Ο αριθμός των βουβάλων άρχισε να μειώνεται από τις αρχές της δεκαετίας του 60, οπού στις αρχές του 21ου αιώνα είχαν απομείνει περίπου 1000 βούβαλοι.
- ΔΙΑΦΕΡΟΥΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΠΕΠΤΙΚΟΥ ΤΟΥΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
- ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΟΒΙΑΚΗΣ ΧΛΩΡΙΔΑΣ.
- ΑΞΙΟΠΟΙΟΥΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΕΡΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΦΑΣΜΑ ΤΡΟΦΩΝ.
- ΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΞΗΡΑΣ ΟΥΣΙΑΣ.
Στην Ελλάδα υπάρχουν αυτοί την στιγμή 11 υγρότοποι ιδανικοί για την ανάπτυξη των βουβαλιών. Πιο συγκεκριμένα αυτοί είναι:
Υγρότοποι:
1. Λιμνοθάλασσα Μεσσολογγίου
2. Αμβρακικός Κόλπος
3. Λιμνη Μικρη Πρέσπα
4. Δέλτα Αξιού - Λουδία -Αλιάκμονα και Αλύκη Κίτρους
5. Λίμνες Κορώνεια
6. Λιμνη Κερκίνη
7. Δελτα Νέστου
8. Λίμνη Βιστωνίδα - Λιμνοθαλασσα Πόρτο Λάγος
9. Λίμνη Ισμαρίδα & σύμπλεγμα λιμνοθαλασσών
10. Δέλτα Εβρου
11. Λιμνοθάλασσα Κοτύχι και Δάσος Στροφυλιάς
Και οι 11 υγρότοποι είναι στην συνθήκη ramsar.
Το 1952, εκτρέφονταν μόνο στη Μακεδονία και τη Θράκη περίπου 71000 βουβάλια. Παρά την παγκόσμια αύξηση του βουβαλιού τα τελευταία 30 χρόνια, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), στην Ελλάδα ο αριθμός των βουβάλων άρχισε να μειώνεται δραματικά κυρίως τις δεκαετίες του 60 και του 70. Είναι χαρακτηριστικό από τις αρχές της δεκαετίας του 80 είχαν απομείνει περίπου 1000 βούβαλοι. Συγκεκριμένα το 1984 ο αριθμός έφτασε στο χαμηλότερο σημείο, τα 384 ζώα.
Οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ραγδαία μείωση των αριθμών των βουβαλιών στην Ελλάδα, ήταν οι εξής:
- Το μεταναστευτικό κύμα των Ελλήνων τις δεκαετίες του 60,70 και 80 που είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων.
- Η εισαγωγή γενετικά βελτιωμένων φυλών ( αγελάδων γαλακτοπαραγωγής, μόσχων κρεοπαραγωγής, αιγοπροβάτων κ.λ.π ).
- Η μείωση των εκτάσεων στις οποίες έβοσκαν οι νεροβούβαλοι λόγω εκχερσώσεων και αλλαγής χρήσεων γης.
Στα παρακάτω διαγράμματα φαίνεται η εξέλιξη του πληθυσμού των βουβαλιών από το 1952 μέχρι το 2004.
Παγκοσμίως ο αριθμός των βουβαλιών υπολογίζεται στα 220 με 360 εκατομμύρια. Τα τελευταία τριάντα χρόνια παρουσιάζει μια σταθερή αύξηση της τάξης του 15%-28% με το 95% του πληθυσμού τους να βρίσκεται στην Ινδία. Αντίθετα στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια υπήρξε μια πτώση της τάξης το 75-87%, όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα.
Παρά τις δραματικές μειώσεις που είχε το Ελληνικό βουβάλι, γίνανε προσπάθειες ο αριθμός τους να αυξηθεί. Σήμερα υπάρχουν περίπου 3000 ζώα, όσα υπήρχαν και προς το τέλος της δεκαετίας του 70'.
Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στους εξής λόγους:
- στην Υπουργική Απόφαση για την "του Γεωργοπεριβαλλοντικού Άξονα του Εγγράφου Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης 2000-2006 (Ε.Π.Α.Α.) ΚΑΝ (ΕΚ) 1257/99 του Συμβουλίου για τη στήριξη της Αγροτικής Ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ε.Γ.Τ.Π.Ε.) – Τμήμα Εγγυήσεων" όπου βοήθησαν με την επιδότηση τους την προώθηση του ζώου.
- Η αύξηση της κατανάλωσης των προϊόντων του βουβαλιού, κυρίως του γάλακτος και του κρέατος
- Ανάπτυξη του Αγροτουριστικού κύματος
- Η ίδρυση του Κτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Βουβαλοτρόφων Βόρειας Ελλάδας ( Κ.Σ.Β.Β.Ε. )
Ο Κτηνοτροφικός Συνεταιρισμός Βουβαλοτρόφων Ελλάδας (Κ.Σ.Β.Ε.) ιδρύθηκε το 2004 με σκοπό την γενετικής βελτίωσης και προώθησης του ελληνικού βούβαλου στην περιοχή της Βόρειας Ελλάδας αρχικά και στην συνέχεια σε όποιες περιοχές υπάρχει βουβαλοτροφία.
Πρώτος στόχος ήταν η καταγραφή των βουβαλιών και στην συνέχεια η αύξηση τους. Το 2004 υπήρχαν 1012 βούβαλοι ενώ το σήμερα, 2011, ο αριθμός των βουβαλιών κυμαίνεται γύρω στα 3248 ζώα.
Το βουβαλινό γάλα έχει ευεργετικές συνέπειες στον ανθρώπινο οργανισμό, ιδιαίτερα σε όσους έχουν προβλήματα αλλεργιών, ψωρίασης, εκζέματα ή δυσανεξία στην λακτόζη. Το φρέσκο γάλα ειδικά συνιστάται ως τροφή αδύνατων και ασθενών ανθρώπων.
Βούλγαροι συγγραφείς αναφέρουν ότι, μετά την καταστροφή του Chernobyl, διαπίστωσαν πως η ραδιενεργός ρύπανση του γάλακτος βουβάλου ήταν χαμηλότερη από των άλλων ειδών γάλακτος και θεωρούν ότι το γάλα βουβάλου, εκτός από την υψηλή βιολογική του αξία, θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί "στρατηγικής σημασίας" τροφή του ανθρώπου σε περίπτωση εκτεταμένων ραδιενεργών ρυπάνσεων.
Είναι απόλυτο υγιεινό γιατί τα βουβάλι ευδοκιμούν χωρίς την ανάγκη ζωοτροφών ή αντιβιοτικών, ενώ γρασίδι, τριφύλλι και άχυρο αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής τους.
Στον παρακάτω πίνακα δίνεται η χημική σύστασή, επί της 100, του αγελαδινού και του βουβαλίσιου γάλατος.
Το γάλα βουβαλιού περιέχει λιγότερο νερό, περισσότερα ολικά στερεά, λίπος και πρωτεΐνη και ελάχιστα περισσότερη λακτόζη από το γάλα αγελάδας. Λόγω της μεγαλύτερης λιποπεριεκτικότητάς του, 50-60% υψηλότερη από το γάλα αγελάδας.
Αρκετοί ερευνητές έχουν υποστηρίξει ότι η βιολογική αξία του γάλακτος του βουβάλου είναι υψηλότερη από την αξία του αγελαδινού. Επειδή από το γάλα βουβάλου απουσιάζει η καροτίνη (πρόδρομη ουσία της βιταμίνης Α), η λευκότητά του συχνά χρησιμοποιείται για να διακρίνεται από το γάλα αγελάδας. Παρόλη όμως την απουσία της καροτίνης, το ποσοστό της βιταμίνης Α κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα με εκείνα του αγελαδινού γάλακτος.
Βάση τους πίνακές, το βουβαλίσιο γάλα σε σχέση με τα άλλα γάλατα:
- Έχει πολύ χαμηλότερα επίπεδα χοληστερόλης και υψηλότερα ασβεστίου.
- Έχει μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε σίδηρο και φώσφορο, βιταμίνη Α’ και πρωτεΐνες.
- Η αντιοξειδωτική του δράση είναι πολύ μεγαλύτερη από τα άλλα είδη γάλακτος.
- Περιέχει περισσότερες βιταμίνες όπως θειαμίνη, ριβοφλαβίνη και Β12.
Από το γάλα του βουβάλου παράγεται ποικιλία προϊόντων, όπως γιαούρτι, διάφορα είδη τυριών, παγωτό και συμπυκνωμένο γάλα. Είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για επεξεργασία επειδή έχει μεγαλύτερη πυκνότητα και προσφέρεται για τυροκόμηση, ακόμη και σε οικογενειακής μορφής εκμεταλλεύσεις. Για την παραγωγή 1 kg τυριού απαιτούνται 8 kg αγελαδινού γάλακτος, ενώ μόνο 5 kg γάλακτος βουβάλου. Τα αντίστοιχα ποσά για την παρασκευή 1 kg βουτύρου είναι 14 έναντι 10 kg. Ενώ το γάλα του βουβάλου έχει μεγάλη ζήτηση για την παραγωγή μαλακών τυριών, δεν είναι ιδιαίτερα επιθυμητό για την παρασκευή σκληρών τυριών τύπου cheddar ή gouda.
Το κρέας του βουβάλου, όπως και το γάλα, έχει υψηλότερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη από τα αντίστοιχα προϊόντα που προέρχονται από τα κοινά βοοειδή. Ενώ όμως, η περιεκτικότητα σε λίπος του γάλακτος βουβάλου είναι κατά πολύ υψηλότερη σε σύγκριση με το γάλα αγελάδας, η περιεκτικότητα του κρέατος βουβάλου σε λίπος είναι χαμηλότερη σε σύγκριση με το κρέας των κοινών βοοειδών.
Το ζώο αυτό, σύμφωνα με την Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ , υπόσχεται να εξελιχθεί σε μία από τις κύριες πηγές προμήθειας κρέατος, αν και εκτροφή βουβάλων αποκλειστικά για την παραγωγή κρέατος παρατηρείται μόνον πρόσφατα. 'Όταν οι βούβαλοι αναπτύσσονται και διατρέφονται κατάλληλα, το κρέας τους είναι τρυφερό και εύγευστο.
Εντούτοις, επειδή το μεγαλύτερο μέρος του κρέατος βουβάλου προερχόταν και εξακολουθεί να προέρχεται από ενήλικα ζώα που σφάζονται στο τέλος της παραγωγικής τους ζωής, αφού έχουν ζήσει ως ζώα εργασίας ή γαλακτοπαραγωγής, η ποιότητά τρυ και η απόδοση σφαγίου είναι χαμηλή. Στην Ινδία, σύμφωνα με αναθεωρημένες εκτιμήσεις, η κατά προσέγγιση απόδοση σφαγίου ανέρχεται σε 9%. Η ίδια χώρα, χάρη στον τεράστιο πληθυσμό βουβάλων που διαθέτει, είναι η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα κρέατος βουβάλου (1 εκατομμύριο περίπου τόνοι) και ακολουθεί το Πακιστάν (0,4 εκατομμύρια τόνοι), η Κίνα και η Αίγυπτος (0,2 εκατομμύρια τόνοι η κάθε μία).
Το κρέας των βουβαλιών συγκριτικά με το μοσχάρι έχει
- Σκουρότερο χρώμα.
- Λιγότερο ενδομυϊκό λίπος (1-2% λιγότερο μαρμαρώδες).
- Λευκότερο χρώμα λίπους.
- Παρόμοια οργανοληπτικά χαρακτηριστικά.
Η παγκόσμια παραγωγή κρέατος βουβάλου εκτιμάται από τον ΕΑΟ σε 2 εκατομμύρια τόνους, που προέρχονται προφανώς από αναπτυσσόμενες χώρες. Αν και οι αριθμοί αυτοί πιθανόν να είναι υποεκτιμημένοι εξαιτίας ελλιπών πληροφοριών, η παραγωγή κρέατος βουβάλου δεν μπορεί να συγκριθεί με την παρούσα συνολική παραγωγή βοείου κρέατος, που ανέρχεται σε 20 και 54 εκατομμύρια τόνους στις αναπτυσσόμενες χώρες και σε παγκόσμιο επίπεδο, αντίστοιχα. Στο σύνολο της παγκόσμιας παραγωγής η ποσότητα κρέατος από όλα τα είδη βουβάλων αντιπροσωπεύει ποσοστό 1% περίπου.
Στην Ινδία, το κρέας των βουβάλων αντιπροσωπεύει φθηνό τύπο κρέατος που καταναλίσκεται από ένα ευρύτερο τμήμα του πληθυσμού σε σχέση με το βόειο κρέας. Παρόλα αυτά, η παραγωγή υπερκαλύπτει την εγχώρια ζήτηση και οι εξαγωγές που έχουν αυξηθεί κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, ανέρχονται σε 60000 τόνους περίπου τα τελευταία χρόνια. Οι κυριότερες αγορές είναι η Μαλαισία και διάφορες Αραβικές χώρες.
'Οπως συμβαίνει και με την παραγωγή, το κρέας του βουβάλου δεν αποτελεί σημαντικό μέρος του διεθνούς εμπορίου κρέατος, καθώς οι παγκόσμιες εξαγωγές βοείου κρέατος κατά το 1992 έχουν εκτιμηθεί από τον ΑΟ σε 5 εκατομμύρια τόνους. Εκτός από την Ινδία και έναν αριθμό μικροτέρων προμηθευτών, η Αυστραλία εξάγει λίγες χιλιάδες τόνους κρέατος ετησίως από τα βουβάλια ημιαγρίας κατάστασης που διαθέτει. Οι παραδοσιακές αγορές της Αυστραλίας είναι η ανατολική Ασία και η δυτική Ευρώπη. Σύμφωνα με τις συμφωνίες της GATT, η Αυστραλία επιτρέπεται να προμηθεύσει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα με 2250 τόνους κρέατος βουβάλου, οι πραγματικές όμως εξαγωγές των τελευταίων ετών βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από αυτό το επιτρεπτό όριο.
Παρόλο που στην Αίγυπτο το κρέας μόσχου βουβάλου θεωρείται ως εξαιρετικό έδεσμα, στην Αφρική και την νότια Ασία οι αρσενικοί μόσχοι βουβάλων ως πηγή κρέατος έχουν αξιοποιηθεί σε μικρό βαθμό. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, στην Ινδία το 35°/ο όλων των αρσενικών μόσχων βουβάλων επιζούν και ενηλικιώνονται. Παρομοίως, στο Πακιστάν όπου τα βοοειδή προμηθεύουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωικής εργασίας και τα βουβάλια εκτρέφονται κυρίως για παραγωγή γάλακτος, γίνεται μικρή αξιοποίηση των ανεπιθύμητων αρσενικών μόσχων βουβάλων. Στην Ιταλία, σύμφωνα με έρευνα των 019Η κ.ά. (1992) (Πίνακας 6), οι βούβαλοι έχουν υψηλότερη περιεκτικότητα πρωτεϊνης στο κρέας τους σε σχέση με τα βοοειδή και προμηθεύουν σχετικά μεγαλύτερο ποσοστό τεμαχίων υψηλής ποιότητας. Παρόλα αυτά, οι καταναλωτές στην Ιταλία προτιμούν το βόειο κρέας και οι τιμές των σφαγίων των βουβάλων είναι χαμηλότερες σε σύγκριση με τις αντίστοιχες τιμές για τα βοοειδή .
Στην Βουλγαρία και την Τουρκία, το κρέας των βουβάλων καταναλίσκεται νωπό ή χρησιμοποιείται στην παρασκευή παστουρμά και ενός είδους ξηρού λουκάνικου (smyadovska lukanka), καθώς και στην παρασκευή οικιακού τύπου λουκάνικων σε ανάμιξη με χοιρινό κρέας (όχι στην Τουρκία!).
Πηγές: Διερεύνηση του Πληθυσμού και των Συστημάτων Παραγωγής των βούβαλων σε Ελληνικούς Υγρότοπους. Ανδρέας Γεωργούδης.
Ο βούβαλος είναι το κλασικό ζώο εργασίας και έλξης στην Ασία, όπου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παραδοσιακής χωρικής αγροτικής οικονομίας. Σ'αυτήν την περιοχή της Γης, αν και ο ρυθμός εκμηχάνισης της γεωργίας παρουσιάζει αυξητική τάση κατά τις τελευταίες δεκαετίες, συχνά αποδεικνύεται δύσκολο να πεισθούν οι παραγωγοί να αντικαταστήσουν τη ζωική δύναμη με ελκυστήρες, επειδή οι βούβαλοι παράγουν δωρεάν λίπασμα και δεν χρειάζονται καύσιμα κίνησης! Παρόλα αυτά, η μείωση του αριθμού των βουβάλων που παρατηρείται τελευταία σε μερικές χώρες της 'Απω Ανατολής, αντανακλά πιθανώς τη μειούμενη ζήτηση ζωικής εργασίας στις χώρες αυτές. Στην Ινδία, οι βούβαλοι έχουν επηρεασθεί λιγότερο από την εκμηχάνιση σε σύγκριση με τα βοοειδή, που είναι το κυρίαρχο ζώο εργασίας στη χώρα αυτή. Στην Ευρώπη, οι βούβαλοι δεν χρησιμοποιούνται πλέον για εργασία από το τελευταίο ήμισυ του 20ου αιώνα.
Το κυριότερο παραπρόίόν των βουβάλων θεωρείται το δέρμα τους. Σύμφωνα με στοιχεία του ΕΑΟ, η παγκόσμια παραγωγή ακατέργαστων δερμάτων βουβάλων αυξάνεται σταθερά και στις αρχές του 1990 ανερχόταν σε 0,65 εκατομμύρια τόνους. Η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί σε ποσοστό 9°/ο περίπουτης συνολικής παραγωγής δερμάτων βοοειδών και σε ποσοστό 7% ως προς τη συνολική παραγωγή δερμάτων από όλα τα μηρυκαστικά αγροτικά ζώα. Στις αναπτυσσόμενες περιοχές του πλανήτη και κυρίως στην Ασία, η αναλογία των δερμάτων βουβάλων είναι προφανώς πολύ υψηλότερη.
Τα δέρματα των βουβάλων είναι γενικά βαρύτερα και ανθεκτικότερα από τα δέρματα των βοοειδών (κατασκευή πολεμικών ασπίδων!) και προσφέρονται καλύτερα στον τεμαχισμό. Τα περισσότερα από τα ακατέργαστα δέρματα βουβάλων στις αναπτυσσόμενες χώρες χρησιμοποιούνται στην οικιακή οικονομία αν και ένα σημαντικό μέρος των κατεργασμένων δερμάτων και των προϊόντων τους εξάγεται. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία (ΡΑΟ 1992), οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν περιορίσει τις εξαγωγές ακατεργάστων δερμάτων με σκοπό την ενίσχυση της εγχώριας βυρσοδεψίας. Το Πακιστάν και η Ινδία περιλαμβάνονται στις χώρες που έχουν απαγορεύσει πλήρως την εξαγωγή ακατέργαστων δερμάτών βουβάλων. Υπάρχουν και άλλα παραπροϊόντα του βουβάλου που συχνά πετιούνται ή αξιοποιούνται σε μικρό βαθμό, αν και υπάρχει ζήτησή τους στις εντόπιες αγορές των χωρών παραγωγής τους και στο εξωτερικό.
Περισσότερα για το ελληνικό βουβάλι, καθώς και μέρος των κειμένων μπορούν να βρεθούν:
1) Διερεύνηση του Πληθυσμού και των Συστημάτων Παραγωγής των βούβαλων σε Ελληνικούς Υγρότοπους. Ανδρέας Γεωργούδης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου