Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Νεροβούβαλοι

Νεροβούβαλοι
Πρόκειται για μεγαλόσωμα ζώα που το ύψος τους κυμαίνεται από 1 - 1,50 μ. στο ακρώμιο και το βάρος τους, το οποίο ποικίλλει, μπορεί να φτάσει τα 200 κιλά. Το τρίχωμά του έχει χρώμα μαύρο, κοκκινωπό ή τεφρό. Είναι αραιό ή πυκνό, ανάλογα με την εποχή ή τη χώρα στην οποία ζει. Το καλοκαίρι μοιάζει σαν μη έχει καθόλου τρίχωμα. Το αρσενικό έχει μεγάλα και τοξοειδή κέρατα που σχηματίζουν ένα είδος στεφάνης με περίμετρο περίπου 1,80 μ. Είναι ζώα ανθεκτικά στις ασθένειες και στο κρύο, χορτοφάγα που βόσκουν την αυγή και το δειλινό, ενώ τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας μένουν ξαπλωμένα μηρυκάζοντας την τροφή τους. Το θηλυκό γεννά ένα μικρό μετά από κυοφορία 310 ημερών. Σε ηλικία 4 -5 χρόνων το μικρό είναι ώριμο άτομο. Η διάρκεια της ζωής του είναι κατά μέσο όρο 17-20 χρόνια. Του αρέσει να βυθίζεται στο νερό ή και στον βούρκο αφήνοντας μόνο το κεφάλι του απέξω. Αυτό το κάνει για να αποφεύγει τα τσιμπήματα των εντόμων. Ζει μόνος ή και σε αγέλες. Απαντά στο Βόρνεο, στην Ταϊλάνδη, στην Ινδία και στη Μαλαισία. Το εξημερωμένο βουβάλι απαντά σε πολλά κράτη της Ευρώπης, στην Κίνα, στην Ιαπωνία, στην Αίγυπτο, στην Ιταλία κ.α. Στην Ελλάδα απαντά στην Μακεδονία, ιδιαίτερα παραλίμνια της Κερκίνης και στη Θράκη. 
Ο βούβαλος εκτρέφεται για την εργασία που παρέχει (έλξη όργωμα) στη μη ανεπτυγμένες αγροτικές περιοχές, αλλά και για το κρέας, το δέρμα, το γάλα του και τα υποπροϊόντα του που θεωρούνται καλής ποιότητας.
Κύριο λήμμα: Νεροβούβαλος της λίμνης Κερκίνης
Οι νεροβούβαλοι αγγλ. (waterbuffalus) στην Ελλάδα στις αρχές της δεκατίας του 1950 ήταν περίπου 75.000 – με την εκμηχάνηση όμως της γεωργίας και κυρίως την εισαγωγή βελτιωμένης ράτσας αγελάδων που αποδίδουν δεκαπλάσια σχεδόν παραγωγή γάλακτος σε σχέση με αυτούς ήταν οι κύριοι παράγοντες βαθμιαίας ελάττωσης του. Στα τέλη της δεκαετίας του '90 οι εναπομείναντες πληθυσμοί εντάχθηκαν σ' ένα πρόγραμμα διατήρησης ως σπάνια φυλή αγροτικών ζώων που κινδυνεύει με εξαφάνιση κι από τότε ο πληθυσμός τους άρχισε να ανακάμπτει.  Σήμερα, υπάρχουν περίπου 2.500 νεροβούβαλοι σε όλη την Ελλάδα εκ των οποίων οι 1.800 πέριξ της Κερκίνης και οι υπόλοιποι που κι αυτοί προέρχονται από τις παραλίμνιες περιοχές της εμπλούτισαν τις παραλίμνιες περιοχές της Μικρής Πρέσπας, τον κόλπο του Αμβρακικού και το δέλτα του Σπερχειού
Το βουβάλι, σε άγρια κατάσταση που είναι γνωστά ως αγριοβούβαλοι (γένος Bison), ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής και της Βόρειας Ευρώπης, χαρακτηρίζονται με την ονομασία βίσονας· ζει στα πυκνά δάση, κοντά στα ποτάμια.


Ο αφρικανικός ή μαύρος βούβαλος ανήκει στο είδος Syncerus caffer και ζει σε αγέλες στις πεδιάδες της κεντρικής και νότιας αφρικής, κοντά σε έλη ή σε υδάτινα ρεύματα· οι βούβαλοι αυτοί δεν έχουν εξημερωθεί και είναι επικίνδυνοι. Ο αριθμός τους έχει μειωθεί σημαντικά, λόγω της θήρευσής, αλλά, κυρίως των ασθενειών. Έχει ύψος στο ακροκώμιο 1,5 μ. και μεγαλύτερα κέρατα από τον ασιατικό βούβαλο, κυρτά προς τα εμπρός. Περιλαμβάνει διάφορα υποείδη, μεταξύ των οποίων και μικρότερες σε μέγεθος μορφές, όπως ο Syncerus caffer nanus, που ζει στα δάση τη δυτικής Αφρικής.


Εκτός από τους γνήσιους βούβαλους, με την ονομασία αυτή είναι γνωστά και δύο μικρότερα, άγρια ασιατικά είδη του γένους Anoa. Φτάνουν σε ύψος το 1 μ. και έχουν ευθύγραμμα κέρατα, στραμμένα προς τα πίσω. Το είδος Anoa depressiocornis (κοινώς νάνος βούβαλος) ζει στα πυκνά τροπικά δάση της Κελέβης (Ινδονησία) και το είδος Anoa midorensis (τοπική ονομασία ταμαρού) είναι ιθαγενές των Φλιππίνων.
Η γαλοκτοπαραγωγή ποικίλλει ανάλογα με τη χώρα στην οποία εκτρέφεται. Στην Άπω Ανατολή η απόδοση φτάνει τα 4.000 κιλά το χρόνο. Στις περιοχές της Δύσης η απόδοση είναι μικρότερη. Στη Βουλγαρία π.χ. η απόδοση είναι 1.500 κιλά γάλα το χρόνο. Η περιεκτικότητα του βουβαλίσιου γάλακτος σε λίπος είναι διπλάσια του αγελαδινού. 

Η ιστορία του Ελληνικού βούβαλου
Γαστρονομική άφιξη βαρέων βαρών, ο ελληνικός νεροβούβαλος, κερδίζει σταδιακά την αποδοχή χάρη στη μεστή γεύση του και την υψηλή διατροφική του αξία.
    Για να πουληθεί το κρέας εκείνου του βουβαλιού χρειάστηκαν πέντε μήνες. Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, μόνο σε μια βδομάδα πωλείται κρέας τεσσάρων βουβαλιών.
Η προσπάθεια του κ. Μπόρα πέτυχε σε τέτοιο βαθμό που σήμερα υπάρχουν 12 μονάδες γύρω από τη λίμνη και οι ιδιοκτήτες τους είναι κατά κύριο λόγο όλοι νέοι στην ηλικία.
Το σουξέ του καβουρμά και του βουβαλίσιου κρέατος στις αρχές του 2000 από το λάτρη του είδους Ζέλιο Μπόρα, έναν από τους λαμπρούς κρεοπώλες στη Λιβάδια Σερρών, έκανε τους σεφ να ανακαλύψουν έναν πρωτογενή θησαυρό με δυνατότητες που οι περισσότεροι αγνοούσαμε μέχρι σήμερα. Στην Κερκίνη, μάλιστα, όπου οι νεροβουβαλοι χειμαδιάζουν ελεύθερα, αυξάνονται και πληθύνονται οι προσπάθειες για εκτροφή. Δικαίως, αφού το βουβαλίσιο κρέας είναι υψηλότατης ποιότητας: περισσότερες πρωτεΐνες, διπλάσιο σίδηρο, λιγότερο λίπος (αντίθετα με το γάλα του που είναι πιο παχύ) και μεστή γεύση που δεν διαφέρει πολύ από αυτή του μοσχαρίσιου. Στην αγορά διατίθενται όλα τα προϊόντα από βουβάλι, όπως καβουρμάς (με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας!), λουκάνικο, σαλάμι, καπνιστή μπριζόλα και κιμάς για σουτζουκάκια και μπιφτέκια.
Βουβάλια με ρεκόρ Γκίνες
Κατα τη διάρκεια του 2ου Συνέδριο Γαστρονομίας στις Σέρρες , στήθηκε το μεγαλύτερο καζάνι με βουβαλίσια κεφτεδάκια για το βιβλίο Γκίνες , όπου 305 κιλά βουβαλίσιου κρέατος χρησιμοποιήθηκαν για να παρασκευαστούν πάνω από 4.000 λαχταριστά κεφτεδάκια.
ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΑΞΙΑ του βουβαλίσιου κρέατος
Το βουβάλι, εκτός από το κρέας του, δίνει και γάλα, που περιέχει περισσότερα λιπαρά, αλλά θεωρείται ιδανικό για την παρασκευή τυριού, βουτύρου και γιαουρτιού, ενώ αποτελεί το βασικό συστατικό για την επιτυχία του εκλεκτού επιδορπίου της πολίτικης κουζίνας, το καζάν ντιπί, και του σερραϊκού λουκουμιού, του ακανέ.
   





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου