Τον πρώτο θεμέλιο λίθο έθεσε ο τότε
Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος
τιμής ένεκεν, στο οικόπεδο του Στέργιου
Βλάχμπεη,οπλαρχηγού του Μακεδονικού Αγώνα,
σε επίσημη πανηγυρική τελετή.
|
Όπως διαβάζουμε στον θεμέλιο λίθο: η " Αυτού Εξοχότης Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος Κετέθηκεν τόνδε θεμέλιον λίθον.. Ηράκλεια Μάιος 1930, μέσα από τις εφημερίδες (Εμπρός, Σκριπ και Μακεδονία) της εποχής
10 Μαΐου 1930
Άρχισε η ανοικοδόμηση της Τζουμαγιάς. (σημερινής Ηράκλειας). Ανεγέρθηκαν από το κράτος 500 περίπου οικίες ομοιόμορφες στη θέση της κατεστραμμένης παλαιάς πόλης βάση εγκεκριμένου σχεδίου.
Κύριε Πρόεδρε,
"Καλώς ήλθατε! Καλώς ήλθατε εις την πάλαι ποτέ λαμπράν, αλλά τώρα δεινώς ταλαιπωρουμένην και σφαδάζουσαν υπό το πέλμα παντοίων κακουχιών δύσμοιρον Κωμόπολίν μας!
Καλώς ήλθατε εις την κατεστραμμένην και έρημον Τζουμαγιάν άνωθεν της οποίας πλανάται η δόξα και η ανάμνησις ενός λαμπρού παρελθόντος.
Καλώς ήλθατε ίνα διά των ιδίων σας χειρών κάμητε απαρχήν του μεγάλου σωτηρίου έργου, του οποίου είσθε ο δημιουργός καταθέτοντες τον θεμέλιον λίθον εις την ανεγειρομένην Ηράκλεια. "
Βασίλειος Καφταντζής, δήμαρχος Τζουμαγιάς, προς τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, κατά την τελετή θεμελίωσης των σπιτιών της Ηράκλειας στις 10 Μαίου του 1930.
Ηράκλεια (Τζουμαγιά)
Αυτό που κάνει ξεχωριστή την Ηράκλεια, παλαιότερα Τζουμαγιά, είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες ανοικοδομήθηκε μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της κατά τους βαλκανικούς πολέμους και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Με 5.506 κατοίκους (το 1913), δεύτερη σε πληθυσμό μετά τις Σέρρες ήταν ο σημαντικότερος από τους 170 οικισμούς που είχαν καταστραφεί στην Ανατολική Μακεδονία. Ένα κολοσσιαίο πρόγραμμα ανοικοδόμησης ισάριθμων σχεδόν οικισμών ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Υπουργού Συγκοινωνίας Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ο οποίος δημιούργησε επί τούτου την Υπηρεσία Ανοικοδομήσεως στελεχωμένη με Βρετανούς και Έλληνες αρχιτέκτονες και μηχανικούς.
Την ευθύνη του σχεδιασμού ανέλαβε ο Γάλλος αρχιτέκτων Ερνέστ Εμπράρ (Ernest Hébrard), ο οποίος είχε εκπονήσει το νέο σχέδιο της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917. Μαζί του συνεργάστηκε ο ολλανδικής καταγωγής Βρετανός Πιετ ντε Γιον (Piet de Jong), επίσης αρχιτέκτων. Η μνημειακότητα που χαρακτηρίζει το σχέδιο είναι σαφής ένδειξη επιρροής του γαλλικού ακαδημαϊσμού, ενώ η ποικιλία των αστικών λειτουργιών μαρτυρεί τις φιλοδοξίες της πολιτικής ηγεσίας για το μέλλον της πόλης. Η γενναιόδωρη κεντρική πλατεία τονίζεται από τη σύγκλιση των κυριότερων λεωφόρων και πλαισιώνεται από τα δημόσια κτίρια και τα οικοδομικά τετράγωνα της αγοράς. Επίσης, άνετες λεωφόροι τη συνδέουν με χώρους εκπαίδευσης και αθλητισμού,και την εκκλησία.
Μετά την πτώση των Φιλελευθέρων το 1920, το πρόγραμμα και η μέχρι τότε προπαρασκευαστική εργασία εγκαταλείφθηκαν. Με την τελευταία πρωθυπουργία του Βενιζέλου το 1928 το ζήτημα της ανοικοδόμησης αγροτικών οικισμών ξανατέθηκε μόνο για τη Τζουμαγιά, καθώς η αγροτική ύπαιθρος είχε ήδη ενταχθεί στα εποικιστικά προγράμματα για τους πρόσφυγες του 1922. Το 1930, με μέριμνα του Υπουργού Προνοίας Α. Παπαδάτου, οικοδομήθηκαν ταχύτατα τριακόσιες κατοικίες στο κεντρικό τμήμα του σχεδίου, για τις οικογένειες που μέχρι τότε στεγάζονταν σε προσωρινά οικήματα.
Μια νέα πόλη με χαριτωμένα μικρά κτίρια εμφανίστηκε εκ του μηδενός.
Η υποδειγματική ανοικοδόμηση συνοδεύτηκε από ειδικά μέτρα για το εμπορικό τμήμα. Oι δικαιούχοι των οικοπέδων της αγοράς υποχρεώθηκαν να συστήσουν οικοδομικό συνεταιρισμό, ώστε να κατανεμηθούν ομοιόμορφα τα οικονομικά βάρη και τα οφέλη της ανάπτυξης. Το 1930 ιδρύθηκε ο Συνεταιρισμός επαγγελματιών «Αναγέννησις» και το 1939 άρχισε να μοιράζει τα οικόπεδα της αγοράς (μετά από διάφορες περιπέτειες, τις οποίες προκάλεσε νόμος των συντηρητικών το 1934).
Η Ηράκλεια υπήρξε παραδοσιακά εμπορική και αγροτική κωμόπολη. Το 1932 και το 1934 έγινε διανομή του αγροκτήματος Ηράκλειας, συνολικά 13.800 στρεμμάτων, σε πρόσφυγες και γηγενείς. Άλλα 1800 στρέμματα δόθηκαν το 1957, ενώ το 1963-1964 μετά τα αρδευτικά έργα ακολούθησε αναδασμός. Σήμερα τα χωράφια έχουν καλές αποδόσεις σε βαμβάκι, καλαμπόκι, σιτάρι, τεύτλα και βιομηχανική ντομάτα, ενώ δεν είναι ασήμαντη και η κτηνοτροφική παραγωγή. Αν και ο πληθυσμός του οικισμού έχει πέσει στα μεταπολεμικά επίπεδα (3.609 άτομα το 2001, έναντι 3.618 το 1951), η Ηράκλεια εξακολουθεί να είναι οικονομικά ενεργή με τη βοήθεια ξένων εργατών, Βούλγαρων και Αλβανών. Οι 58 κάτοικοι του κοντινού κτηνοτροφικού οικισμού Σαρακατσαναίικα είναι Αλβανοί, ενώ ο συνολικός πληθυσμός του Δήμου είναι 16.782 άτομα.
Η πόλη παραμένει ελκυστική, χάρη στον καθοριστικό ρόλο των πρώτων κατοικιών και του αρχικού σχεδίου, το οποίο κάλυψε τις ανάγκες της για δεκαετίες, αφού προέβλεπε έκταση 108 εκταρίων, έναντι των σημερινών 191. Η αναγνώριση της πολεοδομικής αξίας της Ηράκλειας έχει αποφέρει ειδικούς κανονισμούς για την εξέλιξη του αρχικού τμήματος, ώστε να αποφευχθεί η υποβάθμισή του από ανεξέλεγκτη δόμηση. Η υλοποίηση ενός μακρόπνοου προγράμματος σε δύσκολους καιρούς αποδίδει μέχρι σήμερα καρπού
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Αναγνωστόπουλος, Ν. Η. (1936) Ο κάμπος των Σερρών: Μελέτη συγκριτικής γεωπονικής, Αθήναι.
Καυκούλα, Κ. (2007) Η περιπέτεια των Κηπουπόλεων: Κοινωνική και περιβαλλοντική μεταρρύθμιση στην Ευρώπη και την Ελλάδα του 20ου αιώνα, Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Καφταντζής, Γ. (1973) Η Ιστορία της Ηράκλειας Νομού Σερρών, Δήμος Ηράκλειας.
Κοινωνική και περιβαλλοντική μεταρρύθμιση στην Ευρώπη και την Ελλάδα του 20ου Αιώνα
(Ο πρότυπος οικισμός της Ηράκλειας Σερρών)
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Της Κικής Καυκούλα
Έκδοση UNIVERSITY STUDIO PRESS
Α’ ΜΕΡΟΣ
Αντικείμενο αυτού του εξαιρετικού βιβλίου είναι μια ειδική κατηγορία πρότυπων οικισμών, οι οποίοι επιχείρησαν να γίνουν λίκνο ανθρώπινων κοινοτήτων που θα εξασφάλιζαν στα μέλη τους ένα περιβάλλον αξιοπρέπειας και αλληλεγγύης. Πρόκειται για τις «κηπουπόλεις», δημιούργημα μεταρρυθμιστικών κινήσεων ευρείας εμβέλειας, η ιδεολογική αφετηρία των οποίων ανάγεται σε ποικίλες προσπάθειες, ουτοπικές και μη, με στόχο την εγκαθίδρυση εστιών κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η ιδέα των κηπουπόλεων γεννήθηκε στις ανεπτυγμένες χώρες της δυτικής Ευρώπης, στις αρχές του 20ου αιώνα, ως επιτακτική ανάγκη βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων, με ένα νέο είδος αστικών εγκαταστάσεων που θα εξασφάλιζαν τη συλλογικότητα και παράλληλα θα αναδείκνυαν την πίστη στον δικαιότερο επαναπροσδιορισμό των κοινωνικών δεδομένων. Ουσιαστικά συνιστούσε την πρώτη συγκροτημένη προσπάθεια «φωτισμένων» πολεοδόμων να ελέγξουν (με τη συγκατάθεση και υπό τη σκέπη οραματιστών κυβερνητικών αξιωματούχων) τους αδυσώπητους μηχανισμούς που επέβαλε η ελεύθερη αγορά, όσο και τις κρατικίστικες εκδοχές του σοσιαλισμού, θέτοντας ως κύριο στόχο την απόκτηση ενός αγαθού, αυτού της ανθρώπινης κατοικίας. Πολιτική που αργότερα θα υπηρετούνταν μέσω του κράτους πρόνοιας.
Οι ευρωπαϊκές κηπουπόλεις δημιουργούν βαθμιαία τη δική τους ιστορία μέσα στο πολύμορφο ευρωπαϊκό πολιτιστικό τοπίο. Από τις πρώτες «κηπουπόλεις» έξω από το Λονδίνο, μέχρι τα ύστερα παραδείγματα στο Παρίσι και το Βερολίνο, έχουμε μια υποδειγματική περιγραφή των αρχιτεκτονικών ποιοτήτων, των μορφολογικών και τυπολογικών διαφοροποιήσεων, όπως και της οργάνωσης των κοινόχρηστων χώρων και δραστηριοτήτων.
Κάποιες μάλιστα από τις κατοικίες που κατασκευάστηκαν για να στεγάσουν τις ασθενέστερες οικονομικά κοινωνικές ομάδες, καταξιώθηκαν ως πολυλειτουργικά ιδρύματα της εργατικής τάξης, χώροι συζήτησης και ψυχαγωγίας, καθώς και εκπαίδευσης και κοινωνικής μέριμνας.
Η έρευνα στην ιστορία της ελληνικής πολεοδομίας αποδεικνύει ότι η δύναμη των ιδεών που γέννησαν τις «κηπουπόλεις» δεν άφησε ανεπηρέαστη την Ελλάδα. Στην δεύτερη και την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα υπήρξε σαφής παρεμβατική πολιτική, με ιδεολογική και οργανωτική συνέπεια, στοιχεία απαραίτητα για την υποδοχή καινοτομιών.
Η διαπίστωση αυτή αναφέρεται κυρίως στη μεσοπολεμική περίοδο, όταν η επιτακτική ανάγκη για εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα φέρνει στην εξουσία τους Φιλελεύθερους υπό τον Βενιζέλο, δηλ. την προοδευτικότερη μερίδα της ελληνικής μεσαίας τάξης, η οποία επιχειρεί να συγκροτήσει καπιταλιστικές δομές παραγωγής και διαχείρισης, με πρώτο μέλημα τη σύσταση ενός σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Η παρεμβολή του 1ου παγκοσμίου πολέμου (με τις τεράστιες καταστροφές που επέφερε) δρα καταλυτικά στα ελληνικά πράγματα, στρέφοντας την πολιτική και τεχνική ηγεσία σε προγράμματα δοκιμασμένα στις δημοκρατίες της Δύσης. Η ευρωπαϊκή πρακτική, σ’ ότι αφορά στους πρότυπους οικισμούς, υιοθετείται στην ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων χωριών της Ανατολικής Μακεδονίας μετά το 1918 και στην ίδρυση των προαστίων της Αθήνας και εν μέρει της Θεσσαλονίκης.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του προγράμματος της Ανατολικής Μακεδονίας αποτελεί η σαφής πρόθεση για άρτια εκτέλεση και αποπεράτωση, με έμφαση στο σχεδιασμό του κοινωνικού εξοπλισμού και ιδιαίτερα των δημόσιων χώρων των οικισμών. Με το στοιχείο αυτό το πρόγραμμα διαφοροποιείται από όλες τις μέχρι τότε προσπάθειες του ελληνικού κράτους να συστήσει νέους οικισμούς, αλλά και από το μεταγενέστερο προσφυγικό εποικισμό, προσεγγίζοντας τα ομοειδή ευρωπαϊκά προγράμματα της ίδιας περιόδου.
Από το σύνολο των οικιστικών προγραμμάτων που υλοποιήθηκαν στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, την πλέον σημαντική θέση, σε επίπεδο εφαρμογής των αρχικών πολεοδομικών σχεδιασμών, κατέχει η ανέγερση του πρότυπου οικισμού της Ηράκλειας (Τζουμαγιάς) Σερρών.Λόγω του ιδιαίτερου τοπικού ενδιαφέροντος, αλλά και λόγω των σημαντικών ιστορικών και πολεοδομικών στοιχείων που παρατίθενται στο βιβλίο της κυρίας Καυκούλα, μέσω των οποίων «ακτινογραφείται» με εναργή τρόπο η δυνατότητα της τοπικής κοινωνίας να ενστερνιστεί μία νέα αντίληψη για το περιεχόμενο και τους στόχους της πολεοδομικής πράξης, συνεισφέροντας έμπρακτα και με ενθουσιασμό σ’ αυτήν στα διάφορα στάδια υλοποίησής της, κρίνουμε σκόπιμο να εστιάσουμε την προσοχή μας στην περιγραφή αυτού του εγχειρήματος, κάτι που θα γίνει στο δεύτερο μέρος αυτού του κειμένου.
Επιστρέφοντας στην πλούσια και πραγματικά συναρπαστική ύλη του βιβλίου (για επαΐοντες και μη) θα θέλαμε να σταθούμε στις διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει η κυρία Καυκούλα αξιολογώντας τη συνεισφορά των ευρωπαίων πολεοδόμων στην ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων με σχεδιαστικά εργαλεία και κοινωνικές πρακτικές. Συνεισφορά ιδιαιτέρως σημαντική που όμως δεν αξιοποιήθηκε επαρκώς με αποτέλεσμα η χώρα μας να χάσει μια μοναδική ευκαιρία εναλλακτικού προτύπου οικιστικής ανάπτυξης. Στην Ελλάδα, κυρίως από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και εντεύθεν, στον αντίποδα ακριβώς της πρακτικής για τις «κηπουπόλεις» που βασίζονταν στη συλλογική συνείδηση και δράση, η πολεοδομική πολιτική ανέδειξε της ελληνικές πόλεις σε μνημεία παρωδίας των νόμων της ελεύθερης αγοράς. Σήμερα η αποπνικτική καθημερινότητα των μεγάλων πόλεων υποδεικνύει τα αδιέξοδα του «ελληνικού μοντέλου» αστικής ανάπτυξης: ως λειτουργία κατ’ εξοχήν δημόσια και κοινωφελής, η διαχείριση του χώρου της πόλης είναι όχι τεχνικά αδύνατη, αλλά πολιτικά δυσχερέστατη.
Όπως έχουν τα πράγματα οι ελληνικές πόλεις δεν γαλουχούν ανθρώπινες κοινότητες και δεν προστατεύουν ούτε την ιστορική παράδοση, ούτε βέβαια τη φύση. Για να επιζήσουν, χρειάζεται να ενηλικιωθούν αφήνοντας πίσω ως παιδική αρρώστια τον αυτόματο πιλότο της ιδιωτικής κερδοσκοπίας.
Η πρόκληση που τίθεται πλέον για τα αστικά μας κέντρα, είναι ανάλογη με την μεγάλη πρόκληση που είχαν αντιμετωπίσει οι πολεοδόμοι στις αρχές του 20ου αιώνα, η οποία και τους οδήγησε στην αναζήτηση πρωτοποριακών πολεοδομικών παρεμβάσεων, όπως αυτές των «κηπουπόλεων». Είναι αναγκαία πια και στον τόπο μας η πορεία προς δυναμικό, στρατηγικό σχεδιασμό, κάτι που προϋποθέτει αλλαγές πολιτικού χαρακτήρα στη διαχείριση του αστικού χώρου, τόσο προκειμένου για την αναζωογόνηση παλαιών περιοχών, όσο και για τις νέες επεκτάσεις.
Επιβάλλεται πλέον Δήμοι, Δημόσιο και πολίτες να στρέψουν το ενδιαφέρον τους σε προγράμματα αναπλάσεων που θα αντιμετωπίζουν την κατοικία και το περιβάλλον της ως συλλογικό αγαθό, που θα αναδεικνύουν τον δημόσιο χαρακτήρα της πόλης ενάντια στον κατακερματισμό και την ιδιωτικοποίησή του.
Η κυρία Καυκούλα κλείνει το βιβλίο της αναφερόμενη στη Γαλλίδα ιστορικό της πολεοδομίας Φρανσουάζ Σοέ η οποία δηλώνει πως στην εποχή της παγκοσμιοποίησης θα πρέπει «να αντικαταστήσουμε την ταξική συνείδηση με τη συνείδηση του τόπου», υπονοώντας όχι ασφαλώς την αναδίπλωση στον περιορισμένο ορίζοντα του «τοπικού», αλλά στη δόμηση μιας ανοιχτής δημοκρατικής συνείδησης μέσα από το ενεργό ενδιαφέρον για το γενέθλιο τόπο.
Ποιο κάτω θα βρείτε αποκόμματα από εφημερίδες (Εμπρός, Σκριπ και Μακεδονία) "Βασιλικές" και "Βενιζελικές" της εποχής προσέξτε πως βλέπουν την περιοδεία του Πρωθυπουργού αλλά και του Υπουργού τότε παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου και την πολιτική τους!
Καλή ανάγνωση!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου