Κυριακή 6 Μαρτίου 2022

Ο ΗΡΩΣ ΤΩΝ ΣΕΡΡΩΝ

 

Του Βασιλείου Γιαννογλούδη, καθηγητού 4ου Λυκείου Σερρών και αντιπροέδρου Ε.Μ.Ε.Ι.Σ. Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Παρατηρητής (Σερρών) φ. 16/2/2022 σσ. 10-11

Εισαγωγικά: Ο πρόεδρος της Ε.Μ.Ε.Ι.Σ. κ. Δημήτριος Δημούδης είναι γνωστός για το αμέριστο ενδιαφέρον του για την τοπική μας ιστορία και εκτός από την επί σειρά ετών επιτυχή του προεδρεία στην ΕΜΕΙΣ, είναι και συλλέκτης καρτών, εγγράφων, βιβλίων και άλλων αντικειμένων που αναφέρονται σε Σερραίους ή στο Ν. Σερρών.

Στις 1/12/2021, προμηθεύτηκε από το παλαιοπωλείο «Ερατώ» του Αθανάσιου Ι. Γκολέμη ένα μικρό φυλλάδιο 40 σελίδων διαστάσεων 15Χ22 εκ. της συγγραφέως Αρσινόης Παπαδοπούλου, που εκδόθηκε το 1915 από το βιβλιοπωλείο της «Εστίας» του εκδότη Ιωάννη Κολλάρου. (εικόνα 1: το εξώφυλλο του φυλλαδίου)

Στο φυλλάδιο περιέχονται δύο διηγήματα και δύο ποιήματα. Το πρώτο διήγημα έχει τίτλο: «Ο Ήρως των Σερρών» και καταλαμβάνει τις σελ. 7-17, ενώ το δεύτερο έχει τίτλο «Η Αθηναία Σουλτάνα» στις σελ. 23-34. Τα ποιήματα, το πρώτο έχει τίτλο «Ο πόθος του μικρού Αθηναίου» (σχολικό εμβατήριο που γράφτηκε το 1904 με την αναχώρησε του Παύλου Μελά για την Μακεδονία) στις σελ. 19-21 και το δεύτερο έχει τίτλο «Ο μικρός Ναύτης» (ποίημα που το πρώτο τετράστιχο του είναι: Τί ωφελεί αν προσπαθήσω/ Μέγας και πλούσιος να γεννώ,/ Αν την πατρίδα δεν τιμήσω/ Μεγάλην αν δεν την ιδώ!) στις σελ. 35-37. Η όλη έκδοση κοσμείται και από ασπρόμαυρες φωτογραφίες διαφόρων περιοχών

και στην αρχή του ποιήματος του «Ο μικρός Ναύτης» του πολεμικού πλοίου ΑΡΗΣ, που σύμφωνα με την συγγραφέα του, έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1821 και ήταν το πρώτο πολεμικό πλοίο των Ελλήνων. (εικόνα 2)

Το φυλλάδιο που εκδόθηκε το 1915, στον απόηχο του Μακεδονικού αγώνα και των Βαλκανικών πολέμων και 1,5 χρόνο μετά την απελευθέρωση των Σερρών, διαπνέεται στο σύνολο του από εθνικά χαρακτηριστικά (έως σοβινιστικά θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει μερικά από αυτά) και η κυρίαρχη ιδέα των μυθιστορημάτων και των ποιημάτων είναι ότι οι ατομικές επιδιώξεις, η ίδια η ζωή μας, οφείλουν να υποταχθούν σε ευρύτερα συλλογικά-εθνικά πλαίσια και μάλιστα στις κυρίαρχες τότε εθνικές επιδιώξεις της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας. Φυσικά το ενδιαφέρον μας στράφηκε στο πρώτο διήγημα με τίτλο «Ο Ήρως των Σερρών». Πρόκειται για αναμνήσεις μιας Θεσσαλονικιάς γιαγιάς που ζούσε στην Αθήνα και είχε επισκεφθεί τα Σέρρας την περίοδο της τουρκοκρατίας, πριν την επανάσταση του 1821 (στον επίλογο μας πληροφορεί η αφηγήτρια ότι το γεγονός έγινε πριν 100 χρόνια). Ο τόπος της αφήγησης, προσομοιάζει με μεγάλη ακρίβεια, με το χώρο των Σερρών στην περιοχή της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονα, όπου διασώζονται υπολείμματα της γέφυρας υδραγωγείου οθωμανικής εποχής. Στο πάνω μέρος της σελίδας 7 του φυλλαδίου με την αρχή του αφηγήματος για τον Ήρωα των Σερρών, υπάρχει μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία της πόλης των Σερρών που είναι ταυτόσημη με την έγχρωμη φωτογραφία που δημοσιεύτηκε από τον Γιώργο Καφταντζή στο βιβλίο του «Ιστορία της πόλεως Σερρών και της περιφέρειας της» τ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1996. 

Ο θρύλος του Καβαλάρη των Σερρών είναι ένα νεαρό ελληνόπουλο που πραγματοποιεί εθελοντικά, κατόπιν επιθυμίας Σερραίου Οθωμανού διοικητή για λόγους διασκέδασης, μια παράτολμη πράξη, της διέλευσης με το άλογό του από στενή, ψηλή και χωρίς προστατευτικά γέφυρα (το οθωμανικό υδραγωγείο της περιοχής Αγ. Παντελεήμονα) και το έπαθλο που ζήτησε για την πράξη του αυτή, ήταν η απελευθέρωση των ομοεθνών του από τις φυλακές. Μετά από έρευνα ανακαλύψαμε ότι ο θρύλος αυτός αναφέρεται και στο βιβλίο του Γ. Καφταντζή, «Ιστορία της πόλεως Σερρών και της περιφέρειας της» τ. Α΄, εκδ. Δίφρος, Αθήναι 1967, στις σελ. 61-62, όπου ο συγγραφέας το κατέγραψε όπως ακριβώς το άκουσε (με Σερραϊκή ντοπιολαλιά) απ’ τη γιαγιά του Ελένη Αραβαντινού, που πέθανε 93 χρονών το 1955. Τελικά το μικρό φυλλάδιο του 1915 της Αρσινόης Παπαδοπούλου αποτελεί την παλαιότερη γραπτή μαρτυρία για το θρύλο του νεαρού Έλληνα Καβαλάρη των Σερρών. Απολαύστε το!

— Θα μου ειπής, κανένα παραμύθι, που να έγεινε καμμιά φορά εις τόπο αληθινό, που τον

είδες ; Ηρώτησεν ο μικρός Νίκος την μάμμην του.

— Παραμύθι, που να έγεινε εις τόπο αληθινό, που τον είδα ; Απήντησεν εκείνη.

— Δεν γίνονται, παιδί μου, συχνά κατορθώματα τόσον ωραία, τόσον απίστευτα, ώστε να

μοιάζουν με παραμύθια, αλλ’ όταν ήμουν μικρά και εζούσα με τους γονείς μου εις την Μακεδονίαν,

μου έδειξαν μίαν μισοκρημνισμένην γέφυραν ανάμεσα εις δύο καταπράσινα βουνά και μου

διηγήθησαν την ιστορίαν, η οποία, αν και επέρασαν τόσα χρόνια από τότε, μένει πάντοτε ζωηρά εις

την ενθύμησίν μου.

— Πού ήσουν, γιαγιά, εις την πατρίδα σου την Θεσσαλονίκην;

— Όχι, εις τας Σέρρας. Είχομεν υπάγει εκεί να επισκεφθούμε μίαν θείαν μου, αυτή μάς επήρε

να περάσωμεν ολόκληρον ημέραν εις την εξοχήν εις ένα από τα δυο καταπράσινα εκείνα βουνά. Εκεί

είδα την γέφυραν, η οποία κρέμεται επάνω εις ένα φοβερό χάος.

— Συνέβη κανένας πόλεμος εκεί, γιαγιά; Πώς μ’ αρέσει ν’ ακούω ιστορίαις με πολέμους!

— Όχι, παιδί μου, άκουσε. Η γέφυρα εκείνη ήτο τόσο στενή, ώστε ούτε ελάφι δεν είχε ποτέ

περάσει από εκεί, ούτε ήτο καν ίσια από επάνω, αλλά καμαρωτή· διότι εις παλαιούς χρόνους την

είχαν κτίσει διά να μεταφέρουν το νερό από το ένα βουνό εις το άλλο· ήτο λοιπόν υδραγωγείον.

Κάτω, καθώς σου είπα, ένα φοβερό βάραθρον ανοίγεται και το βλέπει κανείς εις όλον το άγριον του

μεγαλείον, όταν κάθεται εις τα πλευρά του βουνού, εκεί όπου πυκνοί πλάτανοι το σκεπάζουν. Εκεί

από υψηλά ένας καταρράκτης πηδά και με βοήν χύνεται εις τον ποταμόν, ο οποίος βαθειά κάτω από

την γέφυραν περνά και πότε έχει ολίγον νερό, πότε είνε θολός, εξωγκωμένος, άγριος.

Εικόνα 4:Το Οθωμανικό υδραγωγείο Σερρών στην περιοχή Αγ. Παντελεήμονος

— Χείμαρρος θα είνε, γιαγιά ;

— Ναι εύγε, Νίκο μου, χείμαρρος.

— Λοιπόν το έτος εκείνο της ιστορίας μου, μεγάλη δυστυχία εβασάνιζε τας Σέρρας και όλα

τα περίχωρα· ραγδαίαι βροχαί και χάλαζα δυνατή είχον καταστρέψει τα γεννήματα. Ο χείμαρρος

αυτός, ο οποίος περνά κάτω από την γέφυραν, περνά και από μέσα από την πόλιν των Σερρών είχε

λοιπόν πλημμυρήσει τότε και είχε παρασύρει καλύβας και είχε ρίψει φραγμούς εις αυλάς οικιών και

είχεν έμβει εις αποθήκας εμπορικών καταστημάτων... Πολύ φοβερωτέρας ακόμη ζημίας είχε

προξενήσει εις τας εξοχάς ένας άλλος μεγάλος ποταμός, ο Στρυμών, ή όπως τον λέγουν οι Τούρκοι

το Μαύρο Νερό (Καρασού). Αυτός ποτίζει όλα τα πλούσια κτήματα και τ’ αμπέλια και τας φυτείας

του βάμβακος, όσαι εκτείνονται εις τα περίχωρα των Σερρών. Τότε μάλιστα αι βαμβακοφυτείαι ηπλώνοντο απέραντοι· διότι ήκμαζε κατά τους χρόνους εκείνους το εμπόριον τούτο, και ευρίσκετο

όλον εις τας χείρας των Ελλήνων.

Από τας πλούσιας επίσης φυτείας των καπνών, του γλυκανίσου, του ρυζιού, του αραβοσίτου,

του σησαμιού, τίποτε δεν είχεν απομείνει· όλα αυτά τα προϊόντα της γης, όσα έφερον τον πλούτον

εις τους εργατικούς εκείνους κατοίκους, είχον εντελώς καταστραφή· χιλιάδες πτωχών ανθρώπων, οι

οποίοι έζων με το ημερομίσθιον από την καλλιέργειαν των αγρών, δεν εύρισκον πλέον εργασίαν και

η πείνα εβασίλευεν.

Αλλ’ οι Χριστιανοί, είτε ευτυχείς ήσαν οι χρόνοι είτε δυστυχείς, ήσαν ηναγκασμένοι πάντοτε

να πληρώνουν πολλούς και βαρυτάτους φόρους εις τους Τούρκους. Έβλεπε λοιπόν κανείς το έτος

εκείνο εις τους δρόμους μικρά παιδία να πλανώνται γυμνά και χλωμά· διότι οι πατέρες των είχον

ριφθή εις την φυλακήν. Έβλεπεν επίσης πολλάς ηλικιωμένας γυναίκας και γέροντας

εντροπιασμένους, με τρεμουλιαστά χέρια να ζητούν διά πρώτην φοράν της ζωής των ελεημοσύνην·

διότι τα μεγάλα των παιδιά, εκείνα τα οποία με την εργασίαν των έφερον χρήματα εις το σπίτι,

ευρίσκοντο φυλακισμένα διά χρέη.

Συνέπεσε το έτος εκείνο ένας μεγάλος βεζύρης να επισκεφθή τον Βαλήν· τον είχε στείλει από

την Κωνσταντινούπολιν ο Σουλτάνος. Ο Βαλής αφού έδωκε προς τιμήν του πολλά γεύματα μέσα εις

το παλάτι του εις τας Σέρρας, εσκέφθη να δώση εις αυτόν και μίαν έκτακτον διασκέδασιν εις την

μαγευτικήν εκείνην εξοχήν. Έγειναν λοιπόν μεγάλαι ετοιμασίαι· εις την γέφυραν πλησίον εις εν από

τα δύο κατάφυτα βουνά, εστήθη πολυτελεστάτη σκηνή και τάπητες βαρύτιμοι της Ανατολής

εστρώθησαν παντού επάνω εις την χλόην μετεκομίσθησαν επίσης έως εκεί επάνω τα πολυτελέστερα

κρυστάλλινα και χρυσά και αργυρά σκεύη της τραπέζης του Βαλή. Δούλοι πολλοί και μαύραι

χορεύτριαι ωδηγήθησαν εκεί διά να διασκεδάσουν τους επισήμους ξένους με χορούς με τα ντέφια

των και με άσματα, ενόσω θα διήρκει το γεύμα. 

Ο Βαλής μόνος του ήλθε να επιθεωρήση τας προετοιμασίας, αλλά δεν εφάνη εντελώς ευχαριστημένος. Ήθελε να δώση εις τον φιλοξενούμενόν του μίαν εντελώς ασυνήθιστον διασκέδασιν, διά να την ενθυμήται και όταν αναχωρήση. Το γεύμα είχεν πλέον αρχίσει, αλλ’ ο Βαλής, ενώ έτρωγε, συχνά εκύτταζε την γέφυραν· έξαφνα προσκαλεί τον υπασπιστήν του και κάτι του λέγει εις το αυτί. Εκείνος εφάνη ως να έμεινεν εκεί απολιθωμένος· τόσον τον ετάραξεν η διαταγή, την οποίαν έλαβε.

«Πήγαινε, του είπε, να μου φέρης εδώ κανένα άνθρωπον, ο οποίος με ένα πήδημα να περάση

με το άλογό του τρεχάτος από το ένα βουνό εις το άλλο, επάνω απ’ το γεφύρι !

Και ποιος θα εδέχετο να διασκεδάση με τον θάνατόν του τον Βαλήν; Ήτο βέβαιος ο θάνατος·

και ο τολμηρότερος ιππεύς δεν θα κατόρθωνε ένα τέτοιο πήδημα! Το χάσμα ανάμεσα εις τα δυο

βουνά, καθώς σας είπα, ήτο φοβερόν· το βάραθρον κάτω βαθύτατον· αλλά και πριν προφθάση ακόμη

να πέση νεκρός κάτω εις τον ποταμόν, θα εγίνετο κομμάτια επάνω εις τους βράχους!

Οι Βαλήδες όμως, οι νομάρχαι δηλ. εκείνοι των Τουρκικών επαρχιών, αν τώρα έχουν μεγάλην

εξουσίαν να κάμνουν ό,τι θέλουν, τότε, εις τους χρόνους εκείνους της αγριότητος, είχον εξουσίαν

απεριόριστον· κανείς δεν ετόλμα ν’ αντιτείνη εις ό,τι εκείνοι διέτασσον.

Έκαμε λοιπόν ο αξιωματικός το σχήμα της υποταγής και συλλογισμένος πολύ απεμακρύνθη.

Μετ’ ολίγον κήρυκες βιαστικά έτρεχον παντού εις τους δρόμους των Σερρών και εις τα χωρία

και εγνωστοποίουν εις τους κατοίκους την επιθυμίαν του υψηλού κυρίου των· επληροφόρουν επίσης

αυτούς, ότι μεγάλη αμοιβή επερίμενεν εκείνον, ο οποίος διά να ευχαριστήση τον Βαλήν θα

επετύγχανε ένα τέτοιο κατόρθωμα.

*


Το γεύμα είχε τελειώσει· οι χοροί ζωηρότεροι τώρα εξηκολούθουν και τα βουνά

αντηλαλούσαν από τα ντέφια και από τα τραγούδια. Ένας σχοινοβάτης και ένας γελωτοποιός εμπρός εις τον Βεζύρην ητοιμάζοντο να κάμουν διάφορα γυμνάσματα και αστειότητας διά να τον

διασκεδάσουν. Αλλά τότε ένας νέος έως δέκα οκτώ ετών, υψηλός, με συμπαθητικήν φυσιογνωμίαν,

ήλθε και εστάθη εμπρός εις τον Βαλή.

«Εγώ, Βαλή μου, θα κάμω αυτό που εζήτησες».

Άφισεν ο Βαλής τον ναργιλέ του και τον εκύτταξεν από κεφαλής μέχρι ποδών.

— Έχεις άλογο; τον ηρώτησε ή να σου δώσω το καλλίτερο από τα δικά μου.

— Όχι, Βαλή μου, έχω δικό μου.

Ήτο Χριστιανός ο νέος· Ευάγγελον τον έλεγον και όλοι εις τας Σέρρας τον εγνώριζον· διότι

από πολύ μικρός είχε χάσει τον πατέρα του, και από τότε ό,τι εργασίαν του έδιδον, όσον δύσκολη

και να ήτο, προσπαθούσε να την κάμνη διά να συντηρή την μητέρα του, η οποία αυτόν μόνον είχεν

εις τον κόσμον. Όταν εμεγάλωσε διά μη της λείπη τίποτε, ανέλαβε δύσκολον και κοπιαστικήν

εργασίαν, έγεινε ταχυδρόμος και παραγγελιοδόχος· εις τους χρόνους εκείνους δρόμοι τακτικοί και

συγκοινωνίαι δεν υπήρχον, επήγαινε λοιπόν από το ένα χωρίο εις το άλλο, και από την μίαν πόλιν εις

την άλλην, μέσα, από τα άβατα βουνά, πότε διά να μεταφέρη εμπορεύματα ή χρήματα των

Χριστιανών ή των Τούρκων, πότε γράμματα, πότε διά να εκτελέση καμμίαν παραγγελίαν ή διά να

χρησιμεύση ως οδηγός εις ταξειδιώτας. Είχεν άλογον ιδικόν του· το άλογόν του, ευσπλαχνικός καθώς

ήτο ο Ευάγγελος, το επεριποιείτο πολύ και δι’ αυτό ήτο εύρωστον και ρωμαλέον ζώον. Με την

νοημοσύνην, την οποίαν όλα τα ζώα έχουν, εννόει ότι ο κύριός του το ηγάπα και με προθυμίαν και

εκείνο τον υπηρετεί, χωρίς να δείξη ποτέ πείσμα ή κούρασιν.

Επλησίασε τώρα εις το άλογόν του ο Ευάγγελος και ήρχισε να το χαϊδεύη, όπως συνήθιζε να

κάμνη, οσάκις επρόκειτο ν’ αναχωρήση μαζί του εις καμμίαν πολύ κουραστικήν οδοιπορίαν, έπειτα

ανέβη εις αυτό και εχάθη ανάμεσα εις το πλήθος.

Το πλήθος, ολονέν εγίνετο πυκνότερον· διότι όλοι είχον μάθει την διαταγήν του Βαλή και

έτρεχον με αγωνίαν εις την εξοχήν να ιδούν τί θ’ απογείνη.

*


Έξαφνα ένας δυνατός καλπασμός αντήχησε

Έξαφνα ένας δυνατός καλπασμός αντήχησεν από το απέναντι βουνόν, κάποιος με ορμήν

φοβεράν έτρεχε προς την γέφυραν. Οι χοροί και τα τραγούδια έπαυσαν διά μιας· αι μαύραι χορεύτριαι

ακίνητοι από έκπληξιν έμειναν με τα ντέφια υψωμένα, καθώς ήσαν, ένας ανατριχιασμός διέτρεξεν

όλον εκείνο το πλήθος των Χριστιανών και των Τούρκων !

Σιωπή βαθεία εβασίλευσε παντού.

Ηκούετο τώρα η βοή του καταρράκτου και το μουγκρητό κάτω βαθειά του ποταμού, θολού

και εξηγριωμένου· ηκούετο και το πέταγμα των κοράκων, οι οποίοι επλανώντο εδώ και εκεί επάνω

εις την άβυσσον. Όλα αυτά έδιδαν κάτι θλιβερόν, κάτι πένθιμον εις το θέαμα εκείνο. Δεν ήτο πλέον

αυτή διασκέδασις, χάριν της οποίας είχε συρρεύσει τόσος λαός ! Ήτο κάτι πολύ, φοβερώτερον παρά

αν παρίσταντο μάρτυρες εις θανατικήν εκτέλεσιν !

Και ο Βαλής κατάχλωμος τώρα έβλεπεν.

Ο νέος ογρηγορώτερος από αστραπήν επλησίαζε προς την γέφυραν. Θα έλεγε κανείς, ότι εις

τα στήθη όλων εκείνων των ανθρώπων είχε σταματήσει η αναπνοή.

Διά μίαν στιγμήν υψηλά, ανάμεσα από τα δύο βουνά, με την φοβεράν άβυσσον κάτω, κυρτόν

όλον επάνω εις το άλογόν του τον είδαν να σταθή επάνω από την γέφυραν ! Ούτε ήγγισε καν το

άλογόν του με τα πόδια του την γέφυραν, αλλ’ όπως εκσφενδονίζεται η σφαίρα του κανονιού, με

ορμήν, ήλθε και έπεσεν εμπρός εις τον Βαλήν.

Χιλιάδες χείρες ηπλώθησαν διά να κρατήσουν τον νέον, διά να τον βοηθήσουν να ξεπεζεύση·

αφρός έτρεχεν από το στόμα του, αναπνοήν δεν ειμπορούσε να πάρη·

αλλ’ είχε το χαμόγελο εις τα χείλη και εις τα μάτια του έλαμπεν ευτυχία μεγάλη !

— Τί θέλεις να σου δώσω; τον ερωτά ο Βαλής. Ό,τι και αν επιθυμήσης, δεν θα το αρνηθώ.

— Ένα καφέ, Βαλή μου, θέλω !

Ενόμισαν ότι εζήτει τον καφέ διά να συνέλθη.

— Ειπέ μου, τί θέλεις να σου δώσω! Επανέλαβεν ο Βαλής· αυτό το κατόρθωμα αξίζει ό,τι

και αν ζητήσης. Θέλεις ένα μεγάλο κτήμα, ένα τσιφλίκι, με εισόδημα ώστε να ζήσης πλέον σαν

αφέντης;

— Μήπως προτιμάς, τον ηρώτησεν ο Βεζύρης, να σε πάρω μαζί μου εις την

Κωνσταντινούπολιν, εις το Σουλτανικό παλάτι, να γείνης υπασπιστής του Σουλτάνου; Παλληκάρι

σαν και σένα αξίζει να βγαίνη μαζί του εις το πλάι του.

— Αφού είσαι Έλλην, διέκοψεν ο Βαλής, βέβαια αγαπάς την δόξαν! Θέλεις να σου

προσφέρωμεν κανέν αδαμαντοκόλλητον παράσημον;

— Μήπως σου αρέσει καλλίτερα, αντί να σε λέγουν Ευάγγελο μονάχα, να σε ονομάσωμε από

σήμερα Ευάγγελο Εφένδη; ή Ευάγγελο ΙΙασσά ; Επέμενεν ο Βεζύρης.

Τον Βεζύρην εκείνον η ανδρεία πάντοτε τον ενθουσίαζεν, αλλά την ημέραν εκείνην, το καλόν

γεύμα, εκεί επάνω εις την εξοχήν, είχε φέρει εις εξαιρετικώς καλήν διάθεσιν.

— Ένα καφέ, μόνο θέλω !

Επανέλαβε τώρα με σταθεράν φωνήν ο νέος. Αλλ’ αυτόν τον καφέ ζητώ να μου τον ψήσουν με όλα τα χαρτιά εις όσα είνε γραμμένα μέσα τα χρέη των Χριστιανών.

 Εσιώπησαν διά μίαν στιγμήν ο Βαλής και ο Βεζίρης και εκύτταξαν με θαυμασμόν τον νέον· έπειτα ο Βαλής εκτύπησε τας χείρας.

— Πήγαινε, είπεν εις τον αξιωματικόν, ο οποίος έτρεξε να λάβη τας διαταγάς του, να μου φέρης εδώ τον εισπράκτορα των φόρων με τα βιβλία του.

Και εις την άκραν της γεφύρας, εις το κατάφυτο βουνό, μία μεγάλη πυρά εφεγγοβόλησε· την άναψαν με τα χαρτιά όσα εξεσχίσθησαν από μέσα από το μεγάλο βιβλίον, εις το οποίον εγράφοντο τα χρέη των Χριστιανών. Ο καφές, με αυτά εψήθη. Από τας σκοτεινάς φυλακάς εκατοντάδες χριστιανών αφέθησαν ελεύθεροι και επανεύρον τα τέκνα των, τας μητέρας των, τας οικογενείας των !

*

Όταν ο νέος επέστρεψεν εις την πόλιν, πλήθος λαόν τον συνώδευε· πολύ πριν φθάση, μία γραία, πτωχικά ενδυμένη, έτρεξε με νεανικόν βήμα. Ήτον η μητέρα του· είχε παραγγείλει ο Ευάγγελος να μη της ειπούν τίποτε διά να μη τρομάξη.

— Μου το είπαν, παιδί μου, το έμαθα εγώ και ευθύς έτρεξα εις την εκκλησίαν· εις τις πλάκες επάνω έπεσα και έβρεξα με τα δάκρυά μου τα μάρμαρα· εσήκωσα έπειτα το κεφάλι μου και είδα τον Παντοκράτορα ζωγραφισμένο, καθώς είνε ’ς τη μέση με τα χέρια απλωτά, και τον παρεκάλεσα, Αυτόν που προστατεύει όλον τον κόσμον, να μην αφήση να χαθή ένας τέτοιος γυιός... Ο Θεός, παιδί μου, με ήκουσεν, ας είνε δοξασμένος!

— Μητέρα, είπεν ο νέος, ενώ της φιλούσε το χέρι, δεν ζήτησα για σένα τίποτε· διότι είνε ιδικόν μου χρέος να σε συντηρώ με την εργασίαν μου.

— Και θέλω άλλον θησαυρόν εγώ, από σένα; απήντησεν η γραία, ενώ έμβαινε μαζί του εις την πτωχικήν των καλύβην.

*

— Ω! τί ωραία ιστορία! Είπεν ο Νίκος, και τα μάτια του εσπινθηροβολούσαν. Είνε πολύς καιρός αφότου συνέβη αυτό ;

— Μόλις εκατό χρόνια παιδί μου. Η θεία μου, η οποία μου το διηγήθη, είχε γνωρίσει η ιδία τον νέον.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου