) είναι το κάθε πιάσιμο και μπορώ να παίξω και άλλα τραγούδια.
  Μετά το ‘28 που έμαθα και ευρωπαϊκή μουσική, έβαλα μέσα στο ζουρνά ταγκό, βαλς και τέτοια και τα αγάπησε ο κόσμος. Το κάναμε όμως για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Βέβαια ο ζουρνάς είναι παραδοσιακό όργανο και είναι φτιαγμένος να παίζει τη δική μας μουσική. Άμα είσαι Τεχνίτης όμως, μπορείς να παίζεις και ευρωπαϊκά. Οπότε στις χοροεσπερίδες, παίζεις και μια σειρά από τέτοια τραγούδια. Δίνεις ποικιλία και σε ζητούν περισσότερο. Ο κόσμος βέβαια άρχισε να τα ζητάει αυτά (τα ευρωπαϊκά), από τότε που βγήκαν οι πλάκες (δίσκοι) με τα χωνιά (γραμμόφωνα), και έμαθε πως μπορούμε να τα παίξουμε και μείς. Τραγούδια σαν τη ‘Ριρίκα’ τη ‘Ρεζεντά κ.α. Τώρα ζητάνε άλλα τραγούδια τα γλέντια και στα πανηγύρια που κρατάνε δυό και τρεις μέρες. Ο κόσμος έχει αρχίσει και ζητάει αυτά τα νέα δημοτικά, που δεν είναι δημοτικά. Εγώ σαν πιο μεγάλος δεν τα πολυπαίζω. Αλλά οι νεότεροι τα παίζουν. Σταματάν τα παλιά. Αλλά το ζουρνά τον ζητάν και στα καινούργια. Η ουσία του ζουρνά όμως είναι να παίζει τα παλιά, τότε έχει καλή απόδοση. Εγώ ξέρω εκατοντάδες από αυτά. Οι νέοι όμως που έχουν βγει τώρα δεν τα ξέρουν και ο κόσμος τα ξέχασε και δεν τα ζητάει πια. Οι γερόντοι πέθαναν,. Και άμα παίζω κανένα πολύ παλαιό, ο νταουλτζής μπορεί να μην ξέρει να το κτυπάει και ο κόσμος δεν ξέρει να το χορέψει. Πολλές φορές συμβαίνει κάποιος σχετικά νεότερος (30-40 χρονών) να ζητήσει ένα παλιό τραγούδι, αλλά να μην ξέρει να το χορέψει. Χάνονται σιγά σιγά οι παλιοί χοροί. Στα χωριά κρατάνε κάπως περισσότερο. Όλη αυτή η αλλαγή έγινε από τότε που μπήκαν τα μπουζούκια και όσο πάει χειροτερεύει η κατάσταση. Και μαζί με αυτά αλλάξαν και τα ποτά που πίνουν. Παλιά έπιναν ούζο και κόκκινο κρασί. Μετά άρχισαν να πίνουν ρετσίνα και κρασί σε μπουκάλια και τώρα τελευταία έχουν φύγει όλα αυτά και πίνουν όλο μπύρα ή ακόμη και ουίσκι. Όλο ευρωπαϊκά ποτά.(!) Όλα αλλάζουν, ‘όπως και γω. Όταν ήμουν νέος μπορούσα να παίζω δέκα ώρες συνέχεια χωρίς αναπνοή. Τώρα γέρασα. Στις δύο ώρες συνέχεια χρειάζονται πέντε-δέκα λεπτά αναπνοή για να συνεχίσω για μια-δυό ώρες και ξανά αναπνοή για να συνεχίσω(!). Παλιότερα, μόλις στεφάνωναν την νύφη έβγαιναν στο αλώνι. Από το μεσημέρι μέχρι να πέσει ο ήλιος συνέχεια να παίζεις και να γυρνάν μαζί με αυτούς που χόρευαν. Τώρα άλλαξαν οι καιροί, έφυγαν εκείνες οι συνθήκες. Βλέπεις τώρα σταματούν μόνοι τους. ‘‘Κόψτο λιγάκι, πολύ μας κούρασες!’’, μου λένε. «Μα άμα θέλω να ξεκουραστώ, κάθομαι σπίτι μου», τους λέω. Γιατί την ώρα που χορεύει η νύφη, πέφτουν λεφτά. Σταματώ μόνο λίγο να ανάψω ένα τσιγάρο για να κάψω το καλάμι στην άκρη. Γιατί άμα μουσκεύει δεν βγάζει ψηλές φωνές και με το κάψιμο του δίνω λίγο ζωή. Πρέπει λοιπόν να ξέρεις πολύ καλά πότε θα παίζεις συνέχεια, πότε μπορείς να σταματήσεις και τα καμώματα του κόσμου για να βγάλεις πιο πολλά. Αλλά οι περισσότεροι ζουρνατζήδες από παλιά δεν μπορούσαν να ζήσουν μόνο με το όργανο, γι’ αυτό είχαν και κάνα μικρό χωραφάκι, όπως και σήμερα εξάλλου. Ποτέ όμως δεν είχαν ζώα. Τον παλιό καιρό ο κόσμος είχε σε υπόληψη μόνο τους καλούς οργανοπαίχτες, ενώ τώρα είναι καλύτερα για όλους, ας είμαστε και περισσότεροι. Σήμερα δεν θεωρείται παρακατιανός ένας μουσικός, όπως εγινόταν παλιότερα. Τότε ο κόσμος ήταν πιο άγριος. Αλλά στις γιορτές το όργανο ήταν πάντα  μπροστά. ¨όπως επίσης βγαίναμε για κάλαντα με τους ζουρνάδες τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Τον παλιό καιρό έβγαιναν στα χωριά και των Φώτων. Του Λαζάρου βγαίνουν μόνο τα κορίτσια. Ντύνονται «Λαζαρίνκες» με παντελές και κόκκινα παπούτσια και γυρίζουν τα σπίτια λέγοντας τρία-τέσσερα τραγούδια της ημέρας, όπως το «Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι». Πάντα , όμως θυμάμαι τα κάλαντα τα έλεγαν μικρά παιδιά και κορίτσια μέχρι 15-16 χρονών. Ποτέ μεγάλοι. Μόνον όσοι έπαιζαν το ζουρνά και το νταούλι. Βέβαια είμαστε λίγοι τότε. Καμιά δεκαριά.
Τους ζουρνάδες μας τους έφτιαχναν οι Τούρκοι, πριν φύγουν από την περιοχή. Με ξύλο από βερικοκιά (το καλύτερο για αυτή την δουλειά), από καρυδιά αλλά και από διάφορα άλλα ξύλα. Τώρα τους φτιάχνω μόνος μου. Πρέπει να βρω όμως ξύλο καλό, γερό και να μην έχει ρόζους. Τρυπιέται πρώτα το ξύλο με δεκαοχτάρα ή δεκαεξάρα τρύπα (η κύρια κατά μήκος του οργάνου σωλήνωση με διάμετρο 16 ή 18 χιλιοστά) και μετά το δίνω στον τόρνο μαζί με το σχέδιο που θέλω να μου φτιάξει εξωτερικά. Παλαιότερα το δουλεύαμε το ξύλο εξωτερικά με σκεπάρνι και την τρύπα την κάναμε με αρίδι (χειροκίνητο τρυπάνι ξύλου). Στον τόρνο λοιπόν αφήνουμε τρία-τέσσερα χιλιοστά πάχος στα τοιχώματα και  μετά τον κουρντίζουμε. Στην αρχή κάνουμε τις τρύπες μικρές και σιγά-σιγά τις μεγαλώνουμε, μέχρι να έρθει στη φωνή του παλιού ζουρνά, που τον χρησιμοποιούμε σαν βάση. Μόνο με το παίξιμο βλέπουμε αν είναι εντάξει ή αν θέλει λίγο άνοιγμα ακόμη ή λίγο κλείσιμο κάποια τρύπα, που την μικραίνουμε με κερί. Γιατί ο ζουρνάς χρειάζεται δέκα-δεκαπέντε λεπτά παίξιμο για να ζεσταθεί πρώτα, να τραβήξει τα χνώτα, να μαλακώσει η φωνή του, και έτσι να καταλάβεις τι παίζει. Ένα άλλο σπουδαίο πράγμα για το όργανο είναι το καλαμάκι (το διπλό γλωσσίδι). Καλάμια μαζεύουμε από τους βάλτους, τα αυλάκια και τις λίμνες. Ξέρουμε που έχει καλή ποιότητα. Τα μαζεύουμε το χειμώνα, από το Δεκέμβρη μέχρι τις Απόκριες. Άμα βγουν τα καινούργια, σαπίζουν τα παλιά και δεν κάνουν πια γι’ αυτή τη δουλειά. Όλα αυτά πρέπει να τα ξέρει πολύ καλά ο ζουρνατζής και τα μαθαίνει σιγά-σιγά από τους παλιότερους. Εγώ, εδώ και δέκα χρόνια έχω αναλάβει τη μουσικά (μπάντα) της Τζουμαγιάς. Δεν έχω βάλει το ζουρνά όμως μέσα, γιατί αυτό το όργανο μαθαίνεται πρακτικά. Όποιος θέλει έρχεται σε μένα για να τον μάθω. Και όταν βγει και γίνει μάστορας, τότε μαθαίνει τον αδελφό του και έτσι πληθύνονται πραχτικά. Ο άνθρωπος που έχει κλίση στο όργανο φαίνεται. Αφού μάθει την Τεχνική (κυκλική) αναπνοή και το χειρισμό, σε οχτώ-δέκα μήνες είναι έτοιμος και πάει δεύτερος (σαν δεύτερος ζουρνάς σε κομπανία). Μετά από κάνα-δύο χρόνια μπορεί να βγει και να παίζει σαν πρώτος (ζουρνάς). Έρχονται και τώρα κάτι παιδιά και τους μαθαίνω ζουρνά και νταούλι. Αλλά και αυτοί που έχω βγάλει πριν από 15-20 χρόνια μαθαίνουν τους νεότερους. Εγώ μια μέρα θα φύγω, αλλά υπάρχουν αυτοί που θα συνεχίσουν. Βέβαια αυτοί δεν ξέρουν μουσική και δεν έχουν το δικό μου χρωματισμό. Δεν ξέρω αν δεν είχα μάθει μουσική (ευρωπαϊκή) αν θα είχα φτάσει εδώ που είμαι. Νομίζω όμως πως από τότε που έμαθα μουσική καλυτέρευσα την Τεχνική μου και στη γλώσσα και στα δάχτυλα. Αυτό το παίξιμο το πήραν οι ζουρνατζήδες στη Γουμένιτσα (Ηγουμενίτσα) και στη Νάουσα, που πήγα και μ’ άκουσαν. Γιατί αν δύο ζουρνατζήδες παίξουν το ίδιο αργό καθιστικό τραγούδι, θα βγάλουν την ίδια μελωδία, αλλά άλλη «τέχνη» θάχει ο ένας και άλλη ο άλλος. Ενώ αυτοί με παρατήρησαν καλά και πήραν την Τεχνική μου. Όπως και κατά κάποιο τρόπο οι μαθητές μου. Αυτό είναι καλό, γιατί εγώ μια μέρα θα φύγω και αυτά τα πράγματα πρέπει να μείνουν, να μη χαθούν..
Πέθανε το 1996. πηγή http://lalia.gr/

Σχόλια