ΕΝΟΤΗΤΑ 8:
ΜΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΓΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια φτωχή οικογένεια μ’ ένα μικρό γιο, τον Αγαπητό. Δεν τα φέρνανε εύκολα βόλτα στην πόλη, κι έτσι ένα καλοκαίρι αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν σ’ ένα χωριό μακριά απ’ το σπιτικό τους. Εξαιτίας της μετακόμισης, ο Αγαπητός αποχωρίστηκε τους φίλους που είχε στην παλιά του φτωχογειτονιά.
Η οικογένεια πήγε να κατοικήσει σ’ ένα μισογκρεμισμένο καλύβι στο βουνό. Οι γονείς του δούλευαν σκληρά απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ για να επιβιώσουν. Έτσι, ο μικρός περνούσε τον περισσότερο χρόνο μοναχός του.
Λίγες βδομάδες μετά, άρχισε να βαριέται αφόρητα τη μοναξιά. Ένα πρωί, προτού οι γονείς του πέσουν με τα μούτρα στη δουλειά, τους ζήτησε να βγει από το σπίτι. Η μητέρα του δέχτηκε, αρκεί να ήταν προσεκτικός σε ό,τι κι αν έκανε. Το αγόρι έβαλε τα καλά και καθαρά ρούχα που φορούσε όταν πήγαινε στην εκκλησία, και βγήκε στο δρόμο με την επιθυμία να βρει καινούργιους φίλους. Κατηφόρισε από το βουνό και κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα.
Στην κακόφημη συνοικία, κάποια παιδιά άρχισαν να τον κοροϊδεύουν με το που τον είδαν.
«Τι μικροκαμωμένος που είναι! Σκέτο σαμιαμίδι», λέγανε φωναχτά.
«Για δες πουκαμισιά! Ετούτος είναι πλούσιος».
«Τότε, για να μπει στη συμμορία, πρέπει να μας δώσει λεφτά. Ε εσύ, για πλησίασε!»
«Μη μου κάνετε κακό, σας παρακαλώ», είπε ο Αγαπητός φοβισμένος.
«Έχεις να μας δώσεις τίποτα;»
«Το μόνο που έχω να σας δώσω είναι φιλία», απάντησε θαρρώντας πως θα τους συγκινήσει.
Όμως το χαμόγελο του Αγαπητού χάθηκε όταν άνοιξε το στόμα του ο Φοβέρας – έτσι ήτανε το παρατσούκλι του αρχηγού της συμμορίας.
«Τι να σε κάνουμε εσένα τώρα;... Μπορείς να πεις ψέματα;»
«Δεν μπορώ».
«Μπορείς να χτυπήσεις κάποιον και να τον κλέψεις;»
«Όχι, δεν μπορώ!»
«Είδες λοιπόν; Είσαι άχρηστος. Τι γυρεύεις εδώ πέρα;»
«Νέους φίλους γυρεύω... Παιδί είμαι. Δώσε μου μια ευκαιρία».
«Α είσαι πολύ καλός για μας. Δίνε του!» είπε ο Φοβέρας γελώντας βροντερά.
Ο Αγαπητός με δυσκολία συγκράτησε τα δάκρυά του. Παρόλο που ο πατέρας του έλεγε πάντα πως είναι τιμή να κλαίει κανείς χωρίς να ντρέπεται, δεν ήθελε να τον δει η συμμορία να κλαίει.
Περπατώντας γρήγορα, συνάντησε την Ακριβή στο φροντισμένο κήπο ενός σπιτιού. Αναθάρρησε και σκέφτηκε: «Αυτή φαίνεται καλό κορίτσι. Μάλλον δεν έχει φίλους, και θα δεχτεί να παίξουμε παρέα».
«Γεια σου», της είπε με θαρρετή φωνή.
«Ποιος είσαι; Πώς τολμάς να μ’ ενοχλείς;» του απάντησε και σουλούπωσε τα πλούσια μαλλιά της.
«Είμαι ένα παιδί. Δώσε μου μια ευκαιρία. Θες να γίνουμε φίλοι;»
«Μα δε σε ξέρω! Από πού κι ως πού να γίνουμε φίλοι;»
Ο Αγαπητός ξεροκατάπιε και προσπάθησε να εξηγήσει:
«Αν δε γίνουμε φίλοι, θα νιώθω μοναξιά. Ας παίξουμε έστω και για λίγη ώρα...»
Η Ακριβή έστρεψε το βλέμμα της στα σκονισμένα παπούτσια του Αγαπητού. Εκείνος προσπάθησε να την καλοπιάσει.
«Είμαι καλοντυμένος, όπως εσύ. Κοίταξέ με!»
«Ανόητε, μην προσπαθείς να με πείσεις ότι μοιάζουμε. Δεν είμαστε ίσα κι όμοια!» του είπε περιφρονητικά.
Την ίδια στιγμή, οι γονείς της βγήκαν στον κήπο για να φάνε πρωινό, κι αυτή άρχισε να τραγουδάει για να τους κάνει να την προσέξουν. Ο Αγαπητός έσκυψε σιωπηλός το κεφάλι και απομακρύνθηκε. Δεν ήταν στο χαρακτήρα του οι τσακωμοί.
Σε λίγο έφτασε σε μια πλατεία. Γύρω του περνούσαν άνθρωποι που πήγαιναν στις δουλειές τους. Το μέρος αυτό του θύμισε την παλιά του ζωή. Τι ωραία που ήταν τότε... Όλοι τον αγαπούσαν. Ήταν μέλος μιας ομάδας.
Ο ζεστός ήλιος του μεσημεριού είχε κουράσει τον Αγαπητό. Αποκοιμήθηκε στο παγκάκι και είδε δυο όνειρα. Στο πρώτο όνειρο είδε πως γύριζε με τον παππού του τον Σεβαστό από την αγορά. Ο παππούς του τον φίλησε και του είπε:
«Είμαι φτωχός για να σε κάνω χαρούμενο με κάτι που μπορεί να αγοραστεί. Θα σου δώσω όμως μια συμβουλή που θα έχει μεγαλύτερη αξία ακόμα και από το ακριβότερο δώρο. Να θυμάσαι ότι τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή σου είναι η αγάπη και η μάθηση».
Ο Αγαπητός σπάνια έπαιρνε δώρα απ’ τους γονείς του, γιατί ήτανε κι αυτοί πολύ φτωχοί. Γι’ αυτό, η συμβουλή του ’χε φανεί ωραία. Από τότε την έγραψε σ’ ένα χαρτί για να τη θυμάται, και την κουβαλούσε πάντοτε μαζί του.
Στο δεύτερο όνειρο είδε ότι έπαιζε με τους αλλοτινούς του φίλους. Του έλειπε πολύ η παλιοπαρέα και τα παιχνίδια τους στη φτωχογειτονιά. Με τη Φιλιώ έκαναν τις καλύτερες εξορμήσεις. Δεν παραπονιόταν ποτέ που η καλή του φιλενάδα τραύλιζε όταν μιλούσε, ή που είχε μονίμως λερωμένα χέρια, ή που έκλεινε τ’ αυτιά της μόλις άκουγε παλαμάκια, ή που ήτανε παράφωνη σαν βραχνιασμένη τρομπέτα. Είχε μάθει ν’ αγαπάει τους άλλους με τα ελαττώματα και τις αδυναμίες τους. Μαζί περνούσαν ατελείωτες ώρες κάνοντας όνειρα και σχέδια για το μέλλον.
Μια μέρα πριν μετακομίσει ο Αγαπητός με τους γονείς του στο χωριό, τα δυο παιδιά βγήκαν για την τελευταία τους βόλτα, ώσπου φτάσανε σε μια λιμνοθάλασσα στα περίχωρα της πόλης. Ήταν και οι δυο τους λυπημένοι που θα αποχωρίζονταν.
Για να τον παρηγορήσει, η Φιλιώ του είπε κάτι που είχε διαβάσει σ’ ένα βιβλίο: «Ό,τι μας συμβαίνει γίνεται για κάποιο λόγο που συχνά ανακαλύπτουμε αργότερα. Η ζωή μας δοκιμάζει με κάτι κακό πριν μας έρθει κάτι πολύ καλό. Γι’ αυτό, μη στεναχωριέσαι...»
Ο Αγαπητός παρηγορήθηκε από τα λόγια της και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Λίγη ώρα μετά, ο Αγαπητός ξύπνησε άκεφος. Έπρεπε επιτέλους να βρει μια ομάδα φίλων για ν’ ακολουθήσει την ωραία συμβουλή του παππού του.
«Έλα όμως που δε μου ’δωσε κανείς την ευκαιρία να γίνουμε φίλοι...» μουρμούρισε.
Περπάτησε μέχρι την ακροθαλασσιά. Μερικά παιδιά έχτιζαν ένα κάστρο στην άμμο ανέμελα.
«Πώς σε λένε;» τον ρώτησε ο Ζήλιας, ένα αγόρι που έμενε δίπλα στην παραλία.
«Αγαπητό με λένε. Νιώθω κουρασμένος...»
«Βουνίσιος είσαι;»
«Είμαι παιδί. Δώσε μου μια ευκαιρία. Θέλεις να γίνουμε φίλοι;»
«Κοίτα... πρώτα θα διαγωνιστούμε στο κολύμπι, και μετά θα γίνουμε φίλοι».
«Εντάξει», συμφώνησε ο Αγαπητός και ξεντύθηκε με βιάση.
«Ένα, δύο, ΤΡΙΑ!» μέτρησε φωναχτά ο Ζήλιας.
Βούτηξαν στο νερό και άρχισαν να κολυμπούν. Ο Αγαπητός κολύμπησε ταχύτερα και τερμάτισε πρώτος. Έξω απ’ το νερό, πήγε να μιλήσει χαρούμενος στον Ζήλια, μα αυτός του γύρισε την πλάτη.
«Πάντα κερδίζω στους αγώνες. Δε θα με νικήσει εμένα το παιδί του βουνού!» τσίριξε ο Ζήλιας.
Ο Αγαπητός δε στεναχωρήθηκε. «Αυτός χάνει, εγώ βγαίνω κερδισμένος. Θα μπορούσα να του πω τόσα και τόσα θαυμαστά πράγματα για το βουνό. Τώρα δε θα τα μάθει ποτέ. Εγώ όμως θα μάθω πολλά ακόμη για την παραλία», είπε από μέσα του.
Όλα τα παιδιά κίνησαν για τα σπίτια τους κάνοντας πειράγματα μεταξύ τους. Ο Αγαπητός βρήκε μια σπηλιά στην παραλία και κάθισε μονάχος. Αγνάντευε από μακριά τους ψαράδες με τις βάρκες τους. Ήταν αποφασισμένος να μείνει εκεί λίγες ώρες ακόμα, με την ελπίδα να βρει κάποιο φίλο πριν πάρει το δρόμο του γυρισμού.
Λίγες ώρες αργότερα, άρχισε ν’ ανησυχεί πως η ζωή του στο χωριό θα ήταν βαρετή, αφού δεν είχε παρέα για να μοιραστεί αγάπη και μάθηση. Τότε διέκρινε μια ψαρόβαρκα στον ορίζοντα. Μερικοί ψαράδες λικνίζονταν μέσα στη βάρκα κι έκαναν ρυθμικές χειρονομίες σαν να τραγουδούσαν. Σκέφτηκε ότι, αν πήγαινε μέχρι εκεί, ίσως και να τον δέχονταν στην ομάδα τους. Ξεκίνησε να κολυμπάει μόνος του. Σύντομα όμως ένα δυνατό ρεύμα άρχισε να τον παρασύρει.
Την ίδια στιγμή, σε ένα άλλο σημείο της παραλίας, ένα κινηματογραφικό συνεργείο είχε πιάσει δουλειά για τα καλά. Ο σκηνοθέτης, που ήτανε γνωστός με το παρατσούκλι Σώστης, ξαφνικά κοκάλωσε. Κατάλαβε ότι το αγόρι κινδύνευε μες στο νερό, και κολύμπησε γρήγορα για να τον σώσει. Βλέπετε, ήτανε ναυαγοσώστης.
«Κάντε στην άκρη. Το παιδί χρειάζεται επειγόντως βοήθεια», φώναξε ο Σώστης την ώρα που τον έβγαζε στην ακτή αναίσθητο.
Όλοι παρακολουθούσαν αμίλητοι το σκηνοθέτη που έδινε στ’ αγόρι την πρώτη βοήθεια. Αγωνιούσαν για την επιβίωση του παιδιού. Είχαν όμως εμπιστοσύνη στις ικανότητες του Σώστη, γιατί είχε ναυαγοσωστική εμπειρία σαράντα ετών.
Ο Σώστης του έδωσε το «φιλί της ζωής». Μετά από σύντομη προσπάθεια, τον επανέφερε στη ζωή.
«Γιατί κολύμπησες ολομόναχος; Είναι επικίνδυνο να κολυμπάς σε αυτή τη θάλασσα με τα ρεύματα χωρίς σωσίβιο», του είπε.
«Πήγαινα στους βαρκάρηδες για να βρω φίλους. Κανένας δε με θέλει. Είμαι παιδί. Κανένας δε μου δίνει μια ευκαιρία», αποκρίθηκε ο Αγαπητός κι άρχισε να βήχει και να κλαίει.
Ο Σώστης συγκινήθηκε από τα λόγια του μικρού.
«Μη μου στεναχωριέσαι! Θέλεις να έρθεις σε μια κατασκήνωση που έχω; Θα σ’ αρέσει», του πρότεινε.
«Ναι. Σ’ ευχαριστώ», αποκρίθηκε ο Αγαπητός χωρίς να έχει καταλάβει τι θα συναντούσε.
Ο Σώστης τον έπιασε από το χέρι, και έφτασαν σ’ ένα μέρος με πολλά παιδιά. Τους υποδέχτηκε μια ξανθιά γυναίκα, η Γελαστή, που έπαιζε κυνηγητό μ’ ένα αγοράκι. Το πρόσωπο του Αγαπητού φωτίστηκε από χαρά. Θυμήθηκε τα λόγια που του είχε εμπιστευτεί η Φιλιώ, ότι η ζωή μάς δοκιμάζει στέλνοντας κάτι κακό προτού μας δώσει κάτι πολύ καλό...
«Σας παρουσιάζω ένα νέο μέλος της ομάδα μας», τους είπε ο Σώστης.
«Πώς σε λένε;» τον ρώτησε η Γελαστή.
«Αγαπητό. Είμαι παιδί. Δώστε μου μια ευκαιρία», είπε αμέσως εκείνος.
«Εμένα με λένε Γελαστή».
«Θα έχω αγάπη και μάθηση στην παρέα αυτή;»
«Μα και βέβαια! Εδώ υπάρχει αγάπη και μάθηση για όλα τα παιδιά», του είπε.
«Με λένε Διαλεχτό. Έλα να παίξουμε και να γίνουμε φίλοι», του είπε το παιδί που είχε λαχανιάσει απ’ το κυνηγητό, και τον τράβηξε από το χέρι για να του γνωρίσει τα υπόλοιπα παιδιά.
Ο Αγαπητός ενθουσιάστηκε με τον αυθορμητισμό των νέων του φίλων. Επιτέλους αισθανόταν πως ήταν μέρος μιας ομάδας.
Μετά από καιρό, όταν η τηλεοπτική σειρά είχε τελειώσει, ο Σώστης ζήτησε απ’ τον Αγαπητό να κάνει τα αποκαλυπτήρια της επιγραφής στα εγκαίνια του παιδικού σπιτιού. Όταν ήρθε η ώρα, η Γελαστή του έκανε νόημα.
Ο Αγαπητός, γεμάτος ενθουσιασμό, τράβηξε το λευκό σεντόνι από την ταμπέλα. Τ’ όνομα της ομάδας αποκαλύφθηκε: «Μια Ευκαιρία για Παιδιά». Το ίδρυμα είχε για σύμβολο πέντε παιδιά που ήταν πιασμένα από το χέρι. Όλοι άρχισαν να χειροκροτούν. Οι γονείς του Αγαπητού ήταν συγκινημένοι. Ο Αγαπητός υπέθεσε πως η ονομασία αυτή προήλθε απ’ τη δική του επιμονή να επαναλαμβάνει τη φράση «Είμαι παιδί, δώσε μου μια ευκαιρία», και φούσκωσε από περηφάνια. Ποτέ όμως δεν εξέφρασε την ικανοποίησή του, γιατί θυμόταν πόσο εγωιστικά φέρονταν μερικά παιδιά όταν κοκορεύονταν για την υπεροχή τους. Η αληθινή ανταμοιβή του ήταν τα χαμόγελα των άλλων παιδιών μόλις αντίκρισαν την ταμπέλα του νέου σπιτιού.
Τρέξανε όλοι τους μέσα στο σπίτι. Τελευταίος μπήκε ο Αγαπητός και πίσω του έκλεισε την πόρτα. Ήταν ευχαριστημένος γιατί, κλείνοντας την πόρτα στο παραμύθι, ήξερε ότι άνοιγε μια πόρτα... στην πραγματικότητα. Έτσι έζησε αυτός καλά και εμείς καλύτερα.
ΤΕΛΟΣ
Πηγή: Το ανωτέρω κείμενο, αποτελεί απόσπασμα του παιδικού παραμυθιού με τίτλο "Μια Ευκαιρία για Παιδιά", γραμμένο από τον Δρ. Στάθη Αβραμίδη και εικονογραφημένο από τον Νίκο Κουρεμένο. Είναι μερικώς βασισμένο σε αληθινά περιστατικά από τη ζωή και το έργο του Δημιουργού, Σκηνοθέτη και Παραγωγού της τηλεοπτικής σειράς "Μπέιγουοτς", Greg Bonann και της σεναριογράφου και γυναίκας του, Tai Collins, με την οποία αρχικά ίδρυσαν το "Camp Baywatch" που μετονομάστηκε σε "A Chance for Children Foundation" για τη διδασκαλία, μεταξύ άλλων, τεχνικών ασφάλειας στο νερό σε άστεγα και ορφανά παιδιά. Η ιστορία δημοσιεύεται κατόπιν αδείας από τους δημιουργούς της και τους ιδρυτές του συγκεκριμένου οργανισμού, με σκοπό την ευαισθητοποίηση των παιδιών σε θέματα ασφάλειας στο νερό.
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ
Έχεις διαβάσει την ενότητα “Μια Ευκαιρία για Παιδιά ... Ασφάλειας στο Νερό”. Σπουδαία!
Τώρα, γιατί δεν αφιερώνεις άλλα 10 λεπτά, για να απαντήσεις σε μερικές ερωτήσεις, ώστε να διαπιστώσεις το επίπεδο κατανόησής σου; Αν απαντήσεις σωστά, θα λάβεις Βεβαίωση Επίτευξης.
Για να ξεκινήσεις, κάνε κλικ εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου