του Μιχάλη Σωτηρίου
Αν με ρωτήσετε να σας πώ ποιά είναι τα δέκα καλύτερα ελληνικά τραγούδια όλων των εποχών που προτιμώ ν’ακούω, θα σας πρότεινα στην πρώτη πεντάδα ένα δημώδες, αυτό με τους παρακάτω στίχους:
Ποταμέ, τζάνεμ ποταμέ μου, βαι βαι, ποταμέ μου όταν γιομίζεις και βαρείς και κυματίζεις πάρε με τζάνεμ ποταμέ μου, πάρε με, πάρε με στα κύματα σου, στα κλωθογυρίσματά σου…
Είναι ένας ύμνος στα νερά των ποταμών και την αρμονική σχέση των ανθρώπων μαζί τους. Ένα τραγούδι με ρίζες στη Μικρασία, που όμως τραγουδιέται σε όλη την Ελλάδα, με τοπικές μικροπαραλλαγές στους στίχους και στο ερμηνευτικό ύφος. Έχω ακούσει περί τις δυό δεκάδες σημαντικές εγγραφές ερμηνειών από παλαιότερους και πιο σύγχρονους ερμηνευτές. Κι αν θέλετε να μοιραστούμε τις πιο εκφραστικές, θα σας πρότεινα αυτή με το Ματθαίο Φελώνη ή αυτή της Ρίτας Αμπατζή, της Βίκυς Μοσχολιού στο Λυκαβητό, της Ειρήνης Παππά, του πολυεθνικού Τrio Tzane, του ρεμπέτη Παναγιώτη Μιχαλόπουλου, του Παναγιώτη Μυλωνά και την ερασιτεχνική εγγραφή του Χορευτικού Εργαστηριού Νέας Ιωνίας στο Βώλακα της Δράμας.
***
Ποταμός θεός είναι και ο Στρυμόνας , θεός που ευλογεί και κάμποσες φορές τιμωρεί όταν φουσκώνει από τα κρίματα μας. Τζάνεμ, λέξη περσική με τρυφερή σημασία, που πέρασε στην τουρκική και σημαίνει «ψυχούλα μου, καρδούλα μου».
Ποταμός τζάνεμ , λοιπόν, ο Στρυμόνας που κυλά ανάμεσα στην Αμφίπολη και το υπό ανασκαφή ταφικό μακεδονικό μνημείο. Ένα μνημείο που έχει εξάψει πρόωρα τον ενθουσιασμό, την προσδοκία, την φαντασία σε πανελλαδικό και παγκόσμιο επίπεδο. Βέβαια, αυτό συμβαίνει εν μέρει, γιατί είναι φυσική και δικαιολογημένη η εσωτερική επιθυμία να συμμετέχουμε, να νοιώσουμε ότι είμαστε εκεί με τους επιφανείς προγόνους, να αμβλύνουμε τη δυσφορία μας απέναντι στο θάνατο.
Η πρόοδος των εργασιών φέρνει σιγά-σιγά στο φώς μια κατασκευή με ιδιαίτερα υψηλή αισθητική, διακοσμημένη με υβριδικά, για την εποχή του μνημείου, τεχνικά και καλλιτεχνικά στοιχεία. Μοναδική ,είπαν οι αρχαιολόγοι κι άρχισαν αμέσως τα προγνωστικά για το ποιοι είναι θαμμένοι εκεί μέσα. Δε μπαίνω στον πειρασμό να κάνω και την προσωπική μου υπόθεση για το ποιοι επιφανείς μακεδόνες φιλοξενήθηκαν ή φιλοξενούνται, αφού, δεν είμαι ούτε κάν ερασιτέχνης ιστορικός ή αρχαιολόγος. Φτάνει που ο Στρυμόνας θα γαληνέψει για κάποια χρόνια αντικρίζοντας την ομορφιά του μνημείου.
***
Θα σας πώ μια παλιά ιστορία που δε γνωρίζετε, απλά γιατί είναι πλάσμα φαντασίας, καθώς και μια πραγματική, με στοιχεία που, αιώνες τώρα, είναι γραμμένα, σκιαγραφώντας τον άνθρωπο που μπορεί να εμπνεύστηκε και να παρήγγειλε αυτό το ιδιαίτερα μοναδικό μνημείο .
***
Κάπου εκεί στα τέλη του τέταρτου αιώνα πρίν την έλευση του Χριστού συνέβη κάτι μοναδικό. Μια βασίλισσα και μάνα,πιο έξω απ’την Αμφίπολη, εκεί στην όχθη του Στρυμόνα, βλέποντας στις εκβολές του μια ανθοστόλιστη βάρκα, φώναξε τραγουδιστά:
-Άσπρη βαρκούλα του ψαρά γιατ’είσαι στολισμένη,
-Με στόλισε η μάνα μου στη μαύρη γής με στέλνει,
μη με σκεπάζεις ουρανέ, μη με πλακώνεις χώμα…
-Ποιος ουρανός ,ποια θάλασσα, ποια βρύση δε θολώνει,
ποια μάνα χάνει το παιδί, η λύπη δε τη λειώνει..
Τότε συνέβηκε το φοβερό. Κλωθογύρισαν τα νερά της θάλασσας κεί που σμίγουν με τον ποταμό κι έφτασε, άγνωστο πώς, με βιασύνη και ταραχή μια γοργόνα απ’ αυτές που ζούσαν στη Μαύρη Θάλασσα:
-Ο βασιλιάς Αλέξανδρος απέθανε για ζεί;
Η βασίλισσα έχασε τα λόγια της κι απάντησε:
-Τον έχασα το βασιλιά, έχασα τον καλό μου στής Βαβυλώνας τα χρυσοστόλιστα παλάτια, κι εδώ περνώ τις ώρες μου, μακριά από τα παλάτια Ασίας και Μακεδονίας.
Τότες, φουρτούνα ξαφνική εσηκώθη, δυό λαμπερά αστέρια από τον ουρανό πέσαν στον απέναντι λόφο. Και σείς γνωρίζετε τι έγινε. Είναι γνωστό πώς ο Μεγαλέξανδρος άφησε μια επιθυμία που δε τη σεβάστηκαν οι στρατηγοί του. Ο καθένας ήθελε, όπως είναι χαρακτηριστικό στον τόπο μας, να γίνει Αλέξανδρος. Τα αποτελέσματα του διχασμού γνωστά στους Έλληνες, τόσους αιώνες παθαίνουμε και δεν μαθαίνουμε.
***Ο Αντίγονος με το παρατσούκλι Κύκλωπας, στρατηγός του Αλεξάνδρου, μετά το θάνατο αυτού ανέλαβε σατράπης Βαβυλώνος, Παμφυλίας και Λυκίας. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο χαρακτηριζόταν βαρύς, υπερόπτης, τραχύς στα λόγια και στα έργα, ιδιόρρυθμος. Ο Πολύαινος καταγράφει ότι όταν μειονεκτούσε προχωρούσε αδίστακτα και συνήθως πετύχαινε αυτό που προσπαθούσε. Όμως, ήταν ψύχραιμος, φρόνιμος, μετρημένος οικονόμος.
Ο γυιός του Δημήτριος στα νεανικά του χρόνια ήταν ιδιαίτερα όμορφος, προσηνής και προσιτός. Είχε πρωτεϊκή ικανότητα να ελίσσεται σε δύσκολες καταστάσεις, συχνά ωστόσο τις αντιμετώπιζε με παρορμητικότητα, καιροσκοπισμό, αστάθεια και απερισκεψία (Παναγοπούλου Κ.,2002). Ο τρόπος του ενέπνεε ταυτόχρονα φόβο και επιδοκιμασία (Διόδωρος, Πλούταρχος). Υπήρξε πολύ ευχάριστος ως σύντροφος στις απολαύσεις της ειρηνικής ζωής, αλλά και τρομερά ενεργητικός και δραστήριος όταν τον καλούσε το καθήκον (Διόδωρος). Παρά τις διαφορές των χαρακτήρων τους η σχέση πατέρα- γυιού ήταν σχέση κατανόησης και στοργής μέχρι το θάνατο του Αντίγονου( καβαλάρης στη μάχη,σε ηλικία 81 ετών).
Το 307 π.χ.,πατέρας και γυιός ξεκινούν εκστρατεία στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ο Δημήτριος απελευθερώνει Αθήνα, Πειραιά, Μέγαρα. Παντρεύεται την απόγονο του Μιλτιάδη Ευρυδίκη. Καθιερώνει στην Αθήνα υποχρεωτικά αγώνες, τελετές, κατασκευή αγαλμάτων για τον ίδιο και τον πατέρα του, προσθέτει δυο νέες φυλές στο Δήμο της Αθήνας (Αντιγονίς και Δημητριάς) και απονέμουν στον εαυτό τους τον τίτλο του βασιλέως.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Δημήτριος υπήρξε πολύ καλύτερος στο να προετοιμάζει εκστρατείες παρά να τις διεξάγει, καθώς φρόντιζε στο μέγιστο βαθμό για την επάρκεια των προμηθειών, και ποτέ δεν ένιωθε απόλυτα ικανοποιημένος από το μέγεθος και τη φιλοδοξία των σχεδίων του.
Αφιέρωνε το χρόνο και τη μεγάλη του εφευρετικότητα σε έργα «βασιλικής αξίας», που μαρτυρούσαν μεγαλοπρέπεια, κομψότητα και ευφυΐα (Διόδωρος). Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως ακόμη και οι φίλοι του καταπλήσσονταν από τα μεγέθη των μηχανών και των πλοίων του, τα οποία θαύμαζαν και οι εχθροί. Όσο για τα πλοία του, φρόντιζε ώστε το μέγεθος και η ομορφιά τους να μην μειώνει στο παραμικρό τη μαχητική τους ικανότητα, αλλά να διατηρούν αξιοσημείωτη αποτελεσματικότητα αν αναλογιστεί κανείς το μεγάλο τους μέγεθος.
Το 306 π.χ., κατακτά πόλεις της Κύπρου, την επόμενη χρονιά πολιορκεί τη Ρόδο, χωρίς επιτυχία παρά την καταπληκτική εξέλιξη των πολιορκητικών μηχανών από τον ίδιο.
Το 304 π.χ., νικά τον Κάσσανδρο στις Θερμοπύλες ,το 303 ανακηρύσσεται «Ηγεμών της Ελλάδος». Ο Πλούταρχος περιγράφει τις ακολασίες του Δημήτριου τη μεγάλη του επιπολαιότητα και εκκεντρικότητά του στην Αθήνα και αλλού. Ο Δημήτριος εκμεταλλευόταν στο έπακρο την ανοχή και το θαυμασμό των Αθηναίων για να ικανοποιεί την ματαιοδοξία του και τις ακολασίες του. Του παραχωρήθηκε μάλιστα δωμάτιο στον Παρθενώνα για να διαμένει, όπου δε δίσταζε να διοργανώνει συμπόσια με πόρνες. Σε μια άλλη περίσταση διέταξε τους πολίτες να συγκεντρώσουν σε μικρό χρονικό διάστημα 250 τάλαντα, κάτι που έσπευσαν να πράξουν. Ωστόσο όταν τα χρήματα συγκεντρώθηκαν, τελικά δόθηκαν στη Λάμια και στις άλλες γυναίκες του περιβάλλοντός του για να αγοράσουν καλλυντικά.
Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του Δημητρίου (Παναγοπούλου Κ.,2002) ,έχοντας απολαύσει δόξα, χρήματα, αγαθά και δύναμη, βγήκαν στην επιφάνεια οι αυταρχικές του τάσεις και η μεγαλομανία του. Επέλεγε να ντύνεται με χρυσοποίκιλτα ρούχα και υποδήματα, από πανάκριβα και εκλεπτυσμένα υφάσματα. Η υπερβολή αυτή προκαλούσε μεγάλη δυσφορία στους υπηκόους του που δεν την είχαν συνηθίσει.
Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, μια πρεσβεία των Αθηναίων, τους οποίους θεωρούσε πολύτιμους συμμάχους, χρειάστηκε κάποτε να περιμένει δύο χρόνια για ακρόαση. Άλλοτε, συγκέντρωσε με φαινομενική προθυμία γραπτά αιτήματα υπηκόων του τα οποία δίπλωσε στο μανδύα του, μόνο για να τα σκορπίσει λίγο αργότερα στα νερά του ποταμού Αξιού.
Το 290 π.χ., αλλάζει την έδρα των Πυθείων από τους Δελφούς στην Αθήνα, το 287π.χ., ξεκινά εκστρατεία στη Μ. Ασία. Το 285π.χ., ηττάται από τον Σέλευκο και κρατείται αιχμάλωτος στη Συρία.
Ο γυιός του Αντίγονος Γονατάς (319 π.χ.,-239 π.χ) άτομο με μεγάλη πνευματική καλλιέργεια, μαθητής του Ζήνωνα προσπαθεί να τον απελευθερώσει χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι,ο προικισμένος Δημήτριος πεθαίνει το 283 π.χ., αιχμάλωτος, σε ηλικία 54 ετών, έρμαιο του ποτού και του έκλυτου βίου. Ο Σέλευκος στέλνει τη σορό του με καράβι στην Ελλάδα. Ο γυιός του με το στόλο του την παραλαμβάνει στις Κυκλάδες και διαμέσου Κορίνθου τη μεταφέρει στη Δημητριάδα της Μαγνησίας και όχι στην Αμφίπολη για ταφή με μεγαλο-πρεπείς τελετές.
***
Οι Σφίγγες, οι Καρυάτιδες, ο παρακείμενος Λέων της Αμφίπολης, η ασυνήθιστη αρχιτεκτονική του ταφικού μνημείου παραπέμπουν σ’ ένα άνθρωπο που πρέπει να είχε γνωρίσει αρκετές περιοχές (Ελλάδα, Μικρά Ασία, Μέση Ανατολή), δεν προέρχονταν από μόνο μια πόλη-κράτος ή περιοχή.
Το μέγεθος και το μεγαλειώδες του μνημείου παραπέμπει σε άτομο με απωθημένες επιθυμίες αναγνώρισης, που ήθελε να αισθάνεται και να δείχνει Κύριος-Ηγέτης-Βασιλεύς πολυεθνικού κράτους. Είχε μια ματαιόδοξη έως μεγαλειώδη αντίληψη του εαυτού του γι’ αυτό θα μπορούσε να «παντρέψει» δημιουργήματα τέχνης-σύμβολα σημαντικών πόλεων (Αίγυπτος, Αθήνα, Θήβα, Μακεδονία) και γεγονότων ζωής, όπως οι πόλεμοι. Με μια προσωπική αγωνία να μείνει στην ιστορία αυτός και η οικογένειά του, να εντυπωσιάζει με κάθε κόστος. Είχε πολλές εμπειρίες ζωής, συχνά μη συμβατικές, υπερβολές στον τρόπο ζωής ο ένοικος του Παρθενώνα, επινοητικότητα, διακυμάνσεις στο θυμικό του με παρορμητική συμπεριφορά, που θα ταίριαζαν στον απαιτητικό εμπνευστή και χορηγό αυτού του μνημείου
Τώρα, άν η παραγγελία σχεδιασμού και κατασκευής του ταφικού μνημείου (όποιους κι αν φιλοξένησε ή φιλοξενεί εκεί μέσα) σχετίζεται με την οικογένεια των Αντιγονιδών και ιδιαίτερα του Δημήτριου(που κοιμόταν σε κάποια φάση παρέα με τις Καρυάτιδες του Παρθενώνα) είναι θέμα εκτίμησης, από ειδικούς, των ευρημάτων που θα ανευρεθούν στο επόμενο διάστημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου