Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Μάχη των Λεύκτρων, Ο θρίαμβος του Επαμεινώνδα.

(ΠΕΜΠΤΗ ΗΜΕΡΑ,ΑΤΤΙΚΟΥ ΜΗΝΟΣ ΕΚΑΤΟΜΒΑΙΩΝΟΣ,ΤΟΥ 371).

Καλοκαίρι  371 π.Χ. 
Η Κυριαρχία των Λακεδαιμονίων αμφισβητείτε από τους Θηβαίους





Το καλοκαίρι του 371 π.Χ. αντιπρόσωποι από όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις συγκεντρώθηκαν στη Σπάρτη για να διαπραγματευτούν τους όρους μιας νέας συνθήκης ειρήνης. Η πρωτοβουλία ανήκει στον Aθηναίο Καλλίστρατο ο οποίος πρότεινε να αποσταλεί πρεσβεία στη Σπάρτη για τη σύναψη ειρήνης. Από βολιδοσκοπήσεις είχε φανεί ότι και η Σπάρτη ήταν ευδιάθετη στο να συμφωνήσει, ώστε να πάψουν τα όπλα να έχουν τον κύριο λόγο. Αποφασίστηκε, λοιπόν, με πρωτοβουλία των Αθηναίων να συγκροτηθεί πανελλήνιο συνέδριο στη Σπάρτη. Πρώτοι κλήθηκαν στο συνέδριο οι Θηβαίοι. Επικεφαλής της θηβαϊκής αντιπροσωπείας ήταν ο Επαμεινώνδας. Εκπρόσωπος της Σπάρτης  ήταν ο Αγησίλαος ο οποίος είχε και την προεδρία του συνεδρίου. Εκπρόσωποι των Αθηνών ήταν ο Καλλίστρατος, ο Καλλίας και ο Αυτοκλής. Αντιπροσώπους έστειλαν και η Μακεδονία και η Περσία.
Πρώτος μίλησε ο αθηναίος Καλλίας ο οποίος τόνισε ότι δεν είναι σωστό να βρίσκονται σε ανταγωνισμό οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες. Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Αυτοκλής ο οποίος υπήρξε ιδιαίτερα επιθετικός απέναντι στη Σπάρτη, τονίζοντας πως όχι μόνο δεν εγγυάται τη αυτονομία των ελληνικών πόλεων αλλά αντιθέτως την παραβιάζει. Τελευταίος πήρε το λόγο ο Καλλίστρατος ο οποίος ήταν δεινός ρήτορας. Ο λόγος του ήταν διαλλακτικός για να αντισταθμίσει την επιθετικότητα του Αυτοκλή. Μετά από έντονες διαβουλεύσεις οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν τελικά τις προτάσεις των Αθηναίων σύμφωνα με τις οποίες οι ελληνικές πόλεις θα έμεναν αυτόνομες όπως είχε συμφωνηθεί στην Ανταλκίδειο ειρήνη αλλά καμία δε θα ήταν υπεύθυνη για την τήρηση αυτού του όρου.
Ενώ έφτασε η στιγμή να δοθούν οι καθιερωμένοι όρκοι για να επικυρωθεί η συμφωνία, προκλήθηκε σύγκρουση μεταξύ των Θηβαίων και των Σπαρτιατών. Οι Αθηναίοι δίνοντας το καλό παράδειγμα ορκίσθηκαν μόνο για τον εαυτό τους. Το ίδιο έπραξαν και οι αντιπρόσωποι των πόλεων που ανήκαν στην αθηναϊκή συμμαχία. Αντίθετα οι Σπαρτιάτες ορκίσθηκαν για λογαριασμό της πόλης τους και των συμμάχων της. Ο Επαμεινώνδας  σηκώθηκε και διαμαρτυρήθηκε ζωηρά. Ήταν ο μόνος που σε όλη τη διάρκεια των συζητήσεων δεν έσκυβε το κεφάλι στις κυριαρχικές απαιτήσεις των Σπαρτιατών. Εφόσον οι Λακεδαιμόνιοι ορκίζονται και για λογαριασμό των Συμμάχων τους, το ίδιο θα κάνουν και οι Θηβαίοι: θα ορκιστούν για ολόκληρο το Κοινό των Βοιωτών του οποίου ήταν πρόεδροι. Τελικά ενώ όλοι οι αντιπρόσωποι συμφώνησαν στην επικύρωση, εξαιρέθηκαν οι Θηβαίοι και δεν συμπεριελήφθησαν στη συνθήκη. Αυτό εξέθετε τη Θήβα σε μεγάλο κίνδυνο αλλά η προσωπική αρετή του Επαμεινώνδα ενέπνευσε αποφασιστικότητα στους συμπολίτες του ώστε να αντισταθούν στην απόφαση αυτή. Γιατί οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι που μοιράζονταν την κυριαρχία στην ξηρά και στη θάλασσα αντίστοιχα, μπορεί να έκαναν αμοιβαίες παραχωρήσεις αλλά δεν ήθελαν την εμφάνιση κάποιου τρίτου σε ότι αφορά τη διεκδίκηση της ηγεμονίας. Χαρακτηριστική είναι η στιχομυθία του Αγησιλάου και του Επαμεινώνδα όπως τη διασώζει ο Πλούταρχος. Οργισμένος, γράφει, σηκώθηκε ο Αγησίλαος και είπε στον Επαμεινώνδα: «Αποκρίσου με σαφήνεια. Θέλεις ή δε θέλεις να αφήσεις αυτόνομη τη Βοιωτία;» Και ο Επαμεινώνδας διατηρώντας την ψυχραιμία του ανταπάντησε: «Αποκρίσου με σαφήνεια. Θέλεις ή δε θέλεις να αφήσεις αυτόνομη τη Λακωνία;»
Το χάσμα ήταν πια αγεφύρωτο και οι εξελίξεις ισοδυναμούσαν με κήρυξη πολέμου.  Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ταχύτατα. Οι Σπαρτιάτες ανακάλεσαν από παντού τις δυνάμεις τους με εξαίρεση το συμμαχικό στράτευμα που βρισκόταν στη Φωκίδα. Ο βασιλιάς τους Κλεόμβροτος που το διοικούσε, έλαβε εντολή να επιτεθεί κατά της Θήβας αν αυτή δεν παραχωρούσε αυτονομία στις Βοιωτικές πόλεις. Ταυτόχρονα στάλθηκε τελεσίγραφο στη Θήβα το περιεχόμενο του οποίου ήταν προκλητικό: το Κοινό των Βοιωτών έπρεπε να διαλυθεί και παράλληλα έπρεπε να επανιδρυθούν οι Πλαταιές και οι Θεσπιές και τα εδάφη τους να αποδοθούν στους παλαιούς ιδιοκτήτες τους. Οι Θηβαίοι απέρριψαν το τελεσίγραφο, ισχυριζόμενοι ότι όπως εκείνοι δεν είχαν επέμβει ποτέ στη Λακωνία, έτσι και οι Σπαρτιάτες δε νομιμοποιούνται να αναμιγνύονται στις βοιωτικές υποθέσεις. Ο ισχυρισμός αυτός αμφισβητούσε ευθέως το ρόλο και το ειδικό βάρος της Σπάρτης.


Αμέσως μετά ο Κλεόμβροτος εισήλθε στη Βοιωτία και προέλασε μέχρι τη Χαιρώνεια. Ο Επαμεινώνδας, επικεφαλής του Βοιωτικού στρατού, έσπευσε στην Κορώνεια για να καλύψει το στενό της Πέτρας. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς, αφού υποχώρησε στην Άμβρυσσο (Δίστομο) της Φωκίδας, κινήθηκε ανάμεσα στις νότιες πλαγιές του Ελικώνα και στις ακτές του Κορινθιακού, ανέτρεψε τα ελαφρά τμήματα προκάλυψης υπό τον Χαιρέα, που κάλυπταν την περιοχή και κατέλαβε τη Θίσβη, τις Σίφες και την Κρεύση, οχυρωμένο ναύσταθμο των Βοιωτών. Με την κίνησή του αυτή εξασφάλισε πλήρως την επικοινωνία του με την Πελοπόννησο και απερίσπαστος προέλασε βόρεια προς τις Θεσπιές, όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί οι Θηβαίοι και οι σύμμαχοί τους. Το πεδίο της μάχης ήταν η πεδιάδα ανάμεσα στα δύο στρατεύματα βορειοδυτικά της πολίχνης των Λεύκτρων, μήκους περίπου 2000 μέτρων από τα δυτικά προς τα ανατολικά και 3000 μέτρων από βορρά προς νότο.
Το σπαρτιατικό στράτευμα ανερχόταν σε 10000 άντρες (9000 πεζοί και 1000 ιππείς), από τους οποίους περίπου 2300 (τέσσερις μόρες) αν Λακεδαιμόνιοι (από αυτούς οι 700 ήταν Σπαρτιάτες). Το ιππικό του ήταν πολύ κατώτερο του βοιωτικού σε μαχητική αξία, αφού ακόμα και οι Σπαρτιάτες ιππείς ήταν «οι τοις σώμαιν αδυνατώτατοι και ήκιστα φιλότιμοι», όμως συνολικά το ηθικό του στρατού ήταν υψηλό. Ο Επαμεινώνδας διοικούσε 6000 άνδρες (5000 πεζοί 1000 ιππείς), από τους οποίους 3500 ήταν Θηβαίοι. Το ηθικό τους, ιδιαίτερα των συμμάχων, ήταν χαμηλό, επειδή αντιμετώπιζαν αριθμητικά υπέρτερο εχθρό και μάλιστα ικανό αριθμό Σπαρτιατών, που θεωρούνταν ανίκητοι σε εκ παρατάξεως μάχη.
Αρχικά προέκυψαν διαφωνίες ως προς τον χώρο διεξαγωγής της μάχης. Τρεις βοιωτάρχες είπαν ότι όφειλαν να αποσυρθούν από την πεδιάδα και να καταλάβουν υψηλότερο έδαφος ή να αμυνθούν μέσα από τα τείχη της Θήβας. Ο Επαμεινώνδας και άλλοι δύο επέμεναν στην άμεση αντιπαράθεση, φοβούμενοι ότι οποιαδήποτε υποχώρηση θα πυροδοτούσε διαθέσεις αποστασίας πολλών πόλεων. Το αδιέξοδο έλυσε η άφιξη του έβδομου βοιωτάρχη, υπεύθυνου για τη φρούρηση των διαβάσεων του Κιθαιρώνα, που συντάχθηκε με την άποψη του Επαμεινώνδα. Ακόμα και μετά τη λήψη της απόφασης για μάχη, επικρατούσε ανησυχία στις τάξεις των Βοιωτών. Σε συνεργασία με τον Πελοπίδα ο Επαμεινώνδας φρόντισε να διασπείρει φήμες για ευνοϊκούς οιωνούς και παλαιούς χρησμούς που προέβλεπαν ήττα των Λακεδαιμονίων στα Λεύκτρα. Ο ίδιος προσπαθούσε να εμψυχώσει τους άνδρες του μνημονεύοντας συχνά τον ομηρικό λόγο: «Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης».
Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους έλαβαν τη συνηθισμένη διάταξη μάχης. Με ομοιόμορφο βάθος φάλαγγας 12 ανδρών, ο Κλεόμβροτος με τους Λακεδαιμόνιους κατέλαβε τα δεξιό της παράταξης και οι σύμμαχοι το κέντρο και το αριστερό. Το συμμαχικό ιππικό τάχθηκε στο αριστερό άκρο, ενώ το σπαρτιατικό στο δεξιό άκρο και μπροστά από τη φάλαγγα των Λακεδαιμονίων. Ο Επαμεινώνδας διέταξε τους Θηβαίους να σχηματίσουν ένα συμπαγές παραλληλόγραμμο πλάτους 64 και βάθους 50 ανδρών, το οποίο τάχθηκε στην αριστερή πτέρυγα, απέναντι από τους Λακαιδεμόνιους. Το κέντρο και το δεξιό κατέλαβαν οι σύμμαχοι, με το βάθος της φάλαγγάς τους να μην υπερβαίνει τους 12 άνδρες. Το δεξιό άκρο κατέλαβε το βοιωτικό ιππικό, ενώ το ιππικό των Θηβαίων τάχθηκε μπροστά από τους πεζούς συμπατριώτες του. Ο Ιερός Λόχος, ένα ανεξάρτητο επίλεκτο σώμα 300 οπλιτών υπό την ηγεσία του Πελοπίδα, τάχθηκε πίσω από τη φάλαγγα των Θηβαίων στην αριστερή πτέρυγα.
Ο Επαμεινώνδας άρχισε τη μάχη με κεραυνοβόλα επίθεση του θηβαϊκού ιππικού κατά του αντίστοιχου σπαρτιατικού, τη στιγμή που ο Κλεόμβροτος κινούσε προς τα δεξιά τμήματα της φάλαγγάς του, εκτελώντας τον τυπικό ελιγμό πλευροκόπησης που συνήθιζαν οι Σπαρτιάτες. Οι Λακεδαιμόνιοι ιππείς άντεξαν ελάχιστα εμπρός στην ορμητικότητα των αντιπάλων τους και υποχώρησαν άτακτα προς τις τάξεις του σπαρτιατικού πεζικού, προκαλώντας μεγάλη σύγχυση και παρεμποδίζοντας τον σε εξέλιξη ελιγμό. Πριν προλάβουν να ανασυνταχθούν οι Λακεδαιμόνιοι δέχθηκαν σφοδρή επίθεση από το Θηβαϊκό τετράπλευρο με επικεφαλής τον Επαμεινώνδα. Ο Κλεόμβροτος με τους επίλεκτους Σπαρτιάτες συγκράτησαν αρχικά τους επιτιθέμενους, ενώ τα τμήματα του δεξιού άκρου προσπάθησαν να υπερφαλαγγίσουν τους Θηβαίους. Τον κίνδυνο αποσόβησε ο Πελοπίδας με τον Ιερό Λόχο, που πρόσβαλλε έγκαιρα και αποφασιστικά τα παραπάνω τμήματα. Η σύγκρουση δεν επεκτάθηκε στην υπόλοιπη παράταξη αφού οι σύμμαχοι και των δύο αντιπάλων παρέμειναν απλοί θεατές. Παρά την αυτοθυσία των Λακεδαιμονίων, η αριθμητική ανωτερότητα των Θηβαίων άρχισε να αποφέρει καρπούς. Η φάλαγγα διασπάσθηκε, ο ίδιος ο Κλεόμβροτος τραυματίσθηκε θανάσιμα και μαζί του έπεσαν οι επιφανέστεροι Σπαρτιάτες πολέμαρχοι, όπως ο Δείνων, ο Σφοδρίας και ο γιός του Κλεώνυμος. Τελικά οι Σπαρτιάτες κατόρθωσαν να παραλάβουν τον ζώντα ακόμα βασιλιά τους και να υποχωρήσουν στο στρατόπεδό τους. Στο πεδίο της μάχης άφησαν 400 Σπαρτιάτες και 600 Λακεδαιμόνιους νεκρούς, μαζί και τη φήμη του αήττητου που τους συνόδευε μέχρι τότε. Οι απώλειες των Θηβαίων ήταν πολύ μικρότερες. Ήταν  6η Ιουλίου του 371 π.Χ., 20 μόλις μέρες μετά την αποχώρηση της θηβαϊκής αντιπροσωπείας από το συνέδριο της Σπάρτης. Οι ημέρες ήταν αρκετές για να μετατραπεί η Θήβα από μια σχετικά αδύναμη και επισφαλή πόλη στη νέα ανερχόμενη δύναμη του ελλαδικού χώρου.
Πηγές
1. Σαράντου Καργάκου, Ιστορία των Αρχαίων Αθηνών, τόμος ΙΙ, εκδόσεις Gutenberg
2. Κωνσταντίνου Κλάδη, Επαμεινώνδας. Ο άριστος των Ελλήνων, Περιοδικό Στρατιωτική ιστορία, τεύχος 142, Ιούλιος 2008

Δυό Ἐλευσίνιοι ἱππεῖς τοῦ Θηβαϊκοῦ ἱππικοῦ;Ἴσως…
(Ἀπόσπασμα άπό τήν κιν/φική ταινία ΑΓΕΛΑΣΤΟΣ ΠΕΤΡΑ,τοῦ Φίλιππου Κουτσαφτῆ,παραγωγῆς 2000).
.......και η συνέχεια μετά την μάχη και πριν την κυριαρχία των Μακεδόνων
Έναν χρόνο μετά από τη μάχη στα Λεύκτρα, ο Επαμεινώνδας και οι Θηβαίοι εισέβαλαν στην Πελοπόννησο, επικεφαλής ενός μεγάλου συνασπισμού στον οποίο συνέπρατταν πάνδημοι οι Αρκάδες, οι Ηλείοι και οι Αργείοι. Συνολικώς μετείχαν περίπου 70.000 άνδρες, οπλίτες και ελαφρά οπλισμένοι, αλλά επίσης και άοπλοι με αποκλειστικό σκοπό την αρπαγή. Οι εχθροί έφτασαν στην ατείχιστη Σπάρτη και απειλούσαν την ίδια της την ύπαρξη. Για πρώτη φορά οι Σπαρτιάτισσες είδαν με τα μάτια τους εχθρικό καπνό. Η πόλη ήταν ανάστατη, και οι αρχές αναγκάστηκαν να εκτελούν τους συνωμότες, ακόμη και όταν ήταν πολίτες, χωρίς δίκη. Πολλοί περίοικοι και είλωτες δραπέτευαν προς τον εχθρό. Χωρίς συμμάχους και χωρίς δικούς της οπλίτες, η πόλη κατέφυγε για βοήθεια στους εσωτερικούς της εχθρούς, τους είλωτες. Έξι χιλιάδες δήλωσαν πρόθυμοι να συνδράμουν με δέλεαρ την ελευθερία τους, αλλά και αυτοί πρόβαλαν περισσότερο ως απειλή παρά ως συμπολεμιστές.
Παρά τη μεγάλη υπεροχή του στρατού του, ο Επαμεινώνδας επέλεξε να μην εισέλθει στην πόλη. Ήξερε ότι οι λιγοστοί υπερασπιστές της ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν και ότι θα προξενούσαν μεγάλη ζημιά στους εισβολείς. Πέτυχε ωστόσο κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Απέσπασε από τη Σπάρτη τη Μεσσηνία και επανίδρυσε τη Μεσσήνη (αρχικά με την ονομασία Ιθώμη), που βρισκόταν στον έλεγχο των Σπαρτιατών για αιώνες. Στη νέα πόλη, που έγινε αμέσως δεκτή από τους άλλους Έλληνες ως ισότιμη, έσπευσαν να κατοικήσουν όλοι οι είλωτες της περιοχής και, μαζί με αυτούς, φυγάδες που βρίσκονταν διάσπαρτοι στη Σικελία, την Κάτω Ιταλία και τη Βόρεια Αφρική. Οι κάτοικοί της ισχυρίζονταν ότι είχαν διασώσει μνήμες από το μακρινό παρελθόν και ότι μπορούσαν να επανιδρύσουν λατρείες ξεχασμένες από την εποχή της δωρικής κατάκτησης. Οι ανασκαφές φέρνουν στο φως μια πόλη σχεδιασμένη από την αρχή, με εξαίρετη οχύρωση, περίβλεπτα κτίρια και πλήθος επιγραφές.
Λίγο αργότερα ιδρύθηκε η Μεγαλόπολη, σε μια τεχνητή προσπάθεια να ενωθεί η Αρκαδία γύρω από ένα μεγάλο αστικό κέντρο που θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στη σπαρτιατική επεκτατικότητα προς τον βορρά. Οι αρκαδικές πόλεις έστειλαν επίσημους οικιστές, ενώ πληθυσμοί από πολλές κώμες, που βρίσκονταν σε χαλαρή πολιτική οργάνωση στην κεντρική Αρκαδία, πείστηκαν ή εξαναγκάστηκαν να συνδράμουν το εγχείρημα με μετοικεσία. Λίγο νωρίτερα, άλλωστε, οι Αρκάδες είχαν υποστεί ατιμωτική ήττα από τους Λακεδαιμόνιους (στην πρώτη επιτυχία τους μετά τα Λεύκτρα). Η προσπάθεια πολιτικής ένωσης των διάσπαρτων οικισμών της Αρκαδίας δεν θα είχε τελεσφορήσει χωρίς τη θερμή υποστήριξη του Επαμεινώνδα.
Ο ελληνικός κόσμος βρισκόταν σε κατάσταση αναδιοργάνωσης, και όλοι όφειλαν να χαράξουν την πορεία τους με βάση τα καινούργια δεδομένα. Οι Θηβαίοι ανοίχτηκαν σε νέους πολέμους εναντίον του Αλεξάνδρου των Φερών, που είχε διαδεχθεί τον Ιάσωνα και προτιμούσε τη φιλία των Αθηναίων. Στη συνέχεια στράφηκαν για συνεργασία στον νέο βασιλιά της Μακεδονίας, τον Αλέξανδρο Β' (370-368/9), που είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Αμύντα Γ'. Επιστρέφοντας στην πόλη του, ο Πελοπίδας είχε μαζί του ως όμηρο τον αδελφό του Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο (που έμελλε να γίνει και ο ίδιος βασιλιάς). Με τις επιτυχίες τους οι Θηβαίοι έγιναν συνομιλητές του Πέρση βασιλιά, που έκρινε ότι αυτοί εξυπηρετούσαν πλέον τα συμφέροντά του καλύτερα. Το 367 ο Πελοπίδας βρέθηκε στα Σούσα, όπου συμφωνήθηκε με τον Αρταξέρξη η ανανέωση της ειρήνης, αυτή τη φορά με τους όρους της Θήβας. Η Μεσσήνη, παρά τις αντιρρήσεις της Σπάρτης, αναγνωρίστηκε επίσημα ως ελεύθερη πόλη.
Οι Σπαρτιάτες συνέχισαν να δέχονται σταθερά τη συνδρομή του Διονυσίου των Συρακουσών, αλλά είχαν ανάγκη και από νέους συμμάχους. Στράφηκαν έτσι για συνεργασία στους παλαιούς, μεγάλους τους αντίπαλους. Παρά τις συγκρούσεις του παρελθόντος, οι Αθηναίοι έκριναν ότι δεν τους συνέφερε η συντριβή της Σπάρτης και συμφώνησαν να τη βοηθήσουν.
Τις φιλικές σχέσεις της Αθήνας με τη Σπάρτη έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο Διονύσιος, για να διακριθεί επιτέλους ως ποιητής. Έχοντας υποστεί πολλές αποτυχίες, το 367 βραβεύτηκε στα Λήναια για μια τραγωδία που είχε γράψει ο ίδιος. Είχε μόλις ηττηθεί για μια ακόμη φορά από τους Καρχηδόνιους, αλλά προτίμησε να εορτάσει την ποιητική του νίκη και πέθανε στο γλέντι από την υπερβολή χαρά. Για τον θάνατό του λεγόταν ότι ήταν σαν θεατρικό τέλος μιας μεγάλης τραγωδίας.
Το 364 ο Πελοπίδας νίκησε ξανά τον Αλέξανδρο των Φερών, αλλά σκοτώθηκε στη μάχη. Τέτοια ήταν η δόξα του, ώστε οι Θεσσαλοί σύμμαχοι των Θηβαίων τού πρόσφεραν τη λαμπρότερη κηδεία που αξιώθηκε πολεμιστής έξω από την πόλη του. Εκτός από τους Θηβαίους, που εκδικήθηκαν σύντομα τον θάνατό του, εναντίον του Αλεξάνδρου στράφηκε λίγο αργότερα και η γυναίκα του, που τον σκότωσε μαζί με τα αδέλφια της. Τον αγώνα των Θηβαίων συνέχισε σχεδόν μόνος του ο Επαμεινώνδας.
Το 362 ο Επαμεινώνδας εισέβαλε πάλι στην Πελοπόννησο και προσπάθησε για μία ακόμη φορά να εισέλθει στην ανοχύρωτη Σπάρτη. Την πόλη έσωσε και πάλι ο Αγησίλαος, πολεμώντας τους Θηβαίους από τις στέγες των σπιτιών με τα παιδιά και τους γέροντες, και στα στενά δρομάκια με τους ελάχιστους ενήλικες που είχαν απομείνει. Ο Επαμεινώνδας νίκησε ωστόσο τους Σπαρτιάτες στη Μαντίνεια. Με το στρατόπεδο των Βοιωτών πολεμούσαν οι Ευβοείς, οι Θεσσαλοί, οι Αργείοι, οι Μεσσήνιοι και άλλοι. Με το στρατόπεδο των Σπαρτιατών πολεμούσαν οι Αθηναίοι και άλλοι. Οι Αρκάδες ήταν μοιρασμένοι. Η μάχη ήταν σκληρή, και ο Επαμεινώνδας υποχρεώθηκε να εκτεθεί προσωπικά περισσότερο από ό,τι συνηθιζόταν για στρατηγούς. Σε μια συμπλοκή τραυματίστηκε σοβαρά και αποσύρθηκε από τη μάχη. Πριν ξεψυχήσει ρώτησε, όπως όφειλε κάθε γενναίος πολεμιστής, αν είχε σωθεί η ασπίδα του· ύστερα, αν είχε κερδίσει τη μάχη.
Σε ηλικία 84 ετών ο βασιλιάς Αγησίλαος εξακολουθούσε να αγωνίζεται για να διασώσει ό,τι απέμενε από την πόλη του. Την είχε παραλάβει στη μεγαλύτερη ακμή της και την παρέδιδε ταπεινωμένη και αμελητέα. Για να εξασφαλίσει χρήματα, επέλεξε να συνδράμει ως μισθοφόρος τον Αιγύπτιο στρατηγό Τάχω, που εξακολουθούσε να πολεμά τον Πέρση βασιλιά. Η υπόθεση δεν εξελίχθηκε καλά, και ο Αγησίλαος αναγκάστηκε να προσχωρήσει στο στρατόπεδο του στασιαστή Νεκτάναβη, που αυτοαναγορεύτηκε βασιλιάς της Αιγύπτου. Έστω και έτσι, συγκέντρωσε κάποια χρήματα, που εκείνη την εποχή ήταν εντελώς απαραίτητα στην πόλη του. Δεν πρόλαβε ωστόσο να τα παραδώσει ο ίδιος, καθώς πέθανε στο δρόμο της επιστροφής το 360, έχοντας βασιλέψει για 40 χρόνια. Τον επόμενο χρόνο πέθανε και ο Αρταξέρξης Β' ύστερα από 46 χρόνια στην εξουσία. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Ώχος, που πήρε και αυτός το όνομα του πατέρα του και βασίλεψε ως Αρταξέρξης Γ' (359-338).
Μετά από τη μάχη στα Λεύκτρα, ο Ξενοφών υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον Σκιλλούντα. Η σχέση του με τους Αθηναίους είχε πλέον αποκατασταθεί και μπορούσε να επιστρέψει στην πόλη του - μολονότι ενδέχεται να προτίμησε την Κόρινθο ως τόπο μόνιμης διαμονής. Στη μάχη της Μαντίνειας, όπου οι Αθηναίοι πολέμησαν στο πλευρό των Σπαρτιατών, σκοτώθηκε ο γιος του Γρύλλος, πολεμώντας γενναία με προτροπή του πατέρα του. Ο Ξενοφών συνέχισε το συγγραφικό του έργο. Σε μία από τις εργασίες του με τον χαρακτηριστικό τίτλο Πόροι  Περ προσόδων υπέδειξε στους Αθηναίους με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να αυξήσουν τα έσοδά τους.
Στους συνεχείς πολέμους της εποχής οι περισσότερες ελληνικές πόλεις είχαν εξαντλήσει τα αποθέματά τους. Για να καλύψουν τις πιεστικές ανάγκες τους στρέφονταν όλο και συχνότερα στον Πέρση βασιλιά, όπως επίσης στη λεηλασία και στον εξανδραποδισμό των εχθρών τους. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά βρίσκονταν διαθέσιμοι ως δούλοι σε αφθονία ύστερα από κάθε σχεδόν πολεμική σύγκρουση. Ο Ξενοφών πίστευε ότι η Αθήνα όφειλε να αναζητήσει μονιμότερες λύσεις για την ανόρθωση των οικονομικών της. Ιδιαίτερο βάρος απέδωσε στην εκμετάλλευση των μεταλλείων του Λαυρίου. Όπως θυμούνταν οι πάντες, με το αργυρομετάλλευμά τους οι Αθηναίοι είχαν ναυπηγήσει τον στόλο της Σαλαμίνας και είχαν χρηματοδοτήσει τα δημόσια οικοδομήματα στην Πεντηκονταετία.
Η πόλη αποκόμιζε έσοδα από τα μεταλλεία ενοικιάζοντας τις γαίες σε ιδιώτες. Αυτοί με τη σειρά τους έκαναν τις αναγκαίες επενδύσεις για να ανακαλύπτουν νέες φλέβες μεταλλεύματος και για την εξόρυξη του αργύρου. Τα κέρδη που απέμεναν ήταν δικά τους. Οι εύποροι Αθηναίοι πάλι, που δεν επιθυμούσαν να έχουν τη φροντίδα τέτοιου είδους εργασιών, αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη με άλλο, ασφαλέστερο τρόπο. Προμηθεύονταν με τα κεφάλαιά τους μεγάλους αριθμούς δούλων, τους οποίους μίσθωναν στους διαχειριστές των μεταλλείων με την ημέρα. Ο στρατηγός Νικίας, για παράδειγμα, που χάθηκε στη Σικελική Εκστρατεία, διέθετε 1.000 τέτοιους δούλους· άλλοι είχαν 600, άλλοι 300.
Οι συνθήκες εργασίας των δούλων σε τέτοιου είδους εργασίες ήταν πολύ σκληρές. Στις ανθυγιεινές σήραγγες των μεταλλείων του Λαυρίου, με τον τεχνητό φωτισμό και τον ανεπαρκή αερισμό, το προσδόκιμο ζωής των δούλων ήταν πολύ χαμηλό. Οι συνεχείς απώλειες έπρεπε να καλύπτονται με νέες αγορές. Ελπίδες για απελευθέρωση δεν υπήρχαν. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου το Λαύριο είχε βρεθεί απροστάτευτο και χιλιάδες δούλοι κατάφεραν να δραπετεύσουν. Πολλοί συνελήφθησαν και ξαναπουλήθηκαν στη Θήβα σε χαμηλές τιμές, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της πόλης. Μετά τον πόλεμο τα μεταλλεία υπολειτουργούσαν.
Ο Ξενοφών ήταν της γνώμης ότι η εκμετάλλευση των μεταλλείων στο Λαύριο μπορούσε να τεθεί σε νέα βάση. Τα αποθέματα έμοιαζαν αστείρευτα, αλλά δεν υπήρχαν ιδιώτες πρόθυμοι να προβούν στις αναγκαίες επενδύσεις. Η δική του πρόταση ήταν να αναλάβει η πόλη τον ρόλο των ιδιωτών. Οι δούλοι θα έπρεπε να αγοραστούν από το δημόσιο ταμείο και να πολλαπλασιάζονται, μαζί με τα έσοδα. Επίσης, τις δαπάνες για αναζήτηση μεταλλεύματος, που δεν ήταν πάντα επικερδείς, όφειλαν να τις αναλάβουν οι δέκα φυλές. Για μεγαλύτερη μάλιστα ασφάλεια, οι δούλοι έπρεπε να στιγματίζονται με τη σφραγίδα του δημοσίου, ώστε να μην τολμά κανείς να τους σφετεριστεί.
Δημήτρης I. Κυρτάτας*

ωΟ Δημήτρης Ι. Κυρτάτας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952. Σπούδασε στη Σχολή Nομικών και Oικονομικών Eπιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1971-1975). Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο LSE του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (1976-1977) και εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα την «Κοινωνική δομή των χριστιανικών κοινοτήτων από τον πρώτο έως τον τρίτο αιώνα» στο Τμήμα Kοινωνιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Brunel του Λονδίνου (1977-1981). Εργάστηκε ως ερευνητής στο Τμήμα Kλασικών Σπουδών του King's College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και στο Kέντρο Eρεύνης της Eλληνικής Kοινωνίας της Aκαδημίας Aθηνών. Δίδαξε αρχαία ιστορία στο Tμήμα Iστορίας και Aρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Kρήτης (1985-2001). Από το 2002 διδάσκει αρχαία ιστορία στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όπου από το 2006 έχει εκλεγεί καθηγητής της Ύστερης Αρχαιότητας. Από το 2004 έως το 2006 ήταν διευθυντής του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών και από το 2008 έως το 2010 ήταν πρόεδρος του Τμήματος. Από το 2012 έως το2014 ανέλαβε πάλι διευθυντής του ΠΜΣ. Υπήρξε τακτικός συνεργάτης του περιοδικού Ο Πολίτης και είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής των περιοδικών Σύγχρονα Θέματα και Νήσος Άνδρος, καθώς και της συμβουλευτικής επιτροπής του περιοδικού Book's Journal. Το 2011 έγινε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της μη κερδοσκοπικής εταιρείας «Κέντρο Πολιτικού Προβληματισμού 'Μιχάλης Παπαγιαννάκης'», το 2012 πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων Καϊρείου Βιβλιοθήκης Άνδρου, το 2013 μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης και το 2016 μέλος του Διοικητικό Συμβούλιο του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού. Συνεργάστηκε στο πρόγραμμα «Αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση» του Δημήτρη Μαρωνίτη, γράφοντας με τον Σπύρο Ράγκο τον τόμο Η ελληνική αρχαιότητα. Έχει γράψει βιβλία και άρθρα για την κοινωνική ιστορία της ελληνικής αρχαιότητας και την ιστορία του πρώιμου χριστιανισμού, έχει οργανώσει πολλά συνέδρια και έχει αναλάβει την επιμέλεια συλλογικών τόμων με συναφή θεματολογία.

Δημοσιεύσεις

Bιβλία
  • Social Status and Conversion, Λονδίνο 1983, (283 σσ.) [διδακτορική διατριβή].
  • The Social Structure of the Early Christian Communities, Verso/NLB, Λονδίνο 1987. Πρόλογος του G. E. M. de Ste. Croix (224 σσ.).
  • Δούλοι, δουλεία και δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής, O Πολίτης, Aθήνα 1987 (168 σσ.).
  • Eπίκρισις: H κοινωνική δομή των χριστιανικών κοινοτήτων από τον πρώτο έως τον τρίτο αιώνα, μτφρ Γιάννης Kρητικός, Eστία, Aθήνα 1992 (364 σσ.).
  • Η Aποκάλυψη του Iωάννη και οι επτά εκκλησίες της Ασίας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994 (176 σσ.). B΄ έκδοση 1995.
  • Παιδαγωγός: H ηθική διαπαιδαγώγηση στην ύστερη ελληνική αρχαιότητα, Iστορικό Aρχείο Eλληνικής Nεολαίας, Aθήνα 1994 (184 σσ.).
  • Xόλος γυναικός και άλλες ιστορίες από τον ερωτικό βίο των αρχαίων Eλλήνων, με εικόνες του Αλέκου Λεβίδη, Άγρα, Aθήνα 1999 (150 σσ.) (Βουλγαρική έκδοση 2007, μτφρ Zdravka Michailova).
  • Ιερείς και προφήτες: Η παραγωγή και η διαχείριση του δόγματος στον πρώιμο χριστιανισμό, Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2000 (235 σσ.).
  • Κατακτώντας την αρχαιότητα: Ιστοριογραφικές διαδρομές, Πόλις, Αθήνα 2002 (323 σσ.).
  • Απόκρυφες ιστορίες, μύθοι και θρύλοι από τον κόσμο των πρώτων χριστιανών, Άγρα, Αθήνα 2003 (251 σσ.).
  • Η ελληνική αρχαιότητα: Πόλεμος, πολιτική, πολιτισμός, με τον Σπύρο Ράγκο. Πρόλογος Δ. Ν. Μαρωνίτης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών/Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2010 (444 σελ.).
  • 666: Ο αριθμός του βιβλίου, Άγρα, Αθήνα 2010 (80 σσ.).
  • Ο Διόνυσος στην Άνδρο ή οι μεταμορφώσεις ενός μύθου, Άγρα, Αθήνα 2012 (124 σσ.)
  • Μαθήματα από την αθηναϊκή δημοκρατία, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2014 (154 σσ.) Δεύτερη έκδοση συμπληρωμένη, Αθήνα 2015 (216 σσ.).
  • Το παράπονο της Βρισηίδας: Έρωτας, επιθυμία και εγκράτεια στην ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2015 (163 σσ.).
  • Nota Bene: Συνομιλώντας με τα βιβλία για την ιστορία, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2019 (444 σσ.).
Επιμέλειες τόμων
  • (επιμέλεια και εισαγωγή) Τα εσόμενα: H αγωνία της πρόγνωσης τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, Kαρδαμίτσα, Aθήνα 1990 (144 σσ.). B΄ έκδοση, συμπληρωμένη, Kαρδαμίτσα, Aθήνα 1996 (σσ. 202).
  • (επιμέλεια και εισαγωγή) Όψις ενυπνίου: Η χρήση των ονείρων στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, Πανεπιστημιακές Eκδόσεις Kρήτης, Hράκλειο 1993 (328 σσ.).
  • (επιμέλεια και εισαγωγή) Ιεροί λόγοι: Προφητείες και μαντείες στην ιουδαϊκή, την ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, Νήσος, Aθήνα 1996 (178 σσ.).
  • (επιμέλεια και εισαγωγή) με τη Χλόη Μπάλλα, Η μετάδοση της γνώσης στην αρχαιότηταΤοπικά ε΄, Aθήνα 1999 (171 σσ.).
  • (επιμέλεια, εισαγωγές και σημειώσεις) Λουκιανός, Αλέξανδρος ή ο ψευδoμάντης, Ανώνυμος, Μοντανός ο ψευδοπροφήτης, μετάφραση κειμένων, Αλόη Σιδέρη, Άγρα, Αθήνα 2005 (315 σσ.).
  • (επιμέλεια και πρόλογος) G. E. M. de Ste. Croix, O χριστιανισμός και η Ρώμη: Διωγμοί, αιρέσεις και ήθη, μτφρ Ιωάννα Κράλλη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2005 (436 σσ.).
  • (επιμέλεια και εισαγωγή) Αλληλογραφία Θεόφιλου Καΐρη, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2006 (136 σσ.).
  • (επιμέλεια και προλογικό σημείωμα) με τον Γιάννη Παπαθεοδώρου, Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Αντιπρόταση: Οργάνωση και λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας, ΑΡΣΗ/Πλέθρον, Αθήνα 2009 (127 σσ.).
  • (επιμέλεια και εισαγωγή) με τη Λυδία Παλαιοκρασσά-Κόπιτσα και τον Μιχάλη Τιβέριο, Εύανδρος: Τόμος εις μνήμην Δημητρίου Ι. Πολέμη, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2009 (456 σσ.).
  • (επιστημονική επιμέλεια) Άγκυρα: Δελτίο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης 3, Άνδρος 2010 (252 σσ.).
  • (επιστημονική επιμέλεια) Άγκυρα: Δελτίο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης 4, Άνδρος 2012 (202 σσ.).
  • (επιμέλεια και συγγραφή κεφαλαίου) Ο πύργος του Μπίστη (Μουβελά) στις Στενιές Άνδρου: Ιστορία και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, Gutenberg, Αθήνα 2016 (206 σσ.).
  • (επιμέλεια, πρόλογος και συγγραφή δύο κεφαλαίων) Ο Δημήτρης Ι. Πολέμης και η ιστορία της Άνδρου, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2016 (104 σσ).
  • (επιστημονική επιμέλεια) Άγκυρα: Δελτίο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης 5, Άνδρος 2018 (200 σσ.).
Επιμέλειες αφιερωμάτων
  • Επιμέλεια αφιερώματος για τον Λευτέρη Βογιατζή, Σύγχρονα Θέματα περ. Β΄, χρόνος 37ος, τεύχος 128-29, Ιανουάριος-Ιούνιος 2015, σ. 82-119.
  • Επιμέλεια αφιερώματος για τον Δημήτρη Μαρωνίτη, Σύγχρονα Θέματα, περ. Β΄, χρόνος 39ος, τεύχος 137, Απρίλιος-Ιούνιος 2017, σ. 12-36.
Mεταφράσεις και μεταφραστική επιμέλεια
  • Σ. Δρακοπούλου, «Το αναπόδραστο της ηθικής – Μια θεώρηση των απόψεων της κ. Philippa Foot», Δευκαλίων 10.39, Ιούνιος 1985, σ. 295-314 (μτφρ).
  • G. E. M. de Ste. Croix, «O Kαρλ Mαρξ και η μελέτη του αρχαίου κόσμου: Tο πρόβλημα των τάξεων», O Πολίτης 69-70, Oκτ. 1985, σ. 44-52 (μτφρ).
  • M. I. Finley, Oικονομία και κοινωνία στην αρχαία Eλλάδα, τ. 2, Kαρδαμίτσα, Aθήνα 1991 (μτφρ επιμέλεια, 357 σσ.).
  • G. E. M. de Ste Croix, «Πρόλογος στην ελληνική έκδοση (του βιβλίου Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο), εκδόσεις Ράππας, 1997, σ. 15-16 (μτφρ.).
  • Rosalind Thomas, Γραπτός και προφορικός λόγος στην αρχαία Eλλάδα, ΠEK, Hράκλειο 1996 (μτφρ 244 σελ.).

Ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις

  • Social Status and Conversion, London 1983, (283 pp.), (unpublished Ph.D. thesis)
  • (review) W. A. Meeks, The First Urban Christians, The Journal of Roman Studies 75, 1985, pp. 265-67.
  • “La diffusion des idéologies morales”, Actes du Colloque International, Historicité de l’enfance et de la Jeunesse, Athènes 1986, pp. 495-98.
  • The Social Structure of the Early Christian Communities, Verso/NLB, London 1987 (foreword by G. E. M. de Ste. Croix) (224 pp.).
  • “Prophets and priests in early Christianity: Production and transmission of religious knowledge from Jesus to John Chrysostom”, International Sociology 3.4, December 1988, pp. 365-83.
  • “The transformations of the text: The reception of John’s Revelation”, in Averil Cameron (ed.), History as Text: The Writing of Ancient History, Duckworth, London 1989, pp. 146-62.
  • (review) “Revelation revised”, New Left Review 190, 1991, pp. 131-37.
  • (review) C. Wilfred Griggs, Early Egyptian ChristianityThe Journal of Roman Studies 81, 1991, pp. 228-29
  • (review) “The Western Way to Freedom”, New Left Review 197, January/February 1993, pp. 85-95.
  • “Eroticism in early Christianity and its relation to prophecy”, Ariadne 7, 1994, pp. 61-76.
  • “Religious tolerance and intolerance: Arguments from history”, in K. Buraselis (ed.), Unity and Units of Antiquity, Papers from a colloquium at Delphi, 5-8.4.1992, European Cultural Centre of Delphi / Nea Synora-Livani Publishing Organisation, Athens 1994, pp. 207-15.
  • “The Athenian democracy and its slaves”, History Today 44 (2), February 1994, pp. 43-48. Reprinted in (Annual Editions) Western Civilization vol. 1, “The earliest civilizations through the Reformation”, ed. R. L. Lembright, McGraw-Hill/Dushkin, Connecticut 2001, pp. 47-50.
  • “Slavery as progress: Pagan and Christian views of slavery as moral training”, International Sociology 10.2, June 1995, pp. 219-34.
  • “The Apocalypse: Revelation and Prophecy”, The Bible Today 34.6, November/December 1996, pp. 353-58.
  • “Early Christian visions of Paradise: Considerations on their Jewish and Greek background”, in Asher Ovadiah (ed.), Hellenic and Jewish Arts: Interaction, Tradition and Renewal, The Howard Gilman International Conferences, Tel Aviv University, Jerusalem 1998, pp. 337-50.
  • “Ancient Mediterranean views of ethnic identity”, in Asher Ovadiah (ed.), Mediterranean Cultural Interaction, The Howard Gilman International Conferences, Tel Aviv University, Jerusalem 2000, pp. 53-69.
  • “Domination and exploitation”, in Paul Cartledge, Ed Cohen και Lin Foxhall (eds), Money, Labour and Land: Approaches to the Economies of Ancient Greece, Routledge, London and New York 2002, pp. 140-55.
  • “Modes and relations of production”, in Anthony J. Blasi, Jean Duhaime and Paul André Turcotte (eds) Handbook of Early Christianity: Social Science Approaches, AltaMira Press, New York/Oxford 2002, pp. 529-54.
  • “Greek views on the economy of war and military expansion”, Ariadne 9, 2003, pp. 59-70.
  • “Paradise in Heaven and on Earth: Western Ideas of Perfect (Non) Organization”, in Y. Gabriel (ed.), Myths, Stories and Organizations: Premodern Narratives for Our Times, Oxford University Press, Oxford 2004, pp. 66-79.
  • “The meaning of Christian Epiphany”, Illinois Classical Studies 29, 2004, pp. 205-15 (Guest editor N. Marinatos).
  • “The significance of leadership and organisation in the spread of Christianity”, in W. V. Harris (ed.), Τhe Spread of Christianity in the First Four Centuries: Essays in explanation, Columbia Studies in the Classical Tradition, Brill, Leiden and Boston 2005, pp. 53-68.
  • “The competition of slave and free labour in the classical Greek world”, in Vasilis I. Anastasiadis και Panagiotis N. Doukellis (eds), Esclavage antique et discrimations socio-culturelles (Actes du XXVIIIe Colloque International du Groupement International de Recherche sue l’Esclavage Antique, Mytilène, 5-7 Décembre 2003), Peter Lang, Bern, Berlin, Bruxelles, Frankfurt am Main, New York, Oxford, Wien 2005, pp. 69-76.
  • “The holy man and the sorcerer or How to distinguish between good and evil in early Christianity”, in Esorcizzare il Male. Credenze e superstizioni a Bisanzio. Atene: Istituto Ellenico di Studi Bizantini e Postbizantini di Venezia, 2006, pp. 31-40.
  • “Christians against Christians: The anti-heretical activities of the Roman Church in the second century”, Historein 6, 2006, pp. 20-34.
  • “Jerusalem descending from heaven and Christ in the form of a woman: Prophetic visions of the early Montanists”, Assaph: Studies in Art History 10-11, 2007 [=Κάλαθος: Studies in Honour of Asher Ovadiah, ed. Sonia Mucznik, Tel Aviv University], pp. 43-52.
  • “The origins of Christian Hell”, Numen Special Issue: The Uses of Hell 56.2-3, 2009, pp. 282-97.
  • “Historical aspects in the formation of the New Testament Canon”, in Einar Thomassen (ed.), Canon and Canonicity: The Formation and Use of Scripture, Museum Tusculanum Press, University of Copenhagen, Copenhagen 2010, pp. 29-44.
  • ‘Slavery and economy in the Greek world’, in Cambridge World History of Slavery, v. 1, The Ancient Mediterranean World, (επιμέλεια Paul Cartledge και K. R. Bradley), Cambridge University Press, Cambridge 2011, pp. 91-111.
  • ‘Early Christianity in Macedonia’, in Brill’s Companion to Ancient Macedon: Studies in the Archaeology and History of Macedon, 650 BC-300 AD, (ed. Robin J. Lane Fox), Brill, Leiden - Boston 2011, pp. 585-99.
  • ‘Living in tombs: The secret of an early Christian mystical experience’, in Christian H. Bull, Liv Ingeborg Lied and John D. Turner (editors), Mystery and Secrecy in the Nag Hammadi Collection and Other Ancient Literature: Ideas and Practices: Studies for Einar Thomassen at Sixty, Brill, Leiden and Boston 2012, pp. 245-57.
  • ‘Seeking paradise in the Egyptian desert’, in Alessandro Scafi (ed.), The Cosmography of Paradise: The Other World from Ancient Mesopotamia to Medieval Europe, Warburg Institute Colloquia, Edited by Charles Burnett and Jill Kraye 27, The Warburg Institute, London, 2016, pp. 127-35.
  • (review) Review of D. A. Russell and Η.-G. Nesselrath (eds), On Prophecy, Dreams and Human Imagination. Synesius, De insomniis: Introduction, Text, Translation and Interpretative Essays (Scripta Antiquitatis Posterioris ad Ethicam Religionemque pertinentia 24). Tübingen: Mohr Siebeck, 2014, pp. x + 208, The Journal of Hellenic Studies 136, 2016.
  • Erken Hiristiuanlik Döneminde Kölelik, Aktüel Arkeoloji 55, 2016.
  • ‘Slaves and early Christianity’, Post Augustum 2, 2018, σ. 1-9 (ηλεκτρονική έκδοση).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου