Ο έρπης ζωστήρας είναι μια οξεία λοίμωξη, που οφείλεται σε επαναδραστηριοποίηση του ιού της ανεμοβλογιάς - ζωστήρα. Ο τελευταίος παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση σε άτομα, που έχουν προσβληθεί στο παρελθόν από ανεμοβλογιά και σε περίπτωση επιδείνωσης της ανοσολογικής τους κατάστασης (ειδικά της κυτταρικής ανοσίας του οργανισμού) επανεμφανίζεται αυτή τη φορά ως έρπης ζωστήρας.
Πρόκειται για εντοπισμένη λοίμωξη των αισθητικών νεύρων και γαγγλίων, που εκδηλώνεται συνήθως με πόνο και φυσαλιδώδες εξάνθημα στο προσβεβλημένο τμήμα του δέρματος (δερμοτόμιο). To νόσημα εμφανίζεται με αυξημένη συχνότητα σε προχωρημένη ηλικία- τα 2/3 των ασθενών είναι πάνω από 50 ετών- προσβάλλονται εξίσου και τα δυο φύλα ενώ στην εμφάνιση της ασθένειας δεν παίζει ρόλο η εποχή. Ο ιός τείνει να επανενεργοποιείται συνήθως μόνο μια φορά κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Αυτό συμβαίνει:
-Σε προχωρημένη ηλικία.
-Όταν υπάρχει σωματική ή συναισθηματική φόρτιση.
-Στα σημεία ακτινοβόλησης.
-Σε περιοχές τραυματισμού.
-Μετά από ηλιακό έγκαυμα.
-Κατά τη διάρκεια θεραπείας με κορτικοστεροειδή ή ανοσοκατασταλτικά φάρμακα.
-Όταν υπάρχει επίκτητη ή συγγενής ανοσοανεπάρκεια.
-Σε νόσο του Hodgkin.
-Με το εμβόλιο της ανεμοβλογιάς, που περιέχει τον ιό ζωντανό και αδρανοποιημένο.
Ασθενείς με έρπη ζωστήρα μπορούν να μεταδώσουν το νόσημα μέχρι και 7 ημέρες από την εμφάνιση του εξανθήματος. Κλινικά πριν την εμφάνιση των χαρακτηριστικών φυσαλίδων προηγείται πόνος διαφορετικής έντασης, κνησμός (φαγούρα), κάψιμο, παραισθησία. Κάποιοι ασθενείς εμφανίζουν συμπτώματα γρίπης όπως πονοκέφαλο, πυρετό ή και κόπωση, φωτοφοβία και μερικές φορές διόγκωση των επιχωρίων λεμφαδένων, ενώ το πρόδρομο άλγος του έρπητα ζωστήρα μπορεί να συγχέεται με πλευριτικό άλγος, με έμφραγμα του μυοκαρδίου, με ημικρανία, ή με γαστρεντερικό νόσημα και να δυσκολεύει τη διάγνωση μέχρι να εμφανιστεί το εξάνθημα.
Το εξάνθημα κάνει την εμφάνισή του 1-14 μέρες μετά το προαναφερθέν πρόδρομο στάδιο, στο δερμοτόμιο, που αντιστοιχεί στο προσβεβλημένο αισθητικό γάγγλιο με πιθανή επέκταση και στα γειτονικά δερμοτόμια. Οι βλάβες παρουσιάζονται σχεδόν πάντα ετερόπλευρα και σε οποιαδήποτε περιοχή του σώματος, πρόκειται για ερυθρές κηλίδες, βλατίδες ή πλάκες, διαφορετικού μεγέθους, οι οποίες προοδευτικά εξελίσσονται σε ομαδοποιημένες φυσαλίδες πάνω σε κόκκινη βάση. Προοδευτικά οι βλάβες μεταπίπτουν σε φλυκταινίδια, (φυσαλίδες με θολό, πυώδες περιεχόμενο) τα οποία τελικά σπάζουν και στη θέση τους εμφανίζονται εφελκίδες (κρούστες) οι τελευταίες παραμένουν για δυο, τρεις εβδομάδες.
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο έρπης ζωστήρας προσβάλλει την περιοχή του θώρακα ενώ σε μικρότερο ποσοστό εμφανίζεται στο πρόσωπο προσβάλλοντας τον οφθαλμικό κλάδο του τριδύμου νεύρου. Στην τελευταία περίπτωση το εξάνθημα μπορεί να επεκτείνεται από το επίπεδο του οφθαλμού μέχρι την κορυφή της κεφαλής χωρίς να ξεπερνά τη μέση γραμμή.
Πολύ σοβαρές είναι οι οφθαλμικές επιπλοκές,(κερατοπάθεια, επιπεφυκίτιδα, πρόσθια ραγοειδίτιδα,επισκληρίτιδα) που εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα σε ασθενείς, που δεν έλαβαν αντιική θεραπεία, ακόμη πιο σοβαρές καταστάσεις είναι η παράλυση και πτώση του βλεφάρου, η ουλωτική συρρίκνωση του βλεφάρου, το γλαύκωμα ή ακόμη και η τύφλωση, τέτοια περιστατικά θα πρέπει να παραπέμπονται και σε οφθαλμίατρο προκειμένου να εκτιμήσει την κατάσταση του προσβεβλημένου οφθαλμού.
Σε κάποιες περιπτώσεις παρατηρείται το σύνδρομο Ramsay-Hunt κατά το οποίο έχουμε ακουστικά συμπτώματα (βουητό, ίλιγγο, κώφωση, νυσταγμό) όπως επίσης και παράλυση στην περιοχή του προσώπου. Εκδηλώνεται συνήθως με ετερόπλευρη απώλεια της γεύσης στα δυο πρόσθια τριτημόρια της γλώσσας, καθώς επίσης και με την εμφάνιση φυσαλίδων στον έξω ακουστικό πόρο, στον τυμπανικό υμένα και στο πτερύγιο του ωτός, ενώ κάποιοι ασθενείς έχουν λειτουργικά και αισθητικά προβλήματα.
Συνήθως ο έρπητας ζωστήρας σε υγιή άτομα ακολουθεί αυτοιώμενη πορεία με εξαιρετικά χαμηλή θνητότητα, δε συμβαίνει, όμως, το ίδιο σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς στους οποίους η ασθένεια αν δεν αποβεί θανατηφόρα, είναι πιο βαρειά και παρατεταμένη. Σοβαρές επιπλοκές, που συμβαίνουν συχνά είναι: -Βακτηριακή επιμόλυνση των δερματικών βλαβών ή των προσβεβλημένων βλεννογόνων. -Αιμορραγία, γάγγραινα -Σπλαχνικές επιπλοκές (πνευμονίτιδα, περικαρδίτιδα, ηπατίτιδα, μυοκαρδίτιδα, αρθρίτιδα, γαστρίτιδα, εντεροκολίτιδα, κυστίτιδα) -Επιπλοκές από το κεντρικό νευρικό σύστημα (κεφαλαλγία, πυρετός, μηνιγγισμός, παράλυση, εγκεφαλομυελίτιδα). Η κυριότερη αιτία νοσηρότητας των ασθενών με έρπητα ζωστήρα είναι το άλγος (ο πόνος), το οποίο είναι εξουθενωτικό, μπορεί να είναι χρόνιο και μπορεί να παραμένει ή να υποτροπιάζει μετά την επούλωση των δερματικών βλαβών. Πρόκειται για τη λεγόμενη μεθερπητική νευραλγία, που μπορεί να επιμένει για μήνες ή χρόνια, αλλά συνήθως υποχωρεί αυτόματα μέσα σε 1-6 μήνες (95%).
Η διάγνωση του νοσήματος πραγματοποιείται κυρίως κλινικά ενώ σε άτυπες περιπτώσεις εδραιώνεται με ειδικές διαγνωστικές διαδικασίες. Η θεραπευτική αντιμετώπιση των οξέων συμπτωμάτων μπορεί να είναι τοπική ή συστηματική. Πιο συγκεκριμένα η εφαρμογή δροσερών, υγρών επιθεμάτων με νερό βρύσης για 20 λεπτά αρκετές φορές ημερησίως, διαβρέχει τις φυσαλίδες, βοηθά στην απομάκρυνση του ορού και των εφελκίδων και παρεμποδίζει την επιμόλυνση των βλαβών.
Η αντιική αγωγή από το στόμα ελαττώνει την ένταση της φλεγμονής, τον αριθμό των φυσαλίδων καθώς και την απόπτωση του ιού. Επιπρόσθετα μπορεί να μειώσει τη διάρκεια αλλά και τη βαρύτητα της μεθερπητικής νευραλγίας, αρκεί να ξεκινήσει μέσα στις πρώτες 48 ώρες από την εμφάνιση του εξανθήματος. Η θεραπεία μπορεί να ξεκινήσει και αργότερα πριν την πλήρη εφελκιδοποίηση των βλαβών αλλά είναι λιγότερο αποτελεσματική. Η φαρμακευτική αγωγή από το στόμα χορηγείται για 7-10 μέρες, ενώ τα τοπικά αντιικά σκευάσματα δεν έχουν θέση στη θεραπεία του έρπητα ζωστήρα.
Σε ότι αφορά στην αντιμετώπιση της μεθερπητικής νευραλγίας δεν υπάρχει προς το παρόν κάποια μέθοδος, που να την εγγυάται. Συνιστάται πάντοτε η συνεργασία με ειδικό στην αντιμετώπιση του πόνου. Θεραπεία πρώτης γραμμής αποτελούν τα αναλγητικά από το στόμα καθώς και η εφαρμογή λιδοκαϊνης τοπικά. Επίσης χρησιμοποιούνται με ικανοποιητικά αποτελέσματα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, αντιεπιληπτικά φάρμακα ενώ σε σοβαρές περιπτώσεις χορηγούνται οπιούχα σκευάσματα.
Η τοπική εφαρμογή κρέμας καψαϊκίνης μετά τη επούλωση των βλαβών ανακουφίζει αλλά προκαλεί και έντονο αίσθημα καύσου, που δε μπορεί να γίνει ανεκτό από όλους. Για το λόγο αυτό πριν την καψαϊκίνη συνηθίζεται να εφαρμόζεται κρέμα EMLA ή τοπική λιδοκαϊνη.
Ο έρπης ζωστήρας μπορεί να προληφθεί ή να εμφανιστεί πιο ελαφρά σε ασθενείς με ανοσοκαταστολή, ή σε ηλικιωμένους ή σε βαρειά πάσχοντες με το εμβόλιο της ανεμοβλογιάς, που περιέχει ζώντα, εξασθενημένο ιό.
Για τη θεραπεία του έρπητα ζωστήρα εκτός από την κλασσική αλλοπαθητική αγωγή μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και την ομοιοπαθητική με πολύ πιο άμεσα αποτελέσματα. Πιο συγκεκριμένα με την ομοιοπαθητική θεραπεία προλαμβάνουμε την εξέλιξη της νόσου, τις πιθανές επιπλοκές καθώς επίσης ελαττώνεται και η πιθανότητα εμφάνισης της μεθερπητικής νευραλγίας, που ταλαιπωρεί ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών με έρπη ζωστήρα.
Η θεραπεία αυτή θα πρέπει να ξεκινήσει το συντομότερο. Το ομοιοπαθητικό φάρμακο, που ενδείκνυται κάθε φορά εξαρτάται από την εικόνα του εξανθήματος, το στάδιο εξέλιξης του νοσήματος καθώς επίσης και από την παρουσία και το είδος των επιπλοκών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου