Για τις Βουλευτικές εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 ο νομός Σερρών διαιρέθηκε σε τέσσερις υποδιοικήσεις: Α΄ υποδιοίκηση αυτή των Σερρών με 20 συνολικά εκλογικά τμήματα, Β΄ υποδιοίκηση αυτή του Σιδηροκάστρου με 12, Γ΄ υποδιοίκηση αυτή της Ζίχνης με 10 και Δ΄ υποδιοίκηση της Νιγρίτας με 7 εκλογικά τμήματα.
Από τους 135.284 κατοίκους του νομού δικαίωμα ψήφου είχαν οι 24.103 ενώ ως στρατεύσιμοι θεωρούνταν μόνο οι 4.104. Με το πέρας των εκλογών "επί 24.103 ψηφοφορησάντων καθ' άπαντα τον νομόν έλαβον τας κάτωθι λευκάς ψήφους κατά σειράν επιτυχίας οι υποψήφιοι βουλευτές": Αλεξανδρίδης Ιωάννης (14.317),
Ιωάννης Δ. Αλεξανδρίδης (1881-1949) διετέλεσε βουλευτής 1917-1919 επί Ελευθερίου Βενιζέλου.
Χατζηλάζαρος Δημήτριος (14.268 ),
Πάζης Δημήτριος (14.131), *****
Γιατρός πολιτικός που κατατάχτηκε εθελοντής στον πόλεμο του 1897. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα ανέλαβε πολλές μυστικές αποστολές και στα 1908 καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από του τουρκικό στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης.
Δίγκας Δημήτριος (14.072),
Μαλαμίδης Αχιλλέας (14.052),
Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Σερρών στις εκλογές του Μαΐου 1915 και επανεξελέγη σε αυτές του Δεκεμβρίου 1915 (εξελέγη στις 23 Μαΐου 1916) και του 1920.[1]
Στην κυβέρνηση Νικολάου Στράτου διετέλεσε υπουργός Εθνικής Οικονομίας.
Δέλλιος Ιωάννης (13.928), ****
Τικόπουλος Θωμάς (13.822)
Από τους εκλεγέντες ακραιφνώς φιλελεύθεροι ήταν μόνο οι Ι. Αλεξανδρίδης, Δ. Πάζης και ο Δ. Δίγκας.
Οι εκλογές της 31 Μαΐου 1915 έγιναν από την κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη. Σε αυτές ψήφισαν και οι περιοχές που μόλις είχαν απελευθερωθεί: η Ήπειρος, η Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου. Στις 10 Αυγούστου ο Ελευθέριος Βενιζέλος σχημάτισε κυβέρνηση που όμως παραιτήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου λόγω διαφωνίας με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄. Στις 24 Σεπτεμβρίου σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη η οποία παραιτήθηκε για να σχηματίσει νέα κυβέρνηση στις 25 Οκτωβρίου ο Στέφανος Σκουλούδης.
Αποτελέσματα
- Εκλογικό Σύστημα : Πλειοψηφικό με ευρεία και στενή περιφέρεια. Η ψηφοφορία έγινε με σφαιρίδιο
- Εκλογικός Νόμος : Άρθρα 66 και 68 του Συντάγματος του 1864
- Εκλογικές περιφέρειες : 33
- Σύνολο υποψηφίων :
Κόμματα | Αρχηγοί | Ψήφοι | Έδρες | ||
---|---|---|---|---|---|
Αριθμός | % | Αριθμός | |||
1 | Κόμμα Φιλελευθέρων | Ελευθέριος Βενιζέλος | 48.9%[1] | 189 | |
2 | Κόμμα των Εθνικοφρόνων | Δημήτριος Γούναρης | 90 | ||
3 | Νεωτεριστικόν | Γεώργιος Θεοτόκης | 12 | ||
4 | Προοδευτικόν | Νικόλαος Δημητρακόπουλος | 7 | ||
5 | Εθνικόν | Κυριακούλης Μαυρομιχάλης | 7 | ||
6 | Νεοελληνικόν | Δημήτριος Ράλλης | 7 | ||
7 | Φεντερασιόν | - | 2 | ||
8 | Ανεξάρτητοι υποψήφιοι | - | 2 | ||
Αποτελέσματα | 316 |
Η αρχή του Εθνικού Διχασμού και οι εκλογές της 31ης Μαΐου 1915
Γράφει O Βασίλης Μπεκίρης *
Ελέχθη στο προηγούμενο άρθρο ότι τον Αύγουστο του 1914 εκηρύχθη ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, στον οποίο μετείχαν τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης. Επίσης ελέχθη, ότι στον πόλεμο αυτόν μετείχαν και γειτονικά μας κράτη, όπως η Σερβία, η Βουλγαρία, η Τουρκία κ.ά.
Πρέπει επίσης να επισημάνουμε, ότι τα περισσότερα κράτη είχαν ταχθεί στο πλευρό κάποιας συμμαχίας της Αντάντ, ή της τριπλής Συμμαχίας, την οποία εκπροσωπούσαν οι λεγόμενες Κεντρικές Δυνάμεις. Ποιος όμως θα ήταν ο προσανατολισμός της Ελλάδος; Ποια από της δύο συμμαχίες έπρεπε να ακολουθήσει; Εδώ ο προσανατολισμός της Ελλάδος δεν ήταν ξεκάθαρος. Επρεπε να περάσουν δυο χρόνια από την έναρξη του πολέμου, εν μέσω μεγάλων εντάσεων και εσωτερικών κρίσεων, για να βρει η Ελλάδα το δρόμο της. Βέβαια, οι επιλογές τόσο της κοινωνίας όσον και της ηγεσίας ήσαν δύο: Η μια κατεύθυνση οδηγούσε την Ελλάδα σε μια νέα ευκαιρία, ώστε να ολοκληρώσει το όραμα της μεγάλης Ελλάδος, μέσω της προσάρτησης νέων περιοχών, όπως η Κωνσταντινούπολη, οι ακτές της Μικράς Ασίας κ.ά., ακολουθώντας τον δρόμο του πολέμου. Ο άλλος δρόμος ήταν ο συντηρητικός δρόμος, δηλαδή ότι η χώρα θα έπρεπε να αποφύγει μια νέα πολεμική περιπέτεια και να προσαρμοστεί στην ενσωμάτωση και την αξιοποίηση των νέων εδαφών, που είχαμε κατακτήσει κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.
Τον πρώτο δρόμο ήθελε να ακολουθήσει ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και η παράταξή του, ενώ τον δεύτερο ο Βασιλιάς και πολλά από τα παλαιά κόμματα. Πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε, ότι οι σύμμαχοι - οι Αντάντ είχαν μαζί τους τον Ελευθέριο Βενιζέλο και την παράταξή του ενώ οι Κεντρικές Δυνάμεις είχαν μαζί τους τα παλαιά κόμματα και τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του Γουλιέλμου του Β΄ Κάϊζερ της Γερμανίας.
Είναι ανάγκη εδώ να τονίσουμε ιδιαίτερα, ότι όταν η Αυστρία επετέθει εναντίον της Σερβίας και στην ουσία άρχισε ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, η Ελλάδα αποφάσισε να μείνει ουδέτερη, διότι ουδέτερες ήσαν εκείνη την περίοδο και η Τουρκία και η Βουλγαρία. Ομως από την πλευρά του ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήθελε η Ελλάδα να ενταχθεί στο πλευρό της Αντάντ, διότι διέβλεπε ότι η Βουλγαρία και η Τουρκία θα εντάσσονταν στο πλευρό της Γερμανίας ( Κεντρική Συμμαχία). Έτσι, ο Βενιζέλος πίστεψε ότι βρέθηκε η μεγάλη ευκαιρία να μετάσχει η χώρα μας στην εκστρατεία που έκαναν οι χώρες της Αντάντ, για την κατάληψη της Καλλίπολης, που είναι γνωστή ως εκστρατεία των Δαρδανελλίων. Στην πρόταση όμως αυτή του Πρωθυπουργού, Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και το περιβάλλον του αρνήθηκαν. Η άρνηση αυτή του Βασιλιά ανάγκασε τον Πρωθυπουργό, την 6η Μαρτίου 1915, να υποβάλλει την παραίτησή του. Μετά την παραίτηση του Ελ. Βενιζέλου η εντολή σχηματισμού Κυβερνήσεως ανετέθη στον Αλέξανδρο Ζαΐμη, ο οποίος αρνήθηκε να σχηματίσει Κυβέρνηση. Μετά την άρνηση του Αλ. Ζαΐμη η εντολή σχηματισμού Κυβερνήσεως ανετέθη στον εκπρόσωπο της αντιβενιζελικής παράταξης Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος υπεστήριζε τις θέσεις του Κωνσταντίνου για ουδέτερη πολιτική,
Οι δύο παρατάξεις, Βενιζελικοί και Αντιβενιζελικοί, Βασιλικοί ή Αντιβασιλικοί, είχαν μεγάλες αντιθέσεις και οι αντιθέσεις και οι αντιπαραβολές περνούσαν στην κοινή γνώμη μέσω του τύπου. Ετσι, η κατάσταση αυτή των αντιπαραθέσεων δεν μπορούσε να πάει άλλο γι' αυτό ο Βασιλιάς απεφάσισε να διαλύσει τη Βουλή και να πάει προκηρύξει εκλογές. Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για τις 31 Μαΐου 1915 και έγιναν με την κυβέρνηση Δημητρίου Γούναρη. Σε αυτές τις εκλογές ψήφισαν και οι περιοχές που μόλις είχαν απελευθερωθεί.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε, ότι οι εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 διεξήχθησαν σε ένα κλίμα μεγάλων αντιπαραθέσεων μεταξύ Βενιζελικών και των Βασιλοφρόνων. Η πρώτοι προσπαθούσαν να πείσουν τους ψηφοφόρους για συμμαχία με τους συμμάχους της Αντάντ και συμμετοχή στον πόλεμο, ενώ οι δεύτεροι ήθελαν ουδετερότητα, πράγμα το οποίο ωφελούσε τις Κεντρικές Δυνάμεις.
Ομως από τις αρχές του Σεπτεμβρίου 1915 η κατάσταση στα Βαλκάνια άρχισε να κορυφώνεται και ο Βενιζέλος ήταν πεπεισμένος ότι η Βουλγαρική επίθεση κατά της Σερβίας ήταν αναπόφευκτη. Για να εξασφαλίσει τη Βουλγαρική ουδετερότητα, συμφώνησε στις 14 Σεπτεμβρίου με τον Πρωθυπουργό της Σερβίας Πάσιτς, να κάνουν εδαφικές παραχωρήσεις προς την Βουλγαρία μέσω της Αντάντ. Και όλα αυτά διότι πίστευε, ότι δεν θα είχε την δυνατότητα να μεταπείσει τον Βασιλιά, παρά μόνο εάν οι σύμμαχοι δημιουργούσαν στα Βαλκάνια μια νέα κατάσταση. Ομως οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες, αφού στα μέσα Σεπτεμβρίου η Βουλγαρία είχε αποφασίσει μερική κινητοποίηση του στρατού της και ο Βενιζέλος έκανε σαφή την πρόθεσή του να υποστηρίζει την Σερβία υπό την προϋπόθεσε ότι η Γαλλία και η Βρετανία θα έστελναν στα Βαλκάνια μια στρατιωτική δύναμη 150.000 ανδρών. Βέβαια, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι δέχθηκαν την πρόταση του Βενιζέλου για αποστολή δυνάμεως στη Θεσσαλονίκη, αφενός μεν για να ενισχύσουν πολιτικά τον Βενιζέλο να παραμείνει στην εξουσία και να οδηγήσει την Ελλάδα στον πόλεμο και αφετέρου διότι σε όλες τις πρωτεύουσες των συμμάχων αυξάνονταν διαρκώς οι πιέσεις για μια εκστρατεία στα Βαλκάνια για να σωθεί η Σερβία.
Είναι ανάγκη εδώ να επισημάνουμε, ότι οι κινήσεις του Πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου έρχονταν σε αντίθεση με την πολιτική που ακολουθούσε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος όπως έδειχναν τα πράγματα είχε πάρει την απόφαση να αποπέμψει τον Πρωθυπουργό και την Κυβέρνησή του. Και ενώ έτσι είχαν τα πράγματα στις 25 Σεπτεμβρίου 1915, οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας της Αθήνας ανακοίνωσαν στην Ελληνική Κυβέρνηση την πρόθεση των χωρών τους να αποβιβάσουν στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη, για να βοηθήσουν τη Σερβία. Από την πλευρά του ο Βενιζέλος, αν και διαμαρτυρήθη για την παραβίαση του Ελληνικού εδάφους παράλληλα υπεσχέθη ότι θα παράσχει στους συμμάχους κάθε βοήθεια για την αποβίβαση των στρατευμάτων κ.λπ. Βέβαια, την ίδια εντολή έδωσε και στον Διοικητή του Γ΄ Σώματος Στρατού που είχε την έδρα στην Θεσσαλονίκη, να παράσχει κάθε βοήθεια στα Άγγλογαλλικα στρατεύματα που θα έφθαναν στη Θεσσαλονίκη.
*Ο Βασίλης Μπεκίρης είναι τ. υφυπουργός.
**
Ο Δημοσθένης Μέλφος του Νικολάου γεννήθηκε στα Άγραφα το 1880. Όταν βρισκόταν σε μικρή ηλικία μετακόμισε η οικογένεια του στις Σέρρες. Τελειώνοντας τις γυμνασιακές σπουδές, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, δούλεψε ως καπνεργάτης και μάλιστα εκλέχθηκε πρόεδρος του σωματείου καπνεργατών. Ο Γ. Καφταντζής σε βιβλίο του, μας δίνει την πολύτιμη πληροφορία ότι ο Δ. Μέλφος υπήρξε έμμισθο όργανο του Ελληνικού Προξενείου Σερρών, βοηθώντας το στην οργάνωση του Μακεδονικού αγώνα. Επίσης από προσωπική του μαρτυρία μαθαίνουμε ότι ήταν μέλος της Γενικής Συνέλευσης της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Σερρών στις τελευταίες στιγμές της Οθωμανικής κυριαρχίας στις Σέρρες.
Μία από τις κορυφαίες πολιτικές στιγμές του ήταν όταν ανέλαβε με εντολή του τότε Μητροπολίτη Σερρών κ. Αποστόλου, στις 26 Ιουνίου 1913 (3 μέρες πριν από τη απελευθέρωση των Σερρών), επικεφαλής αντιπροσωπείας να επιδώσει σε Έλληνα αξιωματικό, επιστολή του Μητροπολίτη προς τον Αρχιστράτηγο Βασιλιά Κωνσταντίνο, με σκοπό «την παράκλησιν όπως προελάσει το ταχύτερον προς διάσωσιν της κινδυνευούσης πόλεως». Την αποστολή αυτή έφερε εις πέρας ενημερώνοντας ο ίδιος τηλεφωνικά τον Κωνσταντίνο.
Στις 6 Ιουλίου του 1913 πραγματοποιήθηκε στις Σέρρες, στο χώρο του διοικητηρίου, επιβλητικό συλλαλητήριο διαμαρτυρίας κατά της καταστροφής της πόλης από τους Βουλγάρους. Ένας από τους ομιλητές ήταν και ο Μέλφος, ο οποίος στην ομιλία του, τόνισε : « Ζητούμεν, υψηλή τη φωνή, δικαιοσύνην και απαιτούμεν αποζημίωσιν εκ μέρους της Βουλγαρίας διά τας ζημίας, ας υπέστημεν πάντες ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος… Ο μέγας βασιλεύς μας Κωνσταντίνος επί κεφαλής του γενναίου στρατού του θα τιμωρήση τους κακούργους και υπό την αιγίδα του σκήπτρου του θα ίδωμεν εντός ολίγου την πόλιν μας αναλαμβάνουσα την παλαιάν της δύναμιν και επανερχομένην εις την προτέραν αυτής ακμήν». Υπήρξε δημοτικός σύμβουλος Σερρών μετά την απελευθέρωση του 1913 και εκλέχθηκε βουλευτής Σερρών στις πρώτες εθνικές Ελληνικές εκλογές, που συμμετείχε και ο Νομός Σερρών, στις 31 Μαίου του 1915. Κατόπιν επανεκλέχθηκε στις εκλογές του Δεκεμβρίου 1915, το 1923 και 1928 με το κόμμα των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου. Ως βουλευτής πάλεψε για τα δικαιώματα και για την καλυτέρευση του βίου των καπνεργατών. Μετέπειτα, συμμετείχε ως συνέταιρος σε διάφορες εμπορικές εταιρείες, όπως την εταιρεία υφασμάτων και ασφαλειών με τον Ε. Χαμπούρη. Δεν παντρεύτηκε και το υπόλοιπο της ζωής του το πέρασε μελετώντας και συγγράφοντας βιβλία και άρθρα για πρόσωπα και ιστορικές στιγμές των Σερρών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διαμονή του επί εξάμηνο σε μοναστήρια του Αγίου Όρους με σκοπό τη συγγραφή βιβλίου σχετικά με τον βίο του νεομάρτυρα Σερρών, Αγίου Νικήτα. Πέθανε, σύμφωνα με ληξιαρχική πράξη θανάτου του Δήμου Σερρών, στις 2 Αυγούστου του 1946 από εγκεφαλική αιμορραγία.. Το παρακάτω κείμενό του, δημοσιεύτηκε σε συνέχειες, μετά το θάνατο του, στην εφημερίδα «Σερραικό Βήμα» με αφορμή τον εορτασμό της 34ης επετείου της Απελευθέρωσης των Σερρών, στις 29-6-1947, στις 6-7-1947 και στις 13-7-1947.
[Σ.Β. 29-6-1947] «Ολίγας ημέρας μετά την κατάληψιν της πόλεως των Σερρών και της περιφερείας αυτής υπό των Βουλγαρικών Στρατιωτικών δυνάμεων την 24ην Οκτωβρίου 1912, (είμεθα τότε σύμμαχοι μετ’ αυτών) έφθασεν εις Σέρρας το τρίτον Ιππικόν Σύνταγμα υπό τον Επίλαρχο Μαυρομιχάλη και αρκετούς αξιωματικούς του Ιππικού. Η φρενίτις τότε του ενθουσιασμού και του εθνικού παραληρήματος των συμπολιτών μας ήτο άνευ προηγουμένου. Οι συμπαθείς Ίλαρχοι Γ. Βαρδουλάκης και Φοίβος, όπως και όλοι οι αξιωματικοί του Γ΄ Ιππικού Συντάγματος εγένοντο αντικείμενο λατρείας και περιποιήσεων εκ μέρους των συμπολιτών μας και έκαστος το εθεώρει τιμήν του να φιλοξενήσει στο σπίτι τους αξιωματικούς και στρατιώτας ιππείς. Οι Βούλγαροι μετά φθόνου και ζηλοτυπίας έβλεπον τούτο και ολίγας μέρας μετά ταύτα άρχισαν επεισόδια τινά μεταξύ των Βουλγάρων και Ελλήνων στρατιωτών άτινα απετέλεσαν απαρχήν τρόπον τινά, των μετέπειτα γεγονότων.
Εξέσπασεν ο φθόνος και η κακοπιστία αυτών με τα επεισόδια του Παγγαίου της 9ης Μαίου 1913, όποτε διετάχθη η αναχώρησις εκ της πόλεως μας του Ιππικού Συντάγματος με κατεύθυνσιν προς Θεσσαλονίκην. Οι Βούλγαροι την τελευταίαν στιγμήν, με την γνωστήν υπουλότητα των, επεχείρησαν να αιχμαλωτίσωσι το Ιππικόν Σύνταγμα μας, διατάξαντες την εν Ορλιάκω [σ.σ. Στρυμονικό] φρουράν των να εμποδίσωσι την διάβασιν εις την γέφυραν του Στρυμόνος. Οι γενναίοι αξιωματικοί μας όμως αντιληφθέντες την ατιμίαν των αντέστησαν ερρωμένως [σ.σ. αντιστάθηκαν σθεναρά], διατάξαντες τους επ’ αυτών ιππείς να είναι έτοιμοι προς μάχην. Προ της τοιαύτης ανδρικής στάσεως του ιππικού μας, ηναγκάσθη η εν Ορλιάκω Βουλγαρική φρουρά να υποχωρήσει και να αφήσει ελευθέραν την διάβασιν διά της γεφύρας του Στρυμόνος και ούτω εσώθη το γενναίον τούτο Γ΄ Ιππικόν Σύνταγμα.
Από της αποφράδας αυτής ημέρας άρχονται τα μαρτύρια των συμπολιτών μας. Εξηγριώθησαν οι Βούλγαροι κατά τρόπον αφάνταστον. Επετάσσοντο παρ’ αυτών οικίαι προς διαμονήν των αξιωματικών κατά τρόπον βάρβαρον. Οι δαρμοί, αι πιέσεις και αι αρπαγαί ήσαν εις την ημερησίαν διάταξιν.
Επί τη προόψει δε του Ελληνοβουλγαρικού πολέμου, οι Βούλγαροι καθημερινώς επίεζον αφαντάστως την πόλιν και περιφέρειάν μας. Η πόλις ενεκρώθη τελείως, η αγορά ήτο κλεισμένην και καθ’ εκάστην εσπέραν εγένοντο διαρρήξεις καταστημάτων προς λεηλασίαν. Έντρομοι οι συμπολίται μας διήρχοντο αγωνιώδεις στιγμάς μη γνωρίζοντες τι συμβαίνει, διότι είμεθα εις αυστηρότατον αποκλεισμόν.
Έφθασεν η 22α Ιουνίου με την ιστορικήν μάχην του Κιλκίς και κατόπιν του Λαχανά και από τους κανονιοβολισμούς των δύο τούτων μαχών επείσθημεν ότι προχωρούν προς ημάς τα απελευθερωτικά στρατεύματα. Από ένστικτο δε εβάζαμεν τα αυτιά μας εις το έδαφος και ανεκαλύπταμεν ότι οι κανονιοβολισμοί ακούονται καθημερινώς ευκρινέστερον. Άρα προχωρούν οι δικοί μας.
Όταν άρχισαν να μεταφέρονται οι πολυπληθείς τραυματίαι των, της μάχης του Λαχανά, τότε οι Βούλγαροι εγένοντο θηρία Ήρχισαν τις συλλήψεις και τους φόνους. Συλλαμβάνουν τον Κ. Σταμούλην, Ν. Φωκάν, Λ. Παπαπαύλον, Αναστ. Χρυσάφην ιατρόν κλπ. και τους μετεφέρουν δέσμιους προς το Λιβούνοβο όπου και τους εφόνευσαν αγρίως.
Γεμίζουν τας φυλακάς και την εσπέραν 23ην Ιουνίου της εξόδου των εκ της πόλεως μας, σφάζουν δεκαεννέα εκ των κρατουμένων εντός των φυλακών, τους οποίους εθάψαμεναποσυντεθειμένους σχεδόν εκ της ζέστης μετά του τότε Μητροπολίτου Σερρών Αποστόλου, παραπλεύρως των φυλακών.
Πολιορκούν το οίκημα της Ιεράς Μητροπόλεως με σκοπόν να συλλάβουν ζώντα τον Μητροπολίτην μας Απόστολον, όπερ όμως απέτυχον, διότι τους ήλθεν επείγουσα διαταγή να εκκενώσουν τάχιστα την πόλιν προ της νικηφόρου προελάσεως των Ελληνικών δυνάμεων
Η νύξ της 23 ης Ιουνίου ήτο τραγική. Το μεσονύκτιον ακριβώς δι’ ενός συνθηματικού πυροβολισμού ήρχισαν να εκκενώνουν την πόλιν. Κάρρα, βωδάμαξες και παν μεταφορικόν μέσον εχρησιμοποιήθη δια την εσπευσμένην φυγή των. Η προ[ς] το Νευροκόπιον και Βροντού δημοσία οδός εβούιζεν από των κρότων των πυροβόλων και μεταφορικών μέσων και εξημέρωσεν η 24η Ιουνίου, με κενήν την πόλιν από το Βουλγαρικό άγος .
Την επαύριον Τούρκος τις λαθρέμπορος καπνού, λίαν πρωί ελθών εις την οικίαν μου, ονομαζόμενος Μεχμέτ Ιπ, μοι εζήτησεν τρεις λίρας διά να με υποδείξει αποθήκας όπλων, άτινα εγκατέλειψαν οι Βούλγαροι φεύγοντες δρομαίως. Αφού τω εμέτρησα το αιτηθέν ποσόν, έσπευσα προς συνάντησιν του εκλεκτού πατριώτου αειμνήστου Λυσιμάχου Βασιλείου, υποδηματοποιού και εν συννενοήσει μετά του τότε Μητροπολίτου κ. Αποστόλου, ηνοίξαμεν τας αποθήκας και εύρομεν εις μεν το Τσινιτζερλή [σ.σ. Ζιντζιρλί] τζαμί περί τας 2500 όπλα Βουλγάρικα Μάλιγχερ και Τουρκικά Μαρτίνη. Εις δε άλλας αποθήκας ευρισκομένας τότε έναντι του ιατρείου του ιατρού κ. Μιχαηλίδου, περί τα 2000 όπλα με άφθονα φυσίγγια και ξιφολόγχας και μερικά ξίφη αξιωματικών.
[Σ.Β. 6-7-1947] Με τα όπλα ταύτα ωπλίσθημεν οι νέοι τότε, εστείλαμεν και μερικά εις τα πέριξ χωρία και ήρχισεν η φρούρησις και άμυνα της πόλεως. Όσοι Βούλγαροι δεν κατόρθωσαν να φύγουν, στρατιώται, χωροφύλακες και πολίται συνελήφθησαν υπό της εθνοφρουράς μας και εφυλακίσθησαν εις το παρθεναγωγείον «Γρηγοριάς».
Η Γενική Συνέλευσις της Ι. Μητροπόλεως μας (ης ετύγχανον τότε μέλος) νυχθημερόν συνεδρίαζεν εις την αίθουσαν της Ιεράς Μητροπόλεως με άλλους πολίτας και οργανώνει την ασφάλειαν και άμυναν της πόλεως και την τροφοδοσίαν των φρουρών των εισόδων της πόλεως.
Οι Βούλγαροι βλέποντες ότι δεν προήλασεν αμέσως ο Ελληνικός Στρατός επιχειρούν να εισέλθουν και καταστρέψουν την πόλιν. Αποκρούονται όμως υπό των φρουρούντων τας εισόδους της πόλεως γενναίων συμπολιτών μας.
Επιχειρούν έφοδον πολυάριθμοι κομιτατζήδες έχοντες επικεφαλής 40-50 ιππείς Βουλγάρους εις την γέφυραν Αγίων Αναργύρων. Εις την μάχην ταύτην ευρισκόμην και εγώ ένοπλος, έχων μαζί μου περί τους 600 καπνεργάτας (ετύγχανον τότε Πρόεδρος του σωματείου των καπνεργατών). Είχομεν επικεφαλής τον Τούρκον Συνταγματάρχην Αγκιάχ Βέην Σερραίον, όστις απεκλείσθη ενταύθα ελθών προς επίσκεψιν των γονέων του. Ωχυρώθημεν όπισθεν του τείχους του χειμάρρου προς το μέρος των καφενείων προς την πόλιν και μόλις επλησίασαν οι Βούλγαροι προς την εκκλησίαν των Αγ. Αναργύρων δι’ ομοβροντιών τους ετρέψαμεν εις φυγήν, φονεύσαντες δύο κομιτατζήδες και πολλά άλογα. Τους κατεδιώξαμεν μέχρι της εκκλησίας Αγ. Γεωργίου και αυτοί μεν τράπησαν εις φυγήν προς την οδόν την άγουσαν προς την Μονήν του Τιμίου Προδρόμου, εμείς δε επιστρέψαμεν εις τας θέσεις μας, εις το τείχος του χειμάρρου, καθόσον ένοπλοι καπνεργάτες και πολίται εφρούρουν τον τομέα από της θέσεως Μπέη Μπαχτσέ [μέρη προ του κλειστού Κολυμβητηρίου] μέχρι της Αγ. Σοφίας [τέμενος Μεχμέτ Μπέη].
Την ίδιαν ημέραν ετέρα συμπλοκή με άλλην δύναμιν κομιτατζήδων εγένετο εις τον τομέα Κάτω Καμενίκης, όπου επίσης άλλη ομάς συμπολιτών μας υπό την αρχηγίαν του κ. Θωμά Βλαχόπουλου (νυν καπνεμπόρου Θεσσαλονίκης) έτρεπεν εις φυγήν προς την πεδιάδα τους επιτεθειμένους Βουλγάρους κομιτατζήδες. Εις το σημείον αυτό εφονεύθη εις συμπολίτης μας εκ Καμενίκης και εις Αυστριακός μηχανικός Μπύρος ονόματι, ευρεθείς εκεί με την αλωνιστικήν του μηχανών και λαβών μέρος εις την μάχην.
Εις την Ακρόπολιν (Κουλάν) ομάς 25-30 Βουλγάρων κομιτατζήδων οχυρωθείσα εις την κορυφήν επυροβόλει εντεύθεν αδιακρίτως πάντα κυκλοφορούντα εις τας οδούς της πόλεως. Εφονεύθησαν υπ’ αυτών δύο χωρικοί εκ Νέου Σουλίου, εις το έναντι της παλαιάς Μητροπόλεως αρτοποιείον και τρεις άλλοι εις διαφόρους της πόλεως οδούς.Καθ’ ην ώραν διεδραματίζοντο τα ανωτέρω, εμαίνοντο οι πυροβολισμοί εντός της πόλεως νυχθημερόν ωσάν να εγίνετο διαρκής μάχη. Πολλαί οικογένειαι μετέβησαν προς ασφάλειαν εις το Αυστριακόν Προξενείον, πρόξενος ήτο ο έγκριτος συμπολίτης μας Γεώργιος Ζλάτκος.Επίσης εζήτησαν προστασίαν και εις το Ιταλικό Προξενείον του οποίου Πρόξενος ήτο ο Ισραηλίτης Μενεχέμ Σιμαντώβ. Αμφότεροι οι πρόξενοι παρέσχον εις τους καταφυγόντας θερμήν φιλοξενείαν.
Την επαύριον 26ην Ιουνίου έφθασαν εις την πόλιν μας παραπλανηθέντες δύο λοχίαι των ευζώνων ο Παπαδόγιαννης εκ Στυλίδος καταγόμενος και εις άλλος (νυν καπνοβιομήχανος εις Βόλον) ως και εις Έλλην στρατιώτης του πεζικού.
Ο τρομοκρατημένος κόσμος εξέλαβεν αυτούς ως προπομπούς του αναμενόμενου απελευθερωτικού στρατού, εξεχύθη εις τας οδούς και τους ενηγκαλίζετο μετά δακρύων και τους εφόρτωνε με άνθη και με προχείρους στεφάνους.Την ίδια ημέραν τους ωδήγησα εις την Ιεράν Μητρόπολιν όπου συνεδριάζει διαρκώς η Γενική Συνέλευσις των προκρίτων και εκεί απεφασίσαμεν πρώτον να εξοντώσωμεν τους εν ακροπόλει ευρισκόμενους και πυροβολούντας Κομιτατζήδες.Θέσαντες επί κεφαλής τους δύο λοχίας, ηρχίσαμεν αναβαίνοντες δι’ ελιγμών τον Κουλάν και πριν τους πλησιάσωμεν ετράπησαν εις φυγήν. Οι Κομιτατζήδες εγκατέλειψαν και μερικά όπλα. Καταδιώξαντες αυτούς μέχρι ενός χιλιομέτρου εφονεύσαμεν τρεις και κατά την επάνοδον μας υψώσαμεν την Ελληνικήν Σημαίαν εις τον αρχαίον πύργον της Ακροπόλεως τη πρωτοβουλία του θαρραλέου καθηγητού της Γαλλικής εν τω Γυμνασίω Σερρών, κ. Γεωργίου Καραϊσκάκη.
Τοιουτοτρόπως εξεκαθαρίσθη ολόκληρος η πόλις από τα Βουλγαρικά υπολείμματα και η συνεδριάζουσα διαρκώς Γενική Συνέλευσις εν τη Ιερά Μητροπόλει αποφασίζει την αποστολήν Επιτροπής(30) με έγγραφον του Μητροπολίτου προς τον Φρούραρχον Στρυμόνος Ιουλιανόν Κονταράτον, ταγματάρχη, με την παράκλησιν όπως προελάσει το ταχύτερον προς διάσωσιν της κινδυνευούσης πόλεως.
Τοιουτοτρόπως εξεκαθαρίσθη ολόκληρος η πόλις από τα Βουλγαρικά υπολείμματα και η συνεδριάζουσα διαρκώς Γενική Συνέλευσις εν τη Ιερά Μητροπόλει αποφασίζει την αποστολήν Επιτροπής(30) με έγγραφον του Μητροπολίτου προς τον Φρούραρχον Στρυμόνος Ιουλιανόν Κονταράτον, ταγματάρχη, με την παράκλησιν όπως προελάσει το ταχύτερον προς διάσωσιν της κινδυνευούσης πόλεως.
[Σ.Β. 13-7-1947] Η πρώτη επιτροπή απετελέσθη από τους κ.κ. Παυσανίαν Τσατσαπάν, Διευθυντήν της Τραπέζης Αθηνών, Γεώργιον Αλεξανδρίδην και Χρήστον Πιπέρκον, ζωέμπορον. Είχε ρητήν διαταγή με πάσαν θυσίαν και δαπάνην να ειδοποιήση την αισίαν άφιξιν των.
Και η μεν επιτροπή δια διαφόρων λοξοδρομιών κατόρθωσε να φθάση αισίως, μολονότι εις τα χωρία του κάμπου υπήρχαν ακόμη ένοπλοι κομιτατζήδες, δεν κατόρθωσεν όμως να ειδοποιήση τα της αφίξεως της. Τούτο εξέλαβεν η συνέλευσις ότι η επιτροπή εξοντώθη και αποφασίζεται η αποστολή δευτέρας επιτροπής.
Επειδή ουδείς εκ των παρευρισκομένων απεφάσιζε να συμμετάσχει εις την επικίνδυνον αυτήν αποστολήν, απετάνθη ο Μέγας Ιεράρχης μας Απόστολος προς εμέ. Άνευ αντιρρήσεως εδέχθην την επικίνδυνον αλλά και τιμητικήν αυτήν αποστολήν.Θα αναφέρω ένα υπέροχον πατριωτικόν παράδειγμα του αειμνήστου Κωνσταντίνου Ζιάκα, Γραμματέως επί σειράν ετών του Ελληνικού Προξενείου Σερρών και κατόπιν αρχιγραμματέως του Δήμου Σερρών. Ούτος το μεσονύκτιον ήλθεν προς συνάντησιν μου και με παρεκάλει να τον προσλάβω ως μέλος της Επιτροπής μαζί μου. Εγώ επεχείρησα να τον αποτρέψω τονίσας εις τούτον ότι είναι επικίνδυνον. Επίσης του υπέμνησα ότι έχει υποχρεώσεις ως οικογενειάρχης ενώ εγώ δεν είχον τοιαύτας και δεν με ενδιέφερεν εάν φονευθώ καθ’ οδόν υπό των κομιτατζήδων. Αυτός όμως ήρχισε μετά δακρύων να με ικετεύη και ηναγκάσθην να τον δεχθώ. Εγίναμε έτσι δύο.
Και όταν την επαύριον υπό τας ευλογίας του Μητροπολίτου Αποστόλου ιππεύσαμεν εκκινήσαντες από τον περίβολον της παλαιάς Μητροπόλεως, 160 ένοπλοι καπνεργάται μας έκαναν κλοιό φρουρήσεως και μας εδήλωσαν ότι θα μας συνοδεύσουν διά πάσαν ασφάλειαν μας. Τότε προσετέθη μαζί μας και ο επίσκοπος Άγιος Χριστοπόλεως Αμβρόσιος. Ούτω αναχωρούμεν με αυτήν την κουστωδίαν.
Καθ’ οδόν χωρικοί του κάμπου μας απήλπιζαν τονίζοντες ότι την νύκτα Βούλγαροι κομιτατζήδες εφόνευσαν τον παπάν και δύο προκρίτους της Καμήλας. Εμείς απτόητοι εξακολουθούμεν τον δρόμον μας με οδηγόν γύφτον τινά αλιέα βδελλών. Ούτος μας ωδήγησε μέσω χωραφιών εις Κουμαριάν, όπου παρουσιασθέντες εις τον Ιουλιανόν Κονταράτον, Ταγματάρχην, εδηλώσαμεν την ταυτότητα μας και εγχειρίσαμεν εις αυτόν την επιστολήν του Μητροπολίτου. Δυστυχώς ούτος μας απήλπισεν και μας είπεν ότι του είναι αδύνατον να προχωρήση ούτε κατά έν βήμα, εάν δεν λήξη η μάχη του Δεμίρ – Ισάρ [σ.σ. Σιδηροκάστρου] και δεν λάβη διαταγήν του αρχιστρατήγου Βασιλέως Κωνσταντίνου. Οι συνάδελφοι μου απελπισθέντες εκ της αρνητικής απαντήσεως του κ. Ταγματάρχου μοι προέτρεπον να επι[σ]τρέψωμεν άπρακτοι. Εγώ επέμεινα και έχων βοηθόν και συναντιλήτορα τον ανθυπομοίραρχον Ιωάννην Κρατάκην, Διοικητήν Αστυνομίας Νιγρίτης, ευρεθέντα εις Κουμαριάν και παρευρεθέντα τυχαίως εις την συζήτησιν μας με τον Ταγματάρχην. Ανεχωρήσαμεν εις Νιγρίταν και αμέσως εζήτησα να συνδεθώ μετά του αρχιστρατήγου Βασιλέως, ευρισκομένου την εσπέραν εκείνην εις Δοϊράνην.
Επί τρίωρον εκοπιάσαμεν να συνδεθώμεν τηλεφωνικώς χρησιμοποιήσαντες τα τηλέφωνα Τσάγεζι , Σταυρού Θεσσαλονίκης, Δοϊράνης. Μόλις την 2αν πρωινήν κατορθώσαμεν να συννενοηθώμεν τηλεφωνικώς.. Ο αρχιστράτηγος Βασιλεύς με προσοχήν και αγωνίαν με ήκουε καλώντας με διαρκώς με τας λέξεις : «λέγε λεπτομερώς και παρακάτω» . Με διαβεβαίωσεν ότι θα διατάξη αμέσως την προέλασιν.
Και όταν την επαύριον αποφράδα ημέραν της 28ης Ιουνίου επι[σ]τρέψαμεν ευχαριστημένοι με τον ανθυπομοίραρχον Κρατάκην, όστις προχείρως κατήρτισε σώμα εκ 50 περίπου ανδρών ενόπλων, ηκούσαμεν τους πυροβολισμούς και εβλέπαμεν τους καπνούς των έξ [6] πυροβόλων τα οποία ετοποθέτησαν οι Βούλγαροι εις τα πέριξ υψώματα και δια των οποίων ήρχισαν να κανονιοβολούν την πόλιν.
Μετ’ ολίγον α[νε]φάνησαν εις διάφορα σημεία των Σερρών φλόγες πυρκαιών και ακολούθως εγενικεύθη η πυρκαιά καθ’ άπασαν την πόλιν, την οποίαν οι επιδραμόντες Βούλγαροι ελεηλάτουν και έκαιον. Ημέρα μεγάλης τραγωδίας αλλά και γλυκυτάτης απελευθερώσεως η 29η Ιουνίου. Εκάησαν ζώντες, εντός της πόλεως, άνω των 120 γέροντες και ασθενείς. Ο πνέων σφοδρός άνεμος της νυκτός ανερρίπιζε τας φλόγας και εβλέπομεν εκ Κουμαργιάς, όπου διενυκτηρεύσαμεν, το απαίσιον θέαμα της αποτεφρουμένης γλυκυτάτης πατρίδος μας. Αλλά κατ’ ουδέν εμείωσε η καταστροφή το ακμαίον πατριωτικόν φρόνημα των Σερραίων.
Ο ελευθερωτής Στρατός εύρε την πόλιν ερείπια. Οι πεινώντες και γυμνοί Σερραίοι δακρύοντες και ενθουσιώντες υπεδέχοντο τον ελευθερωτήν Στρατόν, φωνάζοντες «ας καήκαμε», «Ζήτω το Έθνος».
Τοιουτοτρόπως απεκτήσαμεν την ελευθερίαν διά μεγίστων θυσιών και πολλών αιμάτων, έχοντες πάντοτε την παρηγορίαν ότι αι φλόγες των Σερρών εφώτισαν τα προς Ανατολάς προελαύνοντα νικηφόρα Ελληνικά Στρατεύματα».
***
Ο Αθανάσιος Αργυρός (Νιγρίτα, 1859 - Βόλος, 9 Ιανουαρίου 1945) ήταν Έλληνας δικηγόρος, δημοσιογράφος και πολιτικός. Υπηρέτησε ως βουλευτής Σερρών και ως υπουργός. Υπήρξε πρωτεργάτης του Μακεδονικού Αγώνα.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στη Νιγρίτα Σερρών και φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο της γενέτειράς του και στο Διδασκαλείο των Σερρών. Σπούδασε επίσης νομικά στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και έπειτα σε πανεπιστήμια της Γαλλίας και της Γερμανίας. Εργάστηκε ως δάσκαλος (σε Σέρρες, Καβάλα και Κωνσταντινούπολη) , ως δικηγόρος και ως δημοσιογράφος. Στις αρχές του 20ου αιώνα μετέβη για λίγο στις ΗΠΑ, όπου εξέδωσε την εφημερίδα "Αθηνά", υποστηρίζοντας τα ελληνικά δίκαια.[1] Στην Αθήνα ίδρυσε τον Μακεδονικό Σύλλογο "Ο Μέγας Αλέξανδρος", του οποίου διετέλεσε και πρόεδρος.[2] Εξελέγη βουλευτής (πληρεξούσιος) Σερρών αρχικά τον Μάιο του 1915 και μετά τον Δεκέμβριο του 1915 και το 1920. Στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση, το 1926 εξελέγη με το Λαϊκό Κόμμα και επανεξελέγη στις εκλογές του 1932.[3] Με το ίδιο κόμμα εξελέγη και στις εκλογές του 1935. Στις 10 Οκτωβρίου 1935 προσχώρησε στη Λαϊκή Ριζοσπαστική Ένωση (των Κονδύλη και Θεοτόκη).
Στην κυβέρνηση Γούναρη ήταν υπουργός Γεωργίας από τις 2 Μαρτίου 1922 ως τις 3 Μαΐου 1922 και στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη από τις 9 Μαΐου ως τις 28 Αυγούστου 1922. Στην κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη στις 4 Δεκεμβρίου 1926 διορίστηκε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων και υπηρέτησε ως τις 17 Αυγούστου 1927.[4]
Πέθανε τον Ιανουάριο του 1945 στο Βόλο.
Συνέγραψε ιστορικά και νομικά έργα, όπως την "Ιστορία των Αθηνών".
Αθανάσιος Α. Αργυρός (1859-1945)
Δικηγόρος, πολιτευτής, δημοσιογράφος και δάσκαλος από τη Νιγρίτα. Έβγαλε το Ελληνικό Σχολείο Νιγρίτας και το Διδασκαλείο Σερρών (Διευθυντής Μαρούλης) διαμένοντας στο Οικοτροφείο του (1872-1876). Μόλις αποφοίτησε, διορίστηκε δάσκαλος στο Τζίντζιος (Σιτοχώρι) Σερρών (1876-1877), αργότερα δε στην Κων/πολη και Καβάλα. Συνέχισε ανώτερες σπουδές (νομικά) στην Αθήνα, Γαλλία και Γερμανία. Εξάσκησε κατόπιν το επάγγελμα του δικηγόρου (1923-1926 δικηγόρησε στις Σέρρες) και του δημοσιογράφου. Το 1892-93 εκδίδει στην Αθήνα την «Γενικήν Επιθεώρησιν», πρωτοποριακό περιοδικό με ποικίλο, σοβαρό περιεχόμενο (καλλιτεχνικό, επιστημονικό, πολιτικό κλπ.). Πρωτεργάτης του Μακεδονικού αγώνα και ενθουσιώδης εθναπόστολος, αναλαμβάνει με άλλα ζωντανά στοιχεία των Αθηνών (Σ. Δραγούμη, Π. Μελά, Α. Κορομηλά, Δ. Καλαποθάκη, Β. Γαβριηλίδη, Ν. Καζάζη κ.ά.) να ξυπνήσει το ενδιαφέρον της διστακτικής ως τότε ακόμα Ελληνικής Κυβέρνησης, συστήνοντας εθνικούς συνδέσμους, υποκινώντας συλλαλητήρια, δημοσιεύοντας πύρινα άρθρα, διοργανώνοντας τέλος τις πρώτες μυστικές ένοπλες ομάδες, για την άμυνα της Μακεδονίας. Ιδρύει επίσης στην Αθήνα (1905) τον «Μακεδονικό Σύλλογο ο Μέγας Αλέξανδρος», (προήλθε απ' την ένωση του «Μακεδονικού Συλλόγου» και της «Μακεδονικής Αδελφότητος») και αναλαμβάνει για λίγο την προεδρία του. Το 1906 μεταβαίνει στην Αμερική (Νέα Υόρκη, Φιλαδέλφεια, Βοστόνη, Πίτσμπουργκ, Λόουελ, Σικάγο κ.ά.), αναλαμβάνει αρχισυντάκτης στην εφημερίδα «Θερμοπύλαι», αγοράζει μια άλλη, την «Αθηνά», και αγωνίζεται με άρθρα, διαλέξεις κλπ. για τα ελληνικά δίκαια και την οικονομική ενίσχυση των μαχητών της Μακεδονίας, παρ' όλη τη λυσσασμένη αντίδραση της «Ατλαντίδος» και μιας μερίδας ομογενών, χαρακτηριστικό σύμπτωμα της προαιώνιας ελληνικής διχόνοιας. Το 1915 (31 Μαΐου) εκλέγεται, ενώ απουσίαζε στην Αμερική, βουλευτής Ν. Σερρών (κόμμα Βενιζέλου) και γυρίζει στην Ελλάδα. Ξαναβγαίνει βουλευτής Σερρών (κόμμα Λαϊκό) στις εκλογές της 1-11-1920 αναλαμβάνοντας Υπουργός Γεωργίας (2-3-1922) και της 7-11-1926 (Οικουμενική) παίρνοντας το Υπουργείο Παιδείας ως τον Αύγουστο 1927. Επίσης στις εκλογές της 25-9-1932 και 9-6-1935. Την 10-10-1935 προσχωρεί στη Λαϊκή Ριζοσπαστική Ένωση (Κονδύλη-Θεοτόκη) και το 1936 γίνεται πρόεδρος Επιτροπής κρατικών προμηθειών. Το 1938 πρωτοστατεί στην ίδρυση του σωματείου Σερρών «Πνευματική Εστία». Η κατοχή (1941) τον βρίσκει φτωχό όπως ήταν πάντα, με μια μικρή σύνταξη, στο Βόλο, όπου και πέθανε. Συνέγραψε: «Ιστορία των Αθηνών», εκδ. Ι. Σαλιβέρου, Αθήναι 1901.- «Επιτομή Ρωμαϊκού Δικαίου» κ.ά. Λόγοι και άλλες εργασίες του νομικές, ιστορικές κλπ. βρίσκονται τυπωμένες έκτος από τη «Γενική Επιθεώρηση» και «Αθηνά» σε διάφορες εφημερίδες και φυλλάδια : (Η δράσις και το έργον του Δ. Μαρούλη : εφ. «Εμπρός» Σερρών 1938. - Η Νιγρίτα προ 150 ετών : Σερραϊκό ημερολόγιο, Π. Πιέρρου-Δ. Λιανοπούλου, Σέρραι 1939. - κλπ.). Μετέφρασε: «Ρωμαϊκή Ιστορία» του Dury. - «Παγκόσμια Ιστορία» του Jager (κυκλοφόρησε σε φυλλάδια).- «Περί του δικαίου των Πανδεκτών» του Windscheid κ.ά. H ιδιαίτερη πατρίδα του Νιγρίτα έστησε την προτομή του (έργο του ανεψιού του Ουμβέρτου Αργυρού) στην κεντρική πλατεία της (18-5-1952). Οι Σέρρες βάφτισαν με το όνομα του ένα δρόμο τους.
Αθανάσιος Αργυρός : Ο μεγάλος Σερραίος πολιτικός που πέθανε φτωχός στον Βόλο
Γεννήθηκε στη Νιγρίτα Σερρών το 1859. Ύστερα από τη στοιχειώδη εκπαίδευσή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του ήρθε στις Σέρρες και φοίτησε στο Διδασκαλείο του «Μεγάλου του Γένους Δάσκαλου», όπως αποκαλούνταν ο Δημήτριος Μαρούλης.
Με το τέλος της εκπαίδευσής του πηγαίνει για ένα μικρό διάστημα στη Κωνσταντινούπολη, όπου και εργάζεται ως δάσκαλος και στη συνέχεια γράφεται στη Νομική σχολή Αθηνών ενώ αργότερα παρακολουθεί μαθήματα Πολιτικών Επιστημών στο Παρίσι.
Ταυτόχρονα και για λίγο χρονικό διάστημα ο Αθανάσιος Αργυρός υπηρέτησε στο εκεί ελληνικό προξενικό διπλωματικό σώμα. Από το 1886 και μέχρι το 1906 άσκησε τη δικηγορία στην Αθήνα, ενώ παράλληλα ήταν και πρόεδρος του εν Αθήναις Μακεδονικού συλλόγου. Τότε εξέδωσε την «Μικράν Επιτομήν» του Ρωμαϊκού Δικαίου για χρήση των τότε φοιτητών ενώ μετέφρασε δύο πολύ αξιόλογα νομικά έργα: το ένα ήταν η «Παγκόσμιος Ιστορία» του Γιάκερ, που κυκλοφορούσε σε φυλλάδια και το άλλο, η «Ρωμαϊκή Ιστορία» του Duruy. Μετέφρασε από τα γερμανικά το κλασσικό έργο του διάσημου Windscheid «Περί του Δικαίου των Πανδεκτών».
Δημοσιογραφούσε στην εφημερίδα «Αστραπή» του Γιολδάση, στον «Τηλέγραφο» του Γ. Σιβτανίδη, στο «Εμπρός» του Δημ. Καλαποθάκη, στην «Ακρόπολη» του Β. Γαβριηλίδη και στη «Νέα Ημέρα» της Τεργέστης. Το 1892 εξέδωσε το φιλολογικό περιοδικό «Γενική επιθεώρησις» και έγραψε την «Ιστορία των Αθηνών», έκδοση Σαλίβερου (1901). Κατά την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα και αφού προηγουμένως βοήθησε στην οργάνωσή του, αναχώρησε για την Αμερική με σκοπό να συνεγείρει το εκεί ελληνικό στοιχείο.
Έφτασε στη Ν. Υόρκη στα 1907 και διενήργησε εράνους ανάμεσα στους Έλληνες ύστερα από συνεννόηση με το Στέφανο Δραγούμη. Εκεί τελικά ανέλαβε τη διεύθυνση της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Θερμοπύλαι», την οποία και μετέτρεψε σε καθημερινή. Αυτό ξεσήκωσε την αντίδραση των άλλων ελληνικών εφημερίδων και ο Αθανάσιος Αργυρός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ν. Υόρκη και να μεταβεί στο Σικάγο, όπου και εξέδωσε τη δική του καθημερινή εφημερίδα, την «Αθηνά».
Όταν πληροφορήθηκε για τον Ελληνοτουρκικό και λίγο αργότερα για τον Ελληνοβουλγαρικό πόλεμο κατάφερε να συγκεντρώσει το ποσό του ενός εκατομμυρίου δολαρίων και να βοηθήσει στη συγκέντρωση 50.000 αλκίμων Ελλήνων εθελοντών, πολλούς από τους οποίους αποχαιρέτησε ο ίδιος προσωπικά λίγο πριν την αναχώρησή τους για την Ελλάδα.
Μετά τη λήξη του πολέμου ο Αθανάσιος Αργυρός μετέφερε την εφημερίδα του στη Ν. Υόρκη. Ήδη βρισκόταν στην Αμερική 8 ολόκληρα χρόνια. Η Ελλάδα ήταν σχεδόν διπλάσια σε έκταση και στη Μακεδονία όλοι ετοιμάζονταν για τις πρώτες ελεύθερες εκλογές.
Στις Σέρρες οι φιλελεύθεροι βουλευτές Δ. Πάζης και Δ. Δίγκας πίστευαν πως ο Αθανάσιος Αργυρός, αν και βασιλικός, «θα ηκολούθη την σημαίαν υφ’ ην θα εξελέγετο…». Πράγματι, αν και στην Αμερική, ο Αθανάσιος Αργυρός εκλέχθηκε από τους Σερραίους βουλευτές του κόμματος των Φιλελευθέρων.
Ο Αργυρός αποδέχθηκε την εκλογή αλλά μόλις έφτασε στον Πειραιά έκανε την εξής δήλωση: «- Εξελέγην εις Βενιζελικόν συνδυασμόν αλλά δεν είμαι Βενιζελικός». ‘Ύστερα συνάντησε τον Βενιζέλο και του δήλωσε πως ανήκει στο Λαϊκό κόμμα του Δημητρίου Γούναρη. Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 ο Αθ. Αργυρός εκλέχθηκε «πληρεξούσιος βουλευτής της Γ΄ εν Αθήναις Εθνικής Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως» και στη συνέχεια έγινε υπουργός Γεωργίας και πρωτοστάτησε «για μια Αθήνα πράσινη».
Ο χρηματίσας κάποτε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Αθηνών Δ. Σκουζές, έγραψε γι’ αυτόν: «Όλοι δε οι Αθηναίοι διετήρουν ευγνώμονα την μνήμην υπέρ αυτού διά τους σοφούς νόμους τους οποίους συνέταξε προς τούτο!».
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την εκτέλεση του Δημήτρη Γούναρη, η πλειοψηφία των βουλευτών του Λαϊκού κόμματος τον υπέδειξε ως υποψήφιο για την από μέρους του διαδοχή στην αρχηγία του Λαϊκού κόμματος, την οποία όμως δεν αποδέχτηκε για λόγους μετριοφροσύνης αλλά και γιατί δεν είχε την ανάλογη οικονομική επιφάνεια.
Έτσι πρωτοστατεί να εκλεγεί ο Παναγής Τσαλδάρης. Ανάμεσα στα χρόνια 1923 – 1926 άσκησε τη δικηγορία στις Σέρρες για να επανεκλεγεί βουλευτής στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 και συμμετείχε ως υπουργός Παιδείας στην σχηματισθείσα Οικουμενική κυβέρνηση, μέχρι τον Αύγουστο του 1927.
Στις εκλογές της 19.8.1928 ο Αθανάσιος Αργυρός, δεν εκλέχθηκε βουλευτής ενώ επανεξελέγη σ’ εκείνες της 25ης Σεπτεμβρίου 1932 και απέτυχε στις επόμενες. Στις 10 Οκτωβρίου του 1932 συμπαρατάχθηκε με τη Λαϊκοριζοσπαστική ένωση των Κονδύλη – Θεοτόκη μόνο και μόνο επειδή ο Παναγής Τσαλδάρης έκανε δήλωση «αναγνώρισης του αβασιλεύτου δημοκρατικού πολιτεύματος».
Επανεξελέγη βουλευτής στις εκλογές της 9ης Ιουνίου του 1935 όταν το Εθνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα (Γ. Κονδύλης) συνεργάστηκε με το Λαϊκό. Στις εκλογές της 26 Ιανουαρίου του 1936 οι ψηφοφόροι του δεν τον ακολούθησαν με αποτέλεσμα να μη βγει βουλευτής. «Η άδολη και παιδική του σχεδόν ψυχή υπήρξε ο κυριότερος συντελεστής της αποτυχίας του» έγραψε ο Αθανάσιος Μπουκουβάλας, ενώ για να μετριάσουν την πίκρα του, τον εξέλεξαν πρόεδρο της επιτροπής κρατικών προμηθειών.
Ο Αθανάσιος Αργυρός γνώριζε τέσσερις γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, και ιταλικά) και ήταν λάτρης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Υπηρέτησε σε καιρούς χαλεπούς την προσφυγική υπόθεση.
Υπήρξε ενδελεχής επιστήμονας, ανιδιοτελής πολιτικός,«κράτιστος» νομικός με κύρια χαρακτηριστικά του την αγάπη για την εργασία, τη μελέτη, το ήθος και τη χρηστότητα, τη σύνεση, τη μετριοφροσύνη και την ευπρέπεια, για να γράψει γι’ αυτόν ο Αλέξανδρος Σβώλος: «…υπήρξε μεταξύ των Μακεδόνων πολιτικών αναμφισβήτητα μια ευτυχούσα φυσιογνωμία με θάρρος, ήθος, πατριωτισμόν και αφοσίωσιν εις την ιδιαιτέραν του πατρίδα…».
Το 1938 πρωτοστατεί στην ίδρυση του σωματείου Σερρών «Πνευματική Εστία».
Η κατοχή (1941) τον βρίσκει φτωχό όπως ήταν πάντα, με μια μικρή σύνταξη, στο Βόλο, όπου και πέθανε.
H ιδιαίτερη πατρίδα του Νιγρίτα έστησε την προτομή του (έργο του ανεψιού του Ουμβέρτου Αργυρού) στην κεντρική πλατεία της (18-5-1952).
Οι Σέρρες βάφτισαν με το όνομα του ένα δρόμο τους.
****
Ιωάννης Κ. Δέλλιος (1853-1919)
Φιλόλογος και πολιτικός από τις Σέρρες. Θεωρείται βασικός αναμορφωτής της παιδείας των Σερρών και της Μακεδονίας γενικότερα. Το 1868 αποφοίτησε απ’ το Ημιγυμνάσιο Σερρών. Το 1872 δέχεται πρόσκληση των συμπατριωτών του και εργάζεται κοινοτικός δάσκαλος στις Σέρρες ως το 1875, διακόπτοντας τις σπουδές του στην Αθήνα. Ταυτόχρονα εκτελεί χρέη γραμματέα του Παμμακεδονικοΰ Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Σερρών. Το 1876 στέλνεται με υποτροφία του «Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων» στη Γερμανία και το 1880 αναγορεύεται διδάκτορας της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Ιένας. Επιστρέφει στις Σέρρες και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Σερραίας Σχολής (1880-1888). Την προάγει σε εξατάξιο κλασικό Γυμνάσιο, που το 1884 αναγνωρίστηκε ισότιμο με τα άλλα Γυμνάσια του Κράτους, και προσθέτει σ' αυτό τμήμα Διδασκαλείου. Μετέτρεψε επίσης την Κεντρική Δημοτική Σχολή σε εξατάξια Αστική με την κατάργηση του Ελληνικού Σχολείου που ήταν προσαρτημένο στο Γυμνάσιο, επαύξησε τις ενοριακές σχολές και ίδρυσε το πρότυπο Εθνικό Οικοτροφείο για τους άπορους μαθητές και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο (1880), ποϋ ονομάστηκε αργότερα «Γρηγοριάς». Το 1889 αναλαμβάνει με εντολή της Ελληνικής Κυβέρνησης τη διεύθυνση του Γυμνασίου Θεσσαλονίκης για να πάψει τα εκεί κοινοτικά μαλώματα και μετά τετραετία προσλαμβάνεται γυμνασιάρχης στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας (1893-1895). Το 1896 ξαναγυρνά στη Θεσ/νίκη, μα διώχνεται απ’ τους Τούρκους, καταλήγει έτσι στην Αθήνα, όπου εργάζεται λυκειάρχης. Διετέλεσε καθηγητής του τότε διαδόχου Γεωργίου και του πρίγκιπα Αλεξάνδρου. Υπήρξε μέλος της Εκπαιδευτικής Επιτροπής του Υπουργείου Εξωτερικών και πρόεδρος του Παμμακεδονικού Συλλόγου Αθηνών (1910-1912), που εξέδιδε το Μακεδονικόν Ήμερολόγιον (επετηρίδα), μια από τις πιο αξιόλογες εκδόσεις της εποχής εκείνης. Βγήκε βουλευτής Σερρών το 1915 (οπαδός Γούναρη) και τιμήθηκε με το αξίωμα τού αντιπροέδρου της Βουλής. Έγραψε διάφορες εκπαιδευτικές, ιστορικές και λαογραφικές μελέτες. Συμπλήρωσε επίσης και εξέδωσε τη μετάφραση της «Ελληνικής Ιστορίας» τού Ντρόυζεν (1901),που άρχισε ο Ι. Πανταζίδης. Άφησε όλη την περιουσία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (Δελλίειον κληροδότημα) για μετεκπαίδευση στην Ευρώπη επιστημόνων κατά προτίμηση από την Ανατολική Μακεδονία και για την έκδοση προτύπων επιστημονικών εργασιών, η συλλογή λαογραφικού ή γλωσσικού υλικού η υποστήριξη επιστημονικών περιοδικών. Στο Γυμνάσιο Σερρών κληροδότησε την πλούσια βιβλιοθήκη του. Επίσης ένας αδελφός του, ο Νικόλαος, αξιόλογος μουσικός και τεχνοκρίτης (δίδαξε μουσική και τεχνικά μαθήματα στο Ωδείο Λόττνερ κ.ά. και στις Σέρρες (1880-1888)), δώρισε το αρμόνιο τού Ιωάννη Δέλλιου στο Ωδείο Σερρών «Ορφεύς» και δραχμές 10.000 για να βραβεύεται απ’ τους τόκους κάθε χρόνο ο καλύτερος μαθητής τού Ωδείου.
Προσκλήθηκε στην Κύπρο από την Αρχιεπισκοπή, μέσω του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» των Αθηνών, και ανέλαβε ως πρώτος γυμνασιάρχης του υπό ίδρυση Παγκυπρίου Γυμνασίου, το 1893.
Αφού αποφασίστηκε από τον τότε αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο Γ' και άλλους παράγοντες της Λευκωσίας η ίδρυση του Παγκυπρίου Γυμνασίου, εκπαιδευτικού ιδρύματος που θα αντικαθιστούσε, στην ουσία, την Ελληνική Σχολή που λειτουργούσε ως τότε στην πρωτεύουσα και δη στον ίδιο χώρο, απέναντι από την Αρχιεπισκοπή, έγιναν παραστάσεις προς διάφορες κατευθύνσεις στην Κύπρο και στην Ελλάδα για την υλοποίηση της απόφασης. Το 1893, χρόνο έναρξης λειτουργίας του Παγκυπρίου Γυμνασίου, ο Φιλολογικός Σύλλογος των Αθηνών «Παρνασσός», διά του προέδρου του Νικολάου Πολίτη, προέβη σε διαβήματα προς στελέχωσή του. Μεταξύ των Ελλαδιτών καθηγητών που στάληκαν γι' αυτό το λόγο στην Κύπρο, ήταν και ο Ιωάννης Δέλλιος που ανέλαβε, εκτός από τη διδαχή των φιλολογικών μαθημάτων, και ως ο πρώτος γυμνασιάρχης. Τη θέση αυτή διατήρησε για τρία χρόνια (1893 - 1896). Ο Δέλλιος οργάνωσε το Παγκύπριο Γυμνάσιο κι έθεσε τις βάσεις για τη λειτουργία του.
Γεννήθηκε στις Σέρρες τον Αύγουστο του 1853. Πατέρας του ήταν ο Κυριάκος, έμπορος το επάγγελμα. Ο Ιωάννης είχε από μικρός ροπή προς τα γράμματα και συνεχώς αρίστευε, παρόλο που δεν βοηθήθηκε από το σπίτι του, γιατί ο πατέρας του τον προόριζε μόνο για το εμπόριο. Τελείωσε το ημιγυμνάσιο των Σερρών και τελικά κατάφερε τον πατέρα του να τον στείλει στην Αθήνα για να συνεχίσει το σχολείο, και μετά το απολυτήριο αναγράφηκε το 1871 στην Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου. Ένα χρόνο αργότερα, το 1872, αναγκάστηκε να διακόψει λόγω ανωτέρων εθνικών λόγων. Παρέμεινε τρία χρόνια ως διδάσκαλος στις Σέρρες. Το 1876, όταν κόπασε προσωρινά ο φυλετικός ανταγωνισμός, ο Ιωάννης πήγε με υποτροφία του «Συλλόγου προς Διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων» στην Γερμανία για να συνεχίσει και να τελειώσει τις σπουδές του. Έμαθε Γερμανικά στην Γκότα εντελώς μόνος του και μετά πήγε στην Ιένα, όπου διέτριψε στην φιλολογία και ιστορία. Τον τελευταίο χρόνο πήγε στην Λειψία διατρίβοντας στην παιδαγωγική. Επέστρεψε στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1880 και διορίστηκε διευθυντής του ημιγυμνασίου της ιδιαίτερης πατρίδας του και υπηρέτησε επί οκτώ χρόνια, ανακαινίζοντας και αναβαθμίζοντας το εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να στέλνει κάθε χρόνο άριστους φοιτητές στο Πανεπιστήμιο. Επιδόθηκε επίσης στην ίδρυση προτύπου εθνικού οικοτροφείου.
Το 1888 ο τότε Υπουργός επί των Εξωτερικών Στ. Δραγούμης και ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στην Θεσσαλονίκη Γεώργιος Δοκός μετέθεσαν τον Δέλλιο στο Γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης. Το 1893 πήγε στην Κύπρο για να οργανώσει το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Εκεί είχε τόσο μεγάλη επιτυχία, αλλά και τόση πολλή δουλειά, που με εντολή της Αγγλικής Κυβέρνησης έκανε τα καλοκαίρια περιοδεία για να διδάσκει στους δημοδιδασκάλους της Κύπρου τα απαραίτητα στοιχειώδη παιδαγωγικά μαθήματα.
Ο Ιωάννης Δέλλιος χρημάτισε μέλος της εκπαιδευτικής επιτροπής του Υπουργείου των Εξωτερικών, και αφού αποσύρθηκε από την ενεργό δράση κατέλαβε έμπιστη θέση στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ενιαίας Σταφιδικής Εταιρείας. Ασχολήθηκε επίσης με την πολιτική και εξελέγη βουλευτής Σερρών στις βουλευτικές εκλογές του 1915.[1] Ήταν επίσης αντιπρόεδρος της Βουλής.[2]
Απεβίωσε στις 28 Απριλίου 1919.[3] Οι Σέρρες τον τίμησαν, δίνοντας το όνομά του σε ένα δρόμο στην συνοικία των Αγίων Αναργύρων της πόλης των Σερρών.
Πατέρας του ήταν ο έμπορος Κυριάκος Δέλλιος, που επιθυμούσε ο γιος του να ακολουθήσει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Ο Ιωάννης, που είχε έναν αδελφό τον δάσκαλο μουσικής Νικόλαο Δέλλιο και δύο αδελφές την Πηνελόπη Δέλλιου-Ζήκου και την Ελένη Δέλλιου-Γεωργίου, είχε από μικρός ροπή προς τα γράμματα και υπήρξε άριστος μαθητής, ενώ δεν έδειχνε παρά ελάχιστο ενδιαφέρον για τις δραστηριότητες του πατέρα του.
Σήμερα πολλοί Θεσσαλονικείς περνούν από τον χώρο που αποτελεί την πλατεία Ιωάννη Δέλλιου και η οποία είναι αφιερωμένη σε έναν άνθρωπο των γραμμάτων και εθνικό ευεργέτη. Η πλατεία αυτή βρίσκεται κοντά στον χώρο των πανεπιστημίων και σηματοδοτεί με αυτόν τον τρόπο τη σχέση του αναγραφόμενου με τον χώρο της εκπαίδευσης. Ποιος ήταν ο Ιωάννης Δέλλιος και ποια ήταν η πορεία του στα πνευματικά και παιδαγωγικά πράγματα της χώρας;
Ο φιλόλογος και πολιτικός Ιωάννης Δέλλιος γεννήθηκε στις Σέρρες τον Αύγουστο του 1853. Πατέρας του ήταν ο Κυριάκος, έμπορος το επάγγελμα. Ο Ιωάννης είχε από μικρός ροπή προς τα γράμματα και συνεχώς αρίστευε, παρόλο που δεν βοηθήθηκε από το σπίτι του, γιατί ο πατέρας του τον προόριζε μόνο για το εμπόριο. Τελείωσε το ημιγυμνάσιο των Σερρών και τελικά κατάφερε τον πατέρα του να τον στείλει στην Αθήνα για να συνεχίσει το σχολείο και μετά το απολυτήριο αναγράφηκε το 1871 στην Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου .Ένα χρόνο αργότερα αναγκάστηκε να διακόψει λόγω ανωτέρων εθνικών λόγων. Δέχεται πρόσκληση των συμπατριωτών του και εργάζεται κοινοτικός δάσκαλος στις Σέρρες ως το 1875, διακόπτοντας τις σπουδές του στην Αθήνα. Ταυτόχρονα εκτελεί χρέη γραμματέα του Παμμακεδονικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Σερρών. Παρέμεινε τρία χρόνια ως διδάσκαλος στις Σέρρες. Το 1876, όταν κόπασε προσωρινά ο φυλετικός ανταγωνισμός, ο Ιωάννης πήγε με υποτροφία του «Συλλόγου προς Διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων» στην Γερμανία για να συνεχίσει και να τελειώσει τις σπουδές του. Έμαθε Γερμανικά στην Γκότα εντελώς μόνος του και μετά πήγε στην Ιένα, όπου διέπρεψε στην φιλολογία και την ιστορία και αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας. Τον τελευταίο χρόνο των σπουδών του πήγε στην Λειψία ασχολούμενος με την παιδαγωγική.
ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Τον Σεπτέμβριο του 1880 επιστρέφει στις Σέρρες και αναλαμβάνει διευθυντής της Σερραίας Σχολής, όπου και υπηρέτησε επί οκτώ χρόνια (1880-1888), ανακαινίζοντας και αναβαθμίζοντας το εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα. Την προάγει σε εξατάξιο κλασικό Γυμνάσιο, που το 1884 αναγνωρίστηκε ισότιμο με τα άλλα Γυμνάσια του κράτους και προσθέτει σε αυτό τμήμα Διδασκαλείου. Επίσης μετέτρεψε την Κεντρική Δημοτική Σχολή σε εξατάξια Αστική με την κατάργηση του Ελληνικού Σχολείου, που ήταν προσαρτημένο στο Γυμνάσιο. Επαύξησε τις ενοριακές σχολές. Επίσης επιδόθηκε στην ίδρυση προτύπου εθνικού οικοτροφείου και τελικά ίδρυσε το πρότυπο Εθνικό Οικοτροφείο για τους άπορους μαθητές και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο (1880), που αργότερα ονομάστηκε «Γρηγοριάς». Το 1888 ο τότε Υπουργός επί των Εξωτερικών Στέφανος Δραγούμης και ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στην Θεσσαλονίκη Γεώργιος Δοκός μετέθεσαν τον Δέλλιο στη διεύθυνση του Γυμνασίου της Θεσσαλονίκης. Το 1893 πήγε στην Κύπρο για να οργανώσει το Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας (1893-1895). Εκεί είχε τόσο μεγάλη επιτυχία, αλλά και τόση πολλή δουλειά, που με εντολή της Αγγλικής Κυβέρνησης έκανε τα καλοκαίρια περιοδεία για να διδάσκει στους δημοδιδασκάλους της Κύπρου τα απαραίτητα στοιχειώδη παιδαγωγικά μαθήματα. Το 1896 ξαναγυρνά στη Θεσσαλονίκη, μα διώχνεται απ’ τους Τούρκους και καταλήγει στην Αθήνα, όπου εργάζεται σαν λυκειάρχης. Διετέλεσε καθηγητής του τότε διαδόχου Γεωργίου και του πρίγκιπα Αλεξάνδρου. Υπήρξε μέλος της Εκπαιδευτικής Επιτροπής του Υπουργείου Εξωτερικών και πρόεδρος του Παμμακεδονικού Συλλόγου Αθηνών (1910-1912), που εξέδιδε την επετηρίδα Μακεδονικόν Ήμερολόγιον, μια από τις πιο αξιόλογες εκδόσεις της εποχής. Εξελέγη βουλευτής Σερρών το 1915 ως υποστηρικτής του Δμητρίου Γούναρη και τιμήθηκε με το αξίωμα του αντιπροέδρου της Βουλής. Έγραψε διάφορες εκπαιδευτικές, ιστορικές και λαογραφικές μελέτες. Επίσης συμπλήρωσε και εξέδωσε τη μετάφραση της «Ελληνικής Ιστορίας» τού Ντρόυζεν (1901), που άρχισε ο Ι. Πανταζίδης. Απεβίωσε στις 28 Απριλίου 1919.
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ
Άφησε όλη την περιουσία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (Δελλίειον κληροδότημα) για μετεκπαίδευση στην Ευρώπη επιστημόνων κατά προτίμηση από την Ανατολική Μακεδονία και για την έκδοση προτύπων επιστημονικών εργασιών, τη συλλογή λαογραφικού ή γλωσσικού υλικού, την υποστήριξη επιστημονικών περιοδικών. Στο Γυμνάσιο Σερρών κληροδότησε την πλούσια βιβλιοθήκη του. Επίσης ένας αδελφός του, ο Νικόλαος, αξιόλογος μουσικός και τεχνοκρίτης (δίδαξε μουσική και τεχνικά μαθήματα στο Ωδείο Λόττνερ κ.ά. και στις Σέρρες (1880-1888)), δώρισε το αρμόνιο τού Ιωάννη Δέλλιου στο Ωδείο Σερρών «Ορφεύς» και 10.000 δραχμές για να βραβεύεται απ’ τους τόκους κάθε χρόνο ο καλύτερος μαθητής τού Ωδείου.
Αναμφίβολα υπήρξε μεγαλύτερη η πολιτιστική και πνευματική κληρονομιά που μας επέδωσε και, τόσο η ιδιαίτερη πατρίδα του, όσο και όλες οι γενιές των παιδαγωγών τον ευχαριστούν για το έργο του.
*****
Δημήτριος Δίγκας | |
---|---|
Ο Δημήτριος Δίγκας (Σέρρες, 1876 - Θεσσαλονίκη, 1974) ήταν Έλληνας δικηγόρος και πολιτικός.
Γεννήθηκε το 1876 στις Σέρρες και καταγόταν από την περιοχή της Νάουσας. Νήπιο ακόμη, έμεινε ορφανός και μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, όπου ανατράφηκε από τον θείο του και αρχιλογιστή της τοπικής μητρόπολης, Κωνσταντίνο Αλεξιάδη[1].
Αργότερα σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών και στην Κωνσταντινούπολη όπου και εγκαταστάθηκε μετά το πέρας των σπουδών του, ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, ασκώντας το επάγγελμα του δικηγόρου διακρινόμενος για την επαγγελματική, κοινωφελή και εθνική του δράση.
Μετά την επανάσταση των Νεότουρκων και την επαναφορά σε λειτουργία του συντάγματος διατέλεσε βουλευτής στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο κατά την περίοδο 1908 - 1912, εκπροσωπώντας την περιοχή του βιλαετίου Θεσσαλονίκης και επιδεικνύοντας σημαντική εθνική δράση σε συνεργασία με το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης και τους υπόλοιπους Έλληνες στην καταγωγή βουλευτές.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό, αναμίχθηκε στην ελληνική πολιτική σκηνή και το 1915 εξελέγη βουλευτής Σερρών. Το 1916 συμμετείχε στο Κίνημα Εθνικής Αμύνης όπου ο Ε. Βενιζέλος τον συμπεριέλαβε στη Προσωρινή Κυβέρνηση διορίζοντάς τον υπουργό Δικαιοσύνης από τις 6 Οκτωβρίου του 1916 έως τις 13 Ιουνίου του 1917. Με την ολοκληρωτική επικυριαρχία της Ελλάδας υπό την Αντάντ και την δι΄ αυτής εγκατάσταση της προσωρινής κυβέρνησης Βενιζέλου στην Αθήνα, ο Δίγκας ανέλαβε το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, θέση στην οποία διατηρήθηκε μέχρι τον Νοέμβριο του 1920, έχοντας ως σημαντικότερο επίτευγμα του, την εισαγωγή της διδασκαλίας της δημοτικής γλώσσας στα δημοτικά σχολεία.
Στις Εκλογές του 1920 ήταν ο μοναδικός βενιζελικός βουλευτής της Θεσσαλονίκης. Γενικά όμως οι πολύ επιδεικτικές του εμφανίσεις αλλά και οι πράξεις του γενικότερα συνέτειναν στη αποστροφή τόσο των κατοίκων όσο και των μειονοτικών κοινοτήτων (μουσουλμανική, εβραϊκή, και προσφύγων) προς αυτόν ώστε το Κόμμα των Φιλελευθέρων να καταποντιστεί και ούτε ο ίδιος να εκλεγεί.[εκκρεμεί παραπομπή]
Στις Εκλογές του 1929 εξελέγη γερουσιαστής Θεσσαλονίκης και αργότερα διορίστηκε υπουργός Δικαιοσύνης (1929-1930). Ως υπουργός Δικαιοσύνης μνημονεύεται για τη σύσταση των Δικαστηρίων Ανηλίκων και των επιτροπών του Αστικού Κώδικα. Το διάστημα 1930-1932 διετέλεσε υπουργός Συγκοινωνιών. Επανεξελέγη στις εκλογές του 1936 και του 1946 και χρημάτισε υπουργός Αεροπορίας από τις 7 Σεπτεμβρίου του 1947 μέχρι τις 7 Μαΐου του 1948.
Εξάσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Θεσσαλονίκη. Παράλληλα εισήλθε στην πατριωτική απελευθερωτική οργάνωση ΄΄Ο.Κ΄΄ Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως του άλλου μεγάλου πατριώτη και τέκτονα Αθαν. Σουλιώτη. Μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων (1908) εξελέγη από το Ελληνικό στοιχείο της Ανατ. Μακεδονίας, βουλευτής στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο, (1908-1912). Στα χρόνια αυτά είχε έντονη και στενή ΄΄εθνική ΄΄ συνεργασία με τον Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ΄. Μετά τους ένδοξους Βαλκανικούς πολέμους συνεργάστηκε με τον Ελευθ. Βενιζέλο. Το 1915 εξελέγη βουλευτής Σερρών. Συμμετείχε στη Κυβέρνηση της Εθνικής Αμύνης, ως υπουργός Δικαιοσύνης (1916-1917). Στη συνέχεια έγινε υπουργός Παιδείας και Εκκλησιαστικών, έως το 1920. Ήταν εισηγητής της Δημοτικής γλώσσας στα δημοτικά σχολεία. Επίσης σημαντικό έργο του ήταν η σύστασης και συγκρότησης Δικαστηρίων ανηλίκων. Συμμετείχε στην επιτροπή διαμόρφωσης του Αστικού κώδικα. Το 1929 εξελέγη Γερουσιαστής Θεσσαλονίκης και πάλι υπουργός Δικαιοσύνης με συμμετοχή στο Β΄Νομοθετικό σώμα. Το 1930-32 έγινε υπουργός Συγκοινωνιών. Εκλέχθηκε κι άλλες φορές βουλευτής. Μετά τον μεγάλο πόλεμο επί κυβερνήσεως Τσαλδάρη- Σοφούλη έγινε και πάλι υπουργός Αεροπορίας.
Απεβίωσε το 1974 στη Θεσσαλονίκη. Ο Δήμος τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε δρόμο της πόλης.
******Πάζης Χ. Δημήτριος
(1875 - 1953)
Γεννήθηκε στην Τζουμαγιά Σερρών το 1875. Ήταν γιατρός και ασχολήθηκε με την κοινά της πατρίδας του και με την πολιτική γενικότερα. Κατατάχθηκε εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα ανέλαβε πολλές μυστικές αποστολές και στα 1908 καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από το τουρκικό στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης. Στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 υπηρέτησε εθελοντικά ως στρατιωτικός γιατρός και υπήρξε ο πρώτος Έλληνας δήμαρχος της Τζουμαγιάς μετά την απελευθέρωσή της. Στα 1916 πήρε μέρος στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης
Η δημιουργία της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης
Μία ομάδα πολιτών της Μακεδονίας και αξιωματικών, βλέποντας τον κίνδυνο να δώσουν οι σύμμαχοι τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία στο Βασίλειο της Σερβίας, αλλά και πιστεύοντας στις ωφέλειες για την Ελλάδα από πιθανή νίκη των δυτικών συμμάχων, σκέφθηκε την κήρυξη επανάστασης για την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Η ομάδα αυτή ονομάσθηκε «Επιτροπή Εθνικής Αμύνης» και την αποτελούσαν οι Δημήτριος Δίγκας, Περικλής Αργυρόπουλος, Αλέξανδρος Ζάννας, Κωνσταντίνος Αγγελάκης, Νικόλαος Μάνος, Δημήτριος Πάζης, Π. Γραικός (εκπρόσωπος Φλώρινας), Ζερβός (εκπρόσωπος Δράμας), Εμμανουήλ Χ. Ζυμβρακάκης, Νικόλαος Πλαστήρας, Θαλής Κουτούπης κ.ά. Η αρχηγία δόθηκε στον ηθικό αυτουργό του κινήματος τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος όμως για να την αναλάβει έθεσε ως όρο τη συμμετοχή στρατιωτικών μονάδων στο κίνημα, το οποίο επιθυμούσε πανελληνίως και όχι μόνο στη Μακεδονία.
και στα 1922 ήταν ένας από τους εφτά που υπέγραψαν το «Δημοκρατικό Μανιφέστο» του Α. Παπαναστασίου. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση ύστερα από τη γνωστή «Δίκη της Λαμίας», για να αποφυλακιστεί από την Επανάσταση του '22. Φλογερός, προοδευτικός αγωνιστής, πάλεψε για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών της Μακεδονίας και Θεσσαλίας με σύνθημα «Η γη στους καλλιεργητές της». Στα 1924 έγινε υπουργός Υγιεινής στην πρώτη κυβέρνηση Παπαναστασίου και αργότερα γερουσιαστής. Εκλέχτηκε βουλευτής με το κόμμα του Βενιζέλου και αναδείχτηκε Πρόεδρος της βουλής την 1.4.1935. Για τις εθνικές του υπηρεσίες του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Σταυρού του Σωτήρος.
Η πρώτη ληστεία τρένου στην Ελλάδα. Ανάμεσα στους επιβάτες και ένας υπουργός, από την Τζουμαγιά Σερρών
Τυχαία δεν ήταν και ο πρωθυπουργός, ενώ ύποπτος θεωρήθηκε ο λήσταρχος Γιαγκούλας
10 Απριλίου 1924, 12 ένοπλοι συμμορίτες πραγματοποιούν ληστεία σε τρένο.
Το γεγονός δεν θα αποτελούσε είδηση στην αμερικανική δύση του περασμένου αιώνα. Στην Ελλάδα, μια ένοπλη ληστεία σε τρένο ήταν πρωτόγνωρο γεγονός και αποτέλεσε πρώτο θέμα στις εφημερίδες της εποχής. Στόχος της ληστείας ήταν το τρένο που κατευθυνόταν από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη.
Η Ληστεία
Το απόγευμα της 9ης Απριλίου, κατά τις 8.30 μια ομάδα ληστών κατέλαβε τον σταθμό του Δοξαρά, που βρισκόταν μεταξύ Λάρισας και Δομοκού. Αιχμαλώτισαν και φίμωσαν τον σταθμάρχη, κατέστρεψαν την τηλεγραφική μηχανή του σταθμού και περίμεναν την ώρα για το χτύπημα. Κατά τις 11 το βράδυ τοποθέτησαν στις ράγες του τρένου ένα κόκκινο φως και διέκοψαν τη συγκοινωνία. Στη μια τα ξημερώματα το τρένο που είχε αναχωρήσει από την Αθήνα κατά τις 9 και μισή πλησίαζε τον σταθμό του Δοξαρά. Οι ληστές φορούσαν μάσκες, περούκες και ψεύτικα γένια για να μην τους αναγνωρίσουν.
Στάθηκαν μπροστά από τις ράγες και μόλις το τρένο σταμάτησε, κρατώντας τυφέκια μάνλιχερ ανέβηκαν στο τρένο και διέταξαν τον οδηγό να κατέβει. Στη συνέχεια πήραν από τους επιβάτες χρήματα και κοσμήματα. Εντύπωση προκάλεσε και το γεγονός πως στο τρένο επέβαινε ένας τραπεζικός υπάλληλος που μετέφερε στη Θεσσαλονίκη 2 εκατομμύρια δραχμές και οι κλέφτες δεν του πήραν τα χρήματα.
Ανάμεσα στους επιβάτες ήταν και ο υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας Δημήτριος Πάζης από την Τζουμαγιά Σερρών και ο τέως διοικητής της Μακεδονίας Ιωάννης Βαλαλάς. Το συνολικό ποσό που απέσπασαν έφτανε τις 400.000 δραχμές. Η κυβέρνηση αποζημίωσε τους επιβάτες του τρένου. Οι ξένοι πήραν όλο το ποσό πίσω ενώ οι Έλληνες το μισό Την επόμενη ημέρα το συμβάν είχε πάρει μεγάλη έκταση από τα μέσα της εποχής. Δεν ήταν απλά η πρώτη ένοπλη ληστεία στη χώρα, αλλά παραλίγο να ληστέψουν το τρένο που επέβαινε ο τότε πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Το τρένο που θα μετέφερε τον πρωθυπουργό στη Θεσσαλονίκη θα περνούσε από τον σταθμό στις 12:20 αλλά καθυστέρησε.
Ο Παπαναστασίου βρισκόταν στον Βόλο για να κατευνάσει τη καπνεργατική απεργία και για καλή του τύχη άργησε να ξεκινήσει. Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι ληστές ζητούσαν από τους υπαλλήλους του σταθμού που κατέλαβαν, έναν κατάλογο με τα ονόματα των επιβατών και πληροφορίες για τους επισήμους που θα επέβαιναν στα βαγόνια. Δημοψήφισμα 1924 Η χρονική περίοδος του συμβάντος προκάλεσε ακόμα περισσότερες υπόνοιες σχετικά με τους σκοπούς των δραστών. Στις 13 Απριλίου, δύο μέρες μετά το συμβάν, είχε οριστεί το δημοψήφισμα που έθετε το ερώτημα «Δημοκρατία η όχι». Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου είχε αναλάβει τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα τον Μάρτιο του 1924 και τον ίδιο μήνα κήρυξε με ψήφισμα στη Δ΄ Συντακτική Συνέλευση έκπτωτη τη βασιλεία των Γλίξμπουργκ. Οι αποφάσεις του Παπαναστασίου είχαν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στους βασιλόφρονες.
Εφημερίδα Εμπρός «Τα Θρασύτατον Λυστρικόν Κρούσμα του Λαρισσαϊκού» Οι δημοκρατικοί με τη σειρά τους δεν δίστασαν να υπονοήσουν ότι σκοπός των δραστών δεν ήταν η ληστεία, αλλά η απαγωγή του Παπαναστασίου. Την επόμενη μέρα ο τότε Υπουργός Έννομης Τάξης, Θεόδωρος Πάγκαλος, πήγε στη Λάρισα και πραγματοποίησε ο ίδιος τις σχετικές ανακρίσεις, ενώ δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι οι δράστες είχαν στόχο τον ίδιο και όχι τον Παπαναστασίου, καθώς όπως δήλωσε, θα πήγαινε στη Θεσσαλονίκη με το τρένο της Αθήνας, αλλά τελευταία στιγμή το ακύρωσε.
Η συμμορία Τη δεκαετία του ’20 η ληστεία είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις στην ύπαιθρο. Συμμορίες ληστών τριγυρνούσαν στα χωριά και επιδίδονταν σε εγκληματικές ενέργειες. Την επομένη της ληστείας αποσπάσματα της χωροφυλακής ξεκίνησαν να καταδιώκουν τους κλέφτες στα χωριά της Θεσσαλίας. Οι αρχές υποψιάζονταν την συμμορία του Γιαγκούλα, του περιβόητου λήσταρχου που δρούσε στην περιοχή και τα αδέρφια Παπαγεωργίου που συμμετείχαν στη συμμορία του.
Λήσταρχοι της εποχής, Περικλής Παπαγεωργίου, Θωμάς Γκαντάρας, Λευτέρης Πλάτανος, Δημήτρης Παπαγεωργίου Την επομένη του δημοψηφίσματος, όπου υπερψηφίστηκε η Αβασίλευτη Δημοκρατία, η αστυνομία έπιασε τον έναν ληστή του τρένου ονόματι Αθανάσιου Πέτρου και ακολούθησαν τρεις ακόμα συλλήψεις. Συνέλαβε 4 από τους συνολικά 12 δράστες, οι οποίοι καταδικάστηκαν σε θάνατο. Τελικά, ποτέ δεν διευκρινίστηκαν οι πραγματικοί σκοποί της ληστείας και αν υποκινήθηκαν τελικά από βασιλόφρονες για να ματαιωθεί το δημοψήφισμα, όπως υπονοούσαν οι εφημερίδες των δημοκρατικών.
Πληροφορίες αντλήθηκαν από istorikathemata.com και από τον Τύπο της εποχής...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου