Γιός του Δημητρίου Οικονόμου Παππά και της Βασιλικής και κατάγονταν από αρχοντική οικογένεια, γεννήθηκε στο χωριό Ντοβίστα (Δοβίστα) - σημερινή τοπική κοινότητα "Εμμανουήλ Παππάς". το 1772. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους πλουσιότερους και πιο διακεκριμένους προύχοντες της επαρχίας. Ο πατέρας του, νεότατος στην ηλικία, χειροτονήθηκε ιερέας και τιμήθηκε με το εκκλησιαστικό αξίωμα του Οικονόμου. Από εκεί προέρχεται και το οικογενειακό όνομα Παπάς, όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη. Μετά τη στοιχειώδη μόρφωση του στο χωριό, ο Εμμανουήλ Παπάς μετέβη στις Σέρρες για να συμπληρώσει τις σπουδές του στην εκεί περιώνυμη σχολή. Όταν αποφοίτησε από τη Σχολή Σερρών, επανήλθε στη Δοβίστα όπου και παντρεύτηκε την Φαίδρα, κόρη επίσης αρχοντικής οικογένειας, με την οποία, μέχρι και το 1816, απέκτησε έντεκα παιδιά (οκτώ αγόρια και τρία κορίτσια). Με την επιστροφή του στο χωριό, αρχίζει, μαζί με τα αδέλφια του, να χτίζει ευπρεπή ναό. Φανατικοί Τούρκοι, ωστόσο, προσπαθούν να τους εμποδίσουν στο έργο τους και ο Παπάς τους εξαγοράζει με χρηματικά δώρα. Τελικά, ο ναός αποπερατώνεται το 1805 και αποτελεί μέχρι και σήμερα την εκκλησία του χωριού. Το ίδιο έτος (1805), και ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του, το επαγγελματικό του δαιμόνιο τον επανέφερε στις Σέρρες, ακριβώς την εποχή που το εμπόριο βρισκόταν στην ακμή του.
Σύντομα αναδείχθηκε σε μεγάλο τραπεζίτη και μεγαλέμπορο της εποχής εκείνης, σεβαστό ακόμα και στους Τούρκους Μπέηδες, τους οποίους πολλές φορές στήριζε οικονομικά, δανείζοντάς τους σημαντικά ποσά για τις συναλλαγές τους, ενώ η μεγάλη του εμπορική δραστηριότητα ξεπέρασε τα σύνορα με υποκαταστήματα στη Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη και στη Βιέννη. Η επιρροή του έφτασε μέχρι και τον Οθωμανό τοπάρχη των Σερρών, Ισμαήλ Μπέη, τον αντίποδα του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, του οποίου, από το 1810, αναλαμβάνει τη διαχείριση των οικονομικών και περιουσιακών υποθέσεών του, ενώ η ισχυρή θέση που κατείχε του επέτρεπαν να είναι παρών και να ενεργεί ακόμα και σε πολύ σοβαρές δημόσιες υποθέσεις. Μετά από ενέργειές του προς τον Σουλτάνο, τον έπεισε να ανατεθεί στον Μητροπολίτη Σερρών το δικαίωμα να επιλύει (δικάζει) τις διαφορές μεταξύ των χριστιανών. Συμβάλλει επίσης στην ίδρυση εμποροδικείου για την εκδίκαση των εμπορικών διαφορών, με πρόεδρο τον Μητροπολίτη και διαιτητές εμπόρους.
Μετά τον θάνατο του Ισμαήλ Μπέη, την εξουσία στην περιοχή των Σερρών αναλαμβάνει ο γιος του, Γιουσούφ Μπέη, ο οποίος αποδεικνύεται αισχροκερδής και σπάταλος δημιουργώντας τεράστια χρέη προς τον Εμμανουήλ Παπά τα οποία αδυνατεί να πληρώσει. Το 1817 οι σχέσεις των δύο ανδρών χειροτερεύουν με τον Γιουσούφ να εκδηλώνει δολοφονικές διαθέσεις εναντίον του Παπά, γεγονός που οδηγεί τον τελευταίο να εγκαταλείψει την περιοχή των Σερρών μαζί με τον γιο του, Γιαννάκη και λίγους επίλεκτους Σερραίους, γεγονός που τον λύπησε, αφού αναγκάστηκε και άφησε ανυπεράσπιστους τους συμπολίτες του υπό την τυραννία του αισχροκερδή Τούρκου διοικητή. Η ομάδα του Παπά εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη, ενώ η οικογένειά του τέθηκε υπό την προστασία του Μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθου, ύστερα και από την απόπειρα του Γιουσούφ να πυρπολήσει το σπίτι του Παπά.
Μύηση στην Φιλική Εταιρία και επανάσταση στην Μακεδονία
Το Λάβαρο των Μακεδονικών δυνάμεων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 που υψώθηκε στη μάχη της Ρεντίνας, στις 17 Ιουνίου 1821, στη Μακεδονία υπό την αρχηγία του Αρχιστράτηγου Εμμανουήλ Παπά. |
Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση του 1821, ο Εμμανουήλ Παπάς εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη στις 23 Μαρτίου 1821 και μετέβη στη Μονή Εσφιγμένου στο Άγιο Όρος. Η περιοχή εθεωρείτο το καταλληλότερο ορμητήριο για την εξέγερση της Μακεδονίας, όχι μόνο γιατί η χερσόνησος είναι φυσικώς οχυρωμένη, αλλά ακόμη γιατί οι περίπου 3.000 άνδρες που μόναζαν θα μπορούσαν να αποτελέσουν αξιόλογη στρατιά. Εκεί, αφού έφθασε με πλοίο του θρακιώτη φιλικού Αντώνη Βισβίζη που ήταν γεμάτο όπλα και πολεμοφόδια, αγορασμένα από τον ίδιο, ύστερα από εντολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από ηγουμένους και μοναχούς] Από εκεί, ο Παπάς προχωρούσε με προσεκτικά βήματα και ανάλωσε ολόκληρο τον Απρίλιο για την προπαρασκευή του αγώνα. Είχε επίγνωση της δυσκολίας, λόγω της γεωγραφικής θέσης της Μακεδονίας, κοντά στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και περιβαλλόμενης από εχθρικά στρατεύματα γειτονικών περιοχών, γεγονός που αύξανε τον κίνδυνο εγκλωβισμού των επαναστατών. Οι εξελίξεις, όμως, τον έφεραν προ τετελεσμένων. Ο διοικητής της Θεσσαλονίκης, θορυβημένος από τις ειδήσεις σχετικά με τις επαναστάσεις των Ελλήνων στη Μολδοβλαχία και στη νότια Ελλάδα, αποφάσισε τη διενέργεια προληπτικών πληγμάτων. Στις 16 Μαΐου, η τοπική φρουρά του Πολυγύρου, εκτοξεύοντας απειλές για γενική σφαγή, άρχισε βιαιοπραγίες σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Οι κάτοικοι αντέδρασαν και νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας επιτέθηκαν και εξόντωσαν τη φρουρά. Στη συνέχεια στράφηκαν εναντίον των προελαυνόντων τουρκικών δυνάμεων της Παζαρούδας και των Χασικοχωρίων, που αριθμούσαν 1.000 άνδρες, και τις απώθησαν. Την ίδια ημέρα συγκλήθηκε έκτακτη σύνοδος με τη συμμετοχή λαϊκών και μοναχών στην πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, τις Καρυές, η οποία αποφάσισε την άμεση κήρυξη της επανάστασης Στις 17 Μαΐου του 1821, κηρύχθηκε η επανάσταση στην Μακεδονία, ενώ ο Εμμανουήλ Παππάς ανακηρύχθηκε "αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας". Αφού εγκατέστησε το αρχηγείο του στο Άγιο Όρος, με τους 2.500 άνδρες του ανέλαβε δράση με παράλληλες εξεγέρσεις στην Κασσάνδρα, την Ορμύλια, τη Σιθωνία και τα Μαντεμοχώρια. Τον Ιούνιο του 1821, σε συνεργασία με τον καπετάν Χάψα, οπλαρχηγό της Δυτικής Χαλκιδικής, πετυχαίνουν σημαντικές επιτυχίες κατά των Τούρκων στα Στάγειρα και στον Σταυρό, ενώ καταλαμβάνουν και την Ιερισσό. Έτσι, ο αγώνας γενικεύεται σ’ όλα τα χωριά της Χαλκιδικής, ενώ επαναστατούν και όλα τα μοναστήρια του Αγίου Όρους.
Μετά τις πρώτες νίκες οι επαναστάτες κινήθηκαν πάνω σε δύο άξονες. Ο Εμμανουήλ Παπάς προχώρησε βόρεια και συγκεκριμένα με κατεύθυνση τα στενά της Ρεντίνας, τα οποία κατείχαν στρατηγική θέση πάνω στην οδό Καβάλας-Θεσσαλονίκης. Εκεί, ο Παπάς θα μπορούσε να αποτρέψει πιθανή απόπειρα τουρκικής ενίσχυσης από την πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Όσον αφορά τον δυτικό άξονα επίθεσης, ο καπετάν Χάψας, με ιδιαίτερη ορμητικότητα, κατέφθασε στην επαναστατημένη κωμόπολη των Βασιλικών και έπειτα κατεδίωξε τουρκική δύναμη μέχρι το χωριό Σέδες (Θέρμη), μόλις τρεις ώρες από τη Θεσσαλονίκη, ωστόσο η έλλειψη ενισχύσεων και πολεμοφοδίων, απειλούν την συνέχιση της πορείας των στρατευμάτων. Ο Παπάς, στράφηκε για βοήθεια προς τους οπλαρχηγούς της περιοχής του Ολύμπου, που είχε μακρά παράδοση αρματολισμού, όμως αυτοί δίσταζαν να απομακρυνθούν από τις βάσεις τους.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο οι εκκλήσεις για βοήθεια συνάντησαν προσφορότερο έδαφος, με τον Μπαϊράμ πασά, που είχε συγκεντρώσει ισχυρή δύναμη από την ανατολική Θράκη και την Καλλίπολη για την καταστολή της επανάστασης στη νότια Ελλάδα, να σπεύδει προς βοήθεια. Στα μέσα Ιουνίου του 1821 ο Μπαϊράμ πασάς, με 23.000 άνδρες, χτύπησε το σώμα του Εμμανουήλ Παπά στα στενά της Ρεντίνας και το απώθησε εύκολα.Ο Παπάς μέσω των βουνών κατέφυγε στον Πολύγυρο, ενώ το τουρκικό ιππικό (3.000 άνδρες) με απηνή καταδίωξη εξολόθρευσε την οπισθοφυλακή του. Στη συνέχεια ο Μπαϊράμ πασάς μετέβη στη Θεσσαλονίκη, όπου κήρυξε γενική επιστράτευση. Συγκεντρώθηκε μια εντυπωσιακή δύναμη 30.000 πεζών και 5.000 ιππέων. Επόμενος στόχος των Τούρκων ήταν τα Βασιλικά. Οι επαναστάτες επιχείρησαν να εκκενώσουν την κωμόπολη από τα γυναικόπαιδα, ωστόσο ο Αχμέτ μπέης των Γενιτσών πρόλαβε την κίνηση τους. Εισβάλλοντας στα Βασιλικά τα πυρπόλησε και έσφαξε τον πληθυσμό. Ο καπετάν Χάψας με 200 μόλις άνδρες επεδίωξε να οργανώσει γραμμή άμυνας μπροστά στον προελαύνοντα Μπαϊράμ πασά, έξω από τα Βασιλικά. Ύστερα από σκληρότατη σύγκρουση οι επαναστάτες κάμφθηκαν. Εξήντα δύο από αυτούς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο καπετάν Χάψας, έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Σε εκατοντάδες ανήλθαν οι απώλειες των Τούρκων. Με την κατάρρευση του μετώπου, η κεντρική Χαλκιδική παραδόθηκε στο εκδικητικό μένος των Τούρκων οι οποίοι πυρπολούσαν και έσφαζαν χωρίς καμία διάκριση.
Οι διασωθείσες επαναστατικές δυνάμεις κατέφυγαν στις χερσονήσους της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας και του Αγίου Όρους. Ο Παπάς οχύρωσε τη διώρυγα της Ποτίδαιας, που χώριζε την Κασσάνδρα από την υπόλοιπη Χαλκιδική, με τους Τούρκους, στις αρχές Ιουλίου, να πραγματοποιούν ισχυρή επίθεση όπου τελικά κατάφεραν και πέρασαν τη διώρυγα, ωστόσο οι επαναστάτες με ελιγμό, απέκλεισαν ξανά την διώρυγα, ενώ ταυτόχρονα ασκήθηκε ισχυρή πίεση στην εμπροσθοφυλακή των τουρκικών δυνάμεων. Τότε, οι Τούρκοι καταλήφθηκαν από πανικό και οδηγήθηκαν σε άτακτη φυγή. Πίσω τους άφησαν 500 νεκρούς, επτά σημαίες και άφθονα κιβώτια με πυρομαχικά. Επίσης κατέφθασαν 11 ψαριανά πλοία τα οποία έπληξαν με τα πυροβόλα τους το εχθρικό στρατόπεδο και άφησαν πολεμοφόδια. Παρά τις θεαματικές αυτές επιτυχίες, ο Παπάς δεν έτρεφε αυταπάτες. Οι δυνάμεις του, αποκομμένες από τις υπόλοιπες επαναστατικές εστίες, απαιτούσαν συνεχή ροή μεγάλου όγκου εφοδίων.
Την ίδια περίοδο στις Σέρρες εκδηλώθηκε επαναστατικό κίνημα με την καθοδήγηση του Μητροπολίτη Χρύσανθου, το οποίο όμως πολύ γρήγορα κατεστάλη. Οι Τούρκοι δεν διέπραξαν αντίποινα, γι΄ αυτό και η ημερομηνία αυτή, 8η Μαΐου του 1821, είναι ημέρα γιορτής του Ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου, ο οποίος και θεωρήθηκε σωτήρας της πόλης. Το 1835 έχτισαν προς τιμή του ομώνυμο ναό στη συνοικία Άνω Καμενίκια. Ενώ όμως η πόλη απέφυγε την καταστροφή, η σύζυγος και τα παιδιά Εμμανουήλ Παπά φυλακίστηκαν, η περιουσία του δημεύτηκε και το σπίτι του κάηκε.
Το τέλος του Εμμανουήλ Παπά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου