Ονομαζόταν Τζουμαγιά μέχρι το 1926 οπότε
μετονομάστηκε σε Ηράκλεια.
Εικάζεται πως στην θέση της υπήρχε η αρχαία πόλη
Ηράκλεια η Σιντική, 978 π.Χ.-1094 μ.Χ. Τελευταίες πληροφορίες για την Ηράκλεια την
Σιντική, βρίσκουμε στα κιτάπια της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης της οποία αποτελούσε
έδρα επισκοπής, στα 1094, οπότε καταστράφηκε από πλημμύρες του ποταμού
Στρυμόνα.
Στα 1441 μέσα σε χρυσόβουλο της Πύλης, που είχε έδρα στην Αδριανούπολη,
αναφέρεται το κτίσιμο και η ίδρυση τζαμιού, (ως τότε οι θρησκευτικοί χώροι των
μωαμεθανών ήταν χώροι που λατρευόταν άλλες θρησκείες, εκκλησίες και συναγωγές μετατρεπόταν σε Τζαμιά) στην θέση Μπαϊρακλή
Τζουμαγιά, το οποίο και γίνεται Βακούφι, αφιερωμένο στην μητέρα του Σουλτάνου
Μουράτ Β' την Βαλιντέ Σουλτάν Εμινέ Χατούν,
Υπήρχε εντοιχισμένη πλάκα με την
αφιέρωση σε ειδικό χώρο του Τζαμιού.
Η Τζουμαγιά ιδρύθηκε σαν οικισμός γύρω στα
1428-1440 μ.Χ. δίπλα στο ομώνυμο τζαμί που χρίστηκε από γηγενής (γύφτους) λίγα
χρόνια πριν κι ήταν το πρώτο Τζαμί (χτισμένο, γιατί οι περισσότεροι χώροι
λατρείας των μωαμεθανών στην Ευρώπη, ήταν ναοί χριστιανικοί ή Ελληνιστικοί και συναγωγές.) Ο
οικισμός απέκτησε μεγάλη αίγλη μια και κάθε Παρασκευή (Τζούμα στα τουρκικά) τον
επισκεπτόταν για να εκτελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα οι πιστοί της
περιοχής κι όχι μόνο.
Την τακτική επισκεψημότητα του οικισμού από θρησκευτικούς
επισκέπτες εκμεταλλεύτηκαν έμποροι και μεταποιητές, από των δυτικό Όλυμπο
(Κοκκινοπλός, Λιβάδι κ.α.), την Πίνδο (Αβδέλλα, Σαμαρίνα) και την Μοσχόπολη κι ήταν
αυτοί που μετέτρεψαν τον οικισμό σε εμπορικό μεταδιακομιστικό και βιοτεχνικό κέντρο.
Πολύ
αργότερα μετοίκησαν κι οι οικογένειές τους κι ιδρύθηκε η κοινότητα Τζουμαγιάς
(1736 - 1745). Για να γίνει μια μεγαλούπολη των 16.000 - 19.000 κατοίκων την
εποχή των διωγμών του Αλή Πασά στις αρχές του 1800.
Η Τζουμαγιά την εποχή
εκείνη είναι εκτός από εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο των Βαλκανίων, είναι και
το πρώτο μεταδιακομιστικό κέντρο στην Ευρωπαϊκή Οθωμανική Αυτοκρατορία
(Τουρκία) οι κάτοικοί της μεταφέρουν - διακινούν τα προϊόντα της Ευρώπης από
άλλα μεταδιακομιστικά κέντρα στην Φιλανδία, στην Ρωσία, στην Ρουμανία και
αλλού, με καραβάνια στην Τζουμαγιά απ' όπου και διανέμουν αυτά στην Πόλη και
την Θεσσαλονίκη.
Στην Τζουμαγιά καταλήγουν και τα καραβάνια που μεταφέρουν
εμπορεύματα από τις Ινδίες, την Αβησσυνία, την Περσία κι άλλες γνωστές χώρες
του νότου. Τα οποία και στην συνέχεια επιστρέφουν μεταφέροντας προϊόντα που
ήρθαν από τον Βορρά, της Σερραϊκής περιφέρειας, του Κάμπου αλλά και των
μεταποιητικών επιχειρήσεων της Τζουμαγιάς.
Η βιοτεχνία στην Τζουμαγιά εκτός από
την υποδηματοποιία που ήταν η πρώτη τέχνη που έφερε του οικονομικούς μετανάστες
δίπλα στο μουσουλμανικό οθωμανικό Τέμενος, ακολουθήθηκε από την κτηνοτροφία,
αρχικά για να καλύψει την έλλειψη δερμάτων, στην συνέχεια το περίσσευμα των
κρεάτων έφερε την ανάγκη της αλλαντοποιίας.
Στην περιοχή καλλιεργούνταν μουριές
για τη σηροτροφία και υπήρχαν πολλές μικρο- εκμεταλλεύσεις μεταποίησης και
παραγωγής μεταξιού και βάμβακος.
Στην Τζουμαγιά λειτουργούσαν δυο
εκπαιδευτήρια, απόφοιτοί τους έγιναν γνωστοί δάσκαλοι/ες που δίδαξαν εκτός από
την Τζουμαγιά σε Σέρρες Σιδηρόκαστρο( Δεμίρ Ισάρ) και σε άλλες πόλεις όπου
ανθούσε η ελληνική παιδεία (Βιένη, Βουκουρέστι, Οδησσό, Τασκένδη, Ιάσιο
κ.λ.π.).
Στην Τζουμαγιά εκτός από την τοπική κοινοτική αρχή και την χωροφυλακή,
δεν είχε στρατιωτικές αρχές ούτε και στρατώνες.
Νέοι από την Τζουμαγιά με
ελληνικό φρόνημα, δημιούργησαν αντάρτικα τμήματα και αντιμετώπιζαν τις εφόδους
των βουλγάρικών τμημάτων που προσπαθούσαν να εκβουλγαρίσουν τους κατοίκους της
περιοχής. Άλλοι πήραν μέρος και στην επανάσταση των νέο- Τούρκων μια που ο
Κεμάλ εφέντης ήταν τακτικός θαμώνας της περιοχής κι είχε πολλούς επιστήθιους
φίλους.
Το σώμα του καπετάν Βλάγμπεη πήρε αμνηστία από την κυβέρνηση των
νεο-Τούρκων.
Στους βαλκανικούς αγώνες οι νέοι της Τζουμαγιάς κατατάσσονται
εθελοντές στα Ελληνικά ευζωνικά σώματα και δίνουν και το αίμα τους για την
απελευθέρωση της περιοχής. Την στάση τους αυτή θα την πληρωθούν από τα
βουλγαρικά στρατεύματα λίγα χρόνια μετά.
Η απελευθέρωση του 1913 βρήκε μια
ακμάζουσα κωμόπολη με προοπτικές μεγαλύτερης ανάπτυξης, δυστυχώς πολύ γρήγορα
οι κάτοικοί της μπήκαν σε νέους μπελάδες, με την κήρυξή του Α' Παγκοσμίου
πολέμου οι Βούλγαροι μπαίνουν στην Τζουμαγιά και παίρνουν τους κατοίκους της
ομήρους στο Ποζάρεβιτς. Η Τζουμαγιά καταστράφηκε το 1916 κατά την διάρκεια του
Α' Παγκοσμίου πολέμου.
Μετά την συνθηκολόγηση οι εναπομείναντες από τις
κακουχίες Τζουμαϊλιώτες επιστρέφουν με διάφορους τρόπους στην πατρίδα τους ένας
λοιμός και ένας τύφος τους αποδεκατίζουν στο λιμάνι της Καβάλας χάνουν της ζωή
τους πάνω από 3.000 κάτοικοι. Φτάνοντας στον τόπο τους δεν βρίσκουν τίποτε που
να θυμίζει την ακμάζουσα πολιτεία. Απογοητευμένοι προσπαθούν να βρουν χώρους
και τρόπους να ξαναφτιάξουν την ζωή τους. Το Ροδολίβος είναι ένας από τους
πρώτους σταθμούς μετά την Καβάλα, ένας μικρός όγκος μένει προσωρινά κι αρχίζει
να ενσωματώνεται στην τοπική κοινωνία, έχοντας το ένα μάτι στην Τζουμαγιά.
Οι
Σέρρες κι η Θεσσαλονίκη είναι οι δυο μεγαλουπόλεις που υποδέχονται τους
μεταπολεμικούς μετανάστες. Στις δυο αυτές πόλεις ιδρύθηκαν νέοι οικισμοί και
παραχωρήθηκαν οικόπεδα στους "βομβόπληκτους" Ο πόλεμος δεν τελειώνει
κι οι νέοι κατατάσσονται στον στρατό πηγαίνοντας στην Μικρασία.
Σύντομα θα
γυρίσουν πίσω όχι μόνοι . Νέοι πρόσφυγες ελληνόφωνοι αλλά και τουρκόφωνοι θα
κατακλύσουν την περιοχή, κι ενώ δεν αποκαταστάθηκαν οι πρώτοι αρχίζει η
αποκατάσταση των νέων. Σύντομα δημιουργείται επιτροπή η οποία ζητά την
αποκατάσταση και την απαναδημιουργία της Τζουμαγιάς.
Δυτικά της πόλης
δημιουργείται ένας οικισμός με παραπήγματα (παράγκες ) και δίνεται το όνομα της
Τζουμαγιάς. Σιγά - σιγά όσοι δεν αποκαταστάθηκαν γυρίζουν στην πατρίδα
φτιάχνοντας κι ένα παράπηγμα.
Το 1930 παρουσία του πρωθυπουργού Ελευθερίου
Βενιζέλου δίνεται το κλειδί του πρώτου σπιτιού στον Δήμαρχο πρώην καπετάνιο
Στέργιο Βλάγμπεη.
Τα καταστήματα της αγοράς θα αργήσουν, θα δοθούν στους
δικαιούχων μετά από (9) Εννιά χρόνια! Ιστορίες από την Τζουμαγιά, ( Ηράκλεια
Σερρών )
Απόκριες στον 17ο και 18ο αιώνα
Τζουμαγιά η νεότερη πόλη της περιοχής
του Καζά των Σερρών, κτίσθηκε και κατοικήθηκε μετά την κατάκτηση της περιοχής
από τις ορδές των Τούρκων. Κτήτορες τις "Γύφτοι" κάτοικοι της γύρω
περιοχής, κτηνοτρόφοι ή βοσκοί στη δούλεψη κτηνοτρόφων, τους οποίους συχνά
πυκνά οι "δραγάτες της εποχής τους τιμωρούσαν για καταπάτηση κτημάτων
κοινά "ζημιά"! Κάποιος Βλάχος από τα ορεινά τους έστειλε σε ένα
συγγενή του στην Πόλη απ' όπου πήραν την ιδέα της δημιουργίας θρησκευτικού
κέντρου στην περιοχή χτίζοντας ένα ναό (τζαμί) για τους Μωαμεθανούς που
κατοικούσαν στα γύρω χωριά. Ανάγκη για εκκλησία δεν υπήρχε μια κι όλα τα γύρω
χωριά είχαν τις εκκλησίες τους.
Το Τζαμί αυτό αφιέρωσαν στην Σουλτάνα (στην
μητέρα του Σουλτάνου Μουράτ Β' την Βαλιντέ Σουλτάν Εμινέ Χατούν) κι έτσι η
περιοχή έγινε «Βακούφι» και δεν διέτρεχαν τον κίνδυνο της τιμωρίας. Στο τζαμί
αυτό συγκεντρώνονταν κάθε Παρασκευή όλοι οι ομόθρησκοι για να προσευχηθούν.
Εκεί φάνηκε κι ανάγκη για να μπαλώσουν τα «υποδήματά» τους τα οποία κι άφηναν
έξω από τον ναό τους, έτσι βρέθηκε ο πρώτος Έλληνας (βλάχος) επαγγελματίας που
εγκαταστάθηκε στην αρχή σε σκηνή προσωρινά, αλλά στην συνέχεια με άδεια από την
«Πύλη» έγινε συντονισμένη εγκατάσταση εμπόρων και βιοτεχνών στην αρχή από τα
κοντινά χωριά Ράμνα, Μελένικο, Άνω Πορρόια, αλλά κι από απομακρυσμένα μέρη όπως
από την Ήπειρο, την Δυτική Μακεδονία, Μοναστήρι, Οχρίδα, κοινό γνώρισμα όλων
των εποίκων η συγγένεια μεταξύ τους άλλων λίγο κι άλλων πολύ και το γλωσσικό
τους ιδίωμα ένα κράμα ελληνικών και λατινικών που αυτό αποκαλούσαν
«αρουμανέστι».
Χρόνο με το χρόνο η μικρή πολιτεία έγινε το επίκεντρο του
εμπορικού κόσμου της ευρωπαϊκής Τουρκικής Αυτοκρατορίας. Καραβάνια από την
μακρινή «Εσπερία» ερχόταν για να εμπορευτούν τα προϊόντα τους και να φορτώσουν
αυτά τα προϊόντα που έφερναν τα καραβάνια από τα βάθη της Ανατολής και της
Αφρικής. Οι μόνιμοι κάτοικοι της ξεπερνούν τους 18.000 την περίοδο της ακμής
της στα τέλη του 17ου κι αρχές του 18ου αιώνα σύμφωνα με Ευρωπαίους περιηγητές.
Η διασκέδαση εφάμιλλη των καφέ αμάν και Σαντάν της Πόλης και της Σμύρνης, συχνά
πυκνά ο εκάστοτε Σουλτάνος επισκεπτόμενος της πόλη για την διασκέδασή του έδινε
προνόμια (αποκλειστικού εμπορίου σε διάφορα προϊόντα) σε διάφορους εμπόρους της
Τζουμαγιάς, έπαιρνε τους οργανοπαίκτες για να παίξουν στο παλάτι του για τους
ευγενείς ξένους που φιλοξενούσε, ζητούσε να του στέλνουν για το τέλος του
ραμαζανιού από τα εκλεκτά λουκάνικα της αλλά και τους καμηλίσιους, παστουρμάδες
της.
Η Αποκριά.
"Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς οι κάτοικοι της πόλης Γύφτοι και
Βλάχοι (χριστιανοί στο θρήσκευμα, Πατριαρχικοί στην πλειοψηφία) την γιορτάζανε με Διονυσιακές τελετές και
μασκαρέματα. Στην πλατεία Δημαρχείου η λεγόμενη "Μπάρα" όπου ήταν στο πιο χαμηλό σημείο της πόλης
μαζευόταν τα νερά της βροχής κι έκαναν μια λίμνη από λασπόνερα.
Εκεί μαζεύονταν
οι περισσότεροι κάτοικοι και με ποτά που τα δώριζε η δημογεροντία και αλλαντικά
προσφορά από τους βιοτέχνες του είδους ξεκινούσε το γλέντι, τα όργανα που
συνόδευαν το γλέντι ήταν όχι μόνο οι ντόπιοι ζουρνάδες, υπήρχαν και ο νταϊρές
με την αχλαδόσχημη Μακεδονική Λύρα (“γκίκα”), αλλά και ορχήστρες από την
Σμύρνη, την Πόλη, Λατέρνες και "ΡΟΜΒΙΑ" οι οποίες όταν τέλειωναν τα δρώμενα
συνέχιζαν να παίζουν, στα καφέ και στα καζίνα της πόλης ως το πρωί.
Εκδρομείς
απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της αυτοκρατορίας κι όχι μόνο συναντιόταν τις
μέρες αυτές. Κι όπως γράφει κι ο Οθωμανός περιγητής Ελία Τσελεμπή: «Πλημμύριζαν οι δρόμοι
από τους επισκέπτες της χριστιανικής(;) αυτής γιορτής, βλέπω ανθρώπους σαν ζώα
να κοιμούνται οπουδήποτε, τα μαγαζιά να μην έχουν που να τους βάλουν. Έκλεισα
από τον προηγούμενο χρόνο δωμάτιο στο χάνι, για να μπορέσω να έχω που να
κοιμηθώ, όταν κουραζόμουν γιατί η γιορτή μπορεί να κρατούσε λίγες ώρες οι
επισκέπτες για να εξυπηρετηθούν κάνανε μέρες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου